Oι Κρητικοί αγωνιστές της λευτεριάς φορούσαν πουκάμισο (άσπρο ή μαύρο ως ένδειξη πένθους), γελέκι και μεϊτάνι.
Ο Κρητικός, δε φορούσε φουστανέλα όπως στην Ηπειρωτική Ελλάδα, αλλά βράκα η οποία ακόμα και σήμερα αποτελεί το σήμα κατατεθέν της κρητικής παραδοσιακής φορεσιάς.
Από πάνω οι Κρητικοί για το κρύο συνήθιζαν να ρίχνουν το καπότο, το οποίο είναι μια κοντή κάπα με κουκούλα και μακριά μανίκια και αποτελεί το επίσημο εξάρτημα της φορεσιάς. Το καπότο κεντιέται στις άκρες με άσπρο ή μπλε κορδονέτο και η φόδρα του εσωτερικά είναι κόκκινη ή άσπρη.
Αξίζει να σημειωθεί βέβαια, πως διακριτικές διαφοροποιήσεις εμφανίζοντα και στην κρητική φορεσιά από μέρος σε μέρος κατά μήκος του νησιού, όπως άλλωστε συνέβαινε και στην υπόλοιπη Ελλάδα.
Ο συμβολισμός του χρώματος στα στιβάνια
Αυτό που λίγοι γνωρίζουν για την κρητική φορεσιά τα χρόνια της τουρκοκρατίας είναι η σημασία που αποκτά η χρωματική επιλογή των στιβανιών.
Στην προσπάθεια τους οι κατακτητές να καθορίζουν ακόμα και τις ενδυματολογικές επιλογές των κρητικώναπαγόρευσαν τα κόκκινα και λευκά σαρίκια, επέβαλαν βράκες μπλε ή μαύρου χρώματος και τα κόκκινα παπούτσια.
Μέχρι τότε τα στιβάνια των Κρητών ήταν μαύρου, κόκκινου αλλά και άσπρου χρώματος. Άσπρα στιβάνια συνέχισαν να φορούν οι ανυπότακτοι Κρήτες ως ένδειξη αντίστασης.
Μάλιστα, τα άσπρα στιβάνια είχαν περάσει στην συνείδηση του κόσμου ως αντίσταση τόσο που αποτελούσε χαρακτηριστικό των καπετάνιων της εποχής. Μάλιστα, ο Νίκος Καζαντζάκης, στο βιβλίο του «Καπετάν Μιχάλης» γράφει: «ακούγαμε τους γέρους νά μιλούν γιά σφαγές, παλικαριές και πολέμους, γιά λευτεριά κι Έλλάδα, και καμαρώναμε, νά κατεβαίνουν άπό τά βουνά, μέ τις φουφοϋλες βράκες τους, μέ τ’ άσπρα στιβάνια τους, μέ το μαυρομάνικο παραχωμένο στη ζώνη, οι γέροι καπεταναίοι, σαν άγαθά θεριά, και νά κυκλοφορούν στα στενά σοκάκια του Μεγάλου Κάστρου», ενώ παρακάτω παρομοιάζει τον θεό με γέρο κρητικό πολεμιστή, που φορά και εκείνος τα ρούχα της εποχής «φορούσε κι αυτός φουφούλα βράκα, κρατούσε κι αυτός μαχαίρι κι έφερνε γύρα το Κάστρο».
Το κρητικό σαρίκι
Απόσπασμα από το βιβλίο «Η Ιστορία και η λαογραφία της Κρητικής ενδυμασίας» του κ.Ιωάννου Τσουχλαράκη με θέμα το κρουσάτο μαντήλι,δείχνει την σημαντική θέση που κατέχει το σαρίκι στην κρητική φορεσιά: «Μέχρι την εποχή του Μεσοπολέμου οι Κρητικοί φορούσαν κυρίως το σπαστό κόκκινο φεσάκι με τη μακριά φούντα, το οποίο, να τονίσουμε ότι, δεν έχει καμιά σχέση με το κωνοειδές φέσι των Τούρκων.
Παράλληλα φορούσαν και το μεγάλο μαντήλι, που πριν πάρει το τούρκικο όνομα «σαρίκι» λεγόταν «πέτσα». Είδος «πέτσας» φορούσαν οι Κρητικοί από τα τέλη του 15ου αιώνα. Την τύλιγαν στο κεφάλι τους και άφηναν τις άκρες να πέφτουν στους ώμους, εμπρός και πίσω. Πιο παλιά την «πέτσα» τύλιγαν στο λαιμό, είχε φαρδύτερες άκρες, που έπεφταν στους ώμους και την έλεγαν «στόλα». Η «πέτσα» ονομαζόταν και «τζεβρές» , όταν οι Τούρκοι κατέλαβαν την Κρήτη. Το σαρίκι (μαντήλα), παλαιότερα, ήταν ένα μακρόστενο μεταξωτό πολύχρωμο μαντήλι, το περίφημο» «λαχουρί» με το οποίο αρκετοί Κρήτες τύλιγαν το σπαστό κόκκινο φεσάκι τους.
Πρέπει να γνωρίζουμε ότι το σύγχρονο πλεχτό μεταξωτό μαύρο σαρίκι, που θεωρείται στις μέρες μας το παραδοσιακό κεφαλοκάλυμμα του Κρητικού, με τα πυκνά κρόσσια που μοιάζουν με δάκρυα, έκανε την εμφάνισή του το δεύτερο τέταρτο του 20ου αιώνα στην κεντρική Κρήτη. Λέγεται πως έχει πολλά κρόσσια για να δείξει τα πολλά χρόνια της Τουρκοκρατίας στην Κρήτη και συμβολίζουν, με το σχήμα τους, τη θλίψη και το θρήνο που προκάλεσε το ολοκάυτωμα της Μονής του Αρκαδίου στα 1866″.
#pgnews