Από ουραγός στην προσέλκυση ξένων κεφαλαίων, μαγνήτης για ισχυρούς επενδυτές και διεθνή private equity funds. Η εικόνα της Ελλάδας ως επενδυτικού προορισμού έχει αλλάξει θεαματικά τα τελευταία δύο χρόνια, με τη χώρα να κερδίζει διαρκώς έδαφος στον παγκόσμιο οικονομικό χάρτη και να πραγματοποιεί το ένα μεγάλο deal μετά το άλλο.
Από την αρχή του χρόνου έχουν πραγματοποιηθεί επιχειρηματικές συμφωνίες εξαγορών εταιρειών και παραχωρήσεις δημόσιων περιουσιακών στοιχείων, η αποτίμηση των οποίων ήδη ξεπερνά τα 10 δισ. ευρώ. Πρόκειται για ποσό-ρεκόρ, στη διαμόρφωση του οποίου έχουν συνεισφέρει deals όπως αυτό για την πώληση του 49% του ΔΕΔΔΗΕ στους Αυστραλούς της Macquarie, η εξαγορά της Chipita από τη Mondelez International (1,6 δισ. ευρώ), αυτή της Pharmathen από τη διεθνή επενδυτική εταιρεία Partners Group (1,6 δισ. ευρώ), η παραχώρηση της Εγνατίας Οδού στην κοινοπραξία ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ – Egis (1,5 δισ. ευρώ), η εξαγορά της WIND Ελλάς από τη United Group που ανήκει στην BC Partners (1 δισ. ευρώ), η παραχώρηση της ΔΕΠΑ Υποδομών στην Italgas (733 εκατ. ευρώ) και άλλα πολλά.
Και φυσικά, σε όλα αυτά πρέπει να προστεθούν σημαντικές επενδύσεις που ξεκινούν πολυεθνικοί κολοσσοί, όπως η Microsoft για τη δημιουργία data center region στην Αττική, ένα project ύψους 400 εκατ. ευρώ, η Pfizer, η Eldorado, η Philip Morris, η Accor, ενώ οι αριθμοί ανεβαίνουν κατά πολύ εάν συνυπολογιστούν σημαντικά επενδυτικά πλάνα που υλοποιούν αυτή την περίοδο εγχώριοι ισχυροί παίκτες, όπως οι ΓΕΚ ΤΕΡΝΑ, Mytilineos, Motor Oil κ.ά.Η εντυπωσιακή επίδοση είναι αποτέλεσμα σειράς παραγόντων που συνδυαστικά λειτουργούν ευνοϊκά για τη χώρα στην προσπάθεια ανάταξης της οικονομίας και προσέλκυσης επενδυτικών κεφαλαίων.
Τεράστια ρευστότητα
Οπως εξηγούν αναλυτές, αυτή τη στιγμή παγκοσμίως υπάρχει διαθέσιμη τεράστια ρευστότητα. Είναι χαρακτηριστικό ότι η αγορά των private equities έχει πάνω από 1 τρισ. δολάρια αδιάθετα κεφάλαια τα οποία αναζητούν… αποδέκτη. Σε ένα διεθνές περιβάλλον αρνητικών επιτοκίων που έχουν επιβάλει οι κεντρικές τράπεζες, η μάχη για την εξασφάλιση θετικών αποδόσεων είναι σκληρή. Η Ελλάδα είναι μια αγορά που μπορεί να προσφέρει τέτοιες αποδόσεις, καθώς λόγω της οικονομικής και επενδυτικής καχεξίας των προηγούμενων ετών οι αξίες των εγχώριων assets συγκριτικά με άλλες αγορές, εάν δεν