Σε όποια γωνιά της όποιας πολιτείας – και πολύ περισσότερο στα Χανιά μας – κι αν βρεθεί κανείς τούτες τις μέρες, οσφραίνεται την μυρωδιά των κουραμπιέδων και των μελομακάρονων και αισθάνεται ψυχής ανάταση και ευφορία.
‘’Έρχονται τα Χριστούγεννα, έρχονται γιορτές’’ λένε πολλοί συνάνθρωποί μας όπως κι εγώ προσωπικά ενδόμυχα αυτό νιώθω και η χαρά δεν περιγράφεται με λόγια και τούτο γιατί μετά από δύο χρόνια περιορισμένης ευχέρειας κινήσεων λόγω κορωνοϊού φέτος, δόξα τω Θεώ, τα πράγματα έχουν πάρει μια άλλη τροπή κι ο κόσμος το χαίρεται πάρα πολύ. Η χαρά διακρίνεται ξεκάθαρα στα πρόσωπα των ανθρώπων, έτσι το βλέπουν τα μάτια της ψυχής μου, και πολύ περισσότερο διακρίνεται στα αγγελικά προσωπάκια των μικρών παιδιών. Άπειρου κάλλους εικόνες αντικρίζει κανείς όταν βρεθεί στους δρόμους της πόλης μας, που όσο στεναχωρημένος κι αν είναι, έστω για μια στιγμή ξεχνάει τα όποια βάσανά του και νιώθει χαρά και στα χείλη του ζωγραφίζεται ένα γλυκό χαμόγελο. Και πως να μην χαρεί κανείς όταν αντικρίζει τον παππού που κρατάει τον μικρό εγγονό-εγγονή από το τρυφερό σαν τον ανθό του κρίνου της θάλασσας χεράκι του; Πως να μην νιώσει κανείς χαρά όταν θωρεί τους γονιούς με τα παιδιά τους, άλλοι κρατώντας τα αγκαλιά κι άλλοι κρατώντας τα από το χέρι; Η καλοσυνάτη ματιά και των παιδιών αλλά και των συνοδών τους και συγχρόνως η πολύ προσεκτική, μην ξεφύγει κάποιος ασυνείδητος οδηγός από την κανονική πορεία του και φέρει, όπως πολλές φορές το έχουμε δει, το ανεπανόρθωτο στα καλά καθούμενα, με ότι αυτό συνεπάγεται. Οι μαγαζάτορες δε, μηδενός εξαιρουμένου, χαμογελαστοί και ευγενικότατοι καλωσορίζουν τους εισερχόμενους στα μαγαζιά τους, όπου άλλοι θα ψωνίσουν κι άλλοι απλώς θα πληροφορηθούν τις τιμές των προϊόντων, κάτι βέβαια που για τους πωλητές δεν έχει απολύτως καμιά σημασία. Είτε ψωνίσουν οι άνθρωποι είτε απλά κοιτάξουν τα εμπορεύματά τους και μ’ ένα απλό ‘’ευχαριστώ’’ φύγουν από το μαγαζί τους, εκείνοι παραμένουν πάντα ευγενικοί και χαρούμενοι.
Μέρες χαράς είναι οι γιορτινές αυτές μέρες και όλοι τις περιμένουμε με ανυπομονησία. Άλλοι τις περιμένουν, γιατί επιτέλους θα ανταμώσουν με τα προσφιλή τους πρόσωπα, παιδιά, εγγόνια, φίλους, συγγενείς κι άλλοι γιατί θα τις περάσουν και με τους δικούς τους ανθρώπους αλλά και στο αγαπημένο τους χωριό, που για διάφορους λόγους πριν από πολλά ή λίγα χρόνια μίσεψαν και το γράφω αυτό γιατί κάποτε πήραν ένα καντάρι κάποιοι σ’ ένα χωριό που διαφωνούσαν πιο είναι το βαρύτερο, έτσι λέει μια σοφή παροιμία μας, και το καντάρι έδειξε ότι η ξενιτιά ήταν πιο βαριά. Και από την ορφάνια ήταν πιο βαριά και από την αγάπη και από την φτώχια. Δυστυχώς οι Έλληνες από πολλά χρόνια πριν την έχουμε νιώσει πολύ καλά στο πετσί μας. Τώρα ποια ήταν και είναι η αιτία που ρήμαξαν τα χωριά μας κι όχι μόνο και εξακολουθεί και τώρα η ύπαιθρος να ρημάζει θα το αναλύσουμε μιαν άλλη φορά. Τέλος πάντων…
Σήμερα βέβαια με τα μέσα μαζικής μεταφοράς οι αποστάσεις έχουν συρρικνωθεί και οι ξενιτεμένοι, όποιοι κι αν είναι και όποιας εθνικότητας, έχουν την δυνατότητα να επισκέπτονται τον τόπο τους πιο συχνά από ποτέ άλλοτε. Πόσοι όμως από τους ξενιτεμένους έχουν αυτή την πολυτέλεια; Ναι, είναι αρκετοί, αλλά υπάρχουν πολλοί συνάνθρωποί μας που δεν έχουν την οικονομική δυνατότητα να εκμεταλλευτούν τη σύντομη μετακίνηση. Κάποτε ένας ξενιτεμένος Έλληνας ήθελε να επικοινωνήσει με την μητέρα του αλλά η φτώχια δεν του επέτρεπε να πραγματοποιήσει το όνειρό του και την αδυναμία του αυτή την έκανε τραγούδι που, πιστέψτε με, όποιος το ακούει άθελά του θα δακρύσει. Συλλογισμένος και απογοητευμένος έλεγε:
«Να αναστενάξω μάνα μ’ δεν μ’ ακούς,
να κλάψω δε με βλέπεις,
να στείλω γράμμα για να `ρθει
τα έξοδα δεν έχω.»
Και συνεχίζει κλαίοντας για την ατυχία του:
«Κλάψε με μάνα, κλάψε με,
την νύχτα με φεγγάρι
και την αυγούλα με δροσιά
και πριν να βγει ο ήλιος.»
Μόνο τις νύχτες έκλαιγε και τα παράπονά του τα έλεγε στο φεγγάρι και στην αυγούλα πριν να βγει ο ήλιος. Δεν είχε άλλο χρόνο ο δόλιος στην διάθεσή του να κλάψει, γιατί από ήλιο ως ήλιο δούλευε, αλλά και γιατί δεν ήθελε να τον βλέπουν οι άλλοι να κλαίει γιατί θα το έλεγαν και σε άλλους κι αυτό δεν ήθελε να γίνει ποτέ.
Το φεγγάρι όμως και η αυγούλα που τον έβλεπαν να κλαίει και να στέλνει ανέξοδα τα χαιρετίσματά του στη μάνα του δεν το λέγανε σε κανέναν. Αλήθεια, πόσα χαιρετίσματα και πόσα μυστικά δεν κρατάνε κρυμμένα στα σπλάχνα τους το φεγγάρι, ο αυγερινός, η πούλια και η αυγούλα! Μυστικά πολλών πονεμένων, ξενιτεμένων, ερωτευμένων και πολλών άλλων δεινοπαθούντων ανθρώπων.
Και είναι αλήθεια αγαπητοί μου πως τούτες τις γιορτινές μέρες, πολύ περισσότερο από κάθε άλλη φορά, ‘’ξυπνάει’’ η αβάσταχτη επιθυμία της επιστροφής του ξενιτεμένου στην μητέρα πατρίδα, όπως και η επιθυμία του παππού να δει τον εγγονό του που έχει χρόνια να τον δει.
«Να δω τον εγγονό μου» μου έλεγε ένας φίλος της ηλικίας μου, που γεννήθηκε στον Καναδά κι εκεί είχε ριζώσει ο γιος του πριν από πολλά χρόνια, «… κι ας πεθάνω την ίδια στιγμή!»
Τόσο μεγάλος ήταν ο καημός του.
Τέλος, πόσοι μετανάστες που ζούνε και στην δική μας πατρίδα δεν έχουν την επιθυμία να γυρίσουν στην πατρίδα τους αλλά λόγω οικονομικής δυσχέρειας δεν μπορούν! Και το χειρότερο, πόσοι τούτες τις άγιες μέρες δεν ξενυχτούν ρακένδυτοι, νηστικοί και παραγκωνισμένοι στα παγκάκια κάποιας απόμερης πλατείας ή σε κάποιο εγκαταλελειμμένο γιαπί; Τούτες τις γιορτινές μέρες, πολύ περισσότερο από κάθε άλλη στιγμή χρειάζονται τη βοήθειά μας. Ας σκύψουμε με αγάπη και σεβασμό πάνω από το πρόβλημά τους και να τους δώσουμε όση χαρά μπορούμε ο καθένας με τον δικό του τρόπο. Έχουν την ανάγκη ενός γλυκού λόγου και του χαμόγελού μας τόσο, όσο και την όποια οικονομική βοήθεια τους προσφέρουμε. Αν όμως δεν μπορούμε να τους δώσουμε τίποτα, μη τους προσθέσουμε περισσότερο πόνο απ’ όσο κουβαλάνε φωλιασμένο στο ταλαιπωρημένο κορμί τους και στην χιλιοπληγωμένη ψυχή τους. Κανένας δεν γνωρίζει πως και γιατί έφθασαν στο έσχατο σημείο να κοιμούνται στο παγκάκι ή στο εγκαταλελειμμένο γιαπί.
Δημήτρης Κ. Τυραϊδής
Συγγραφέας – ποιητής, μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών, μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων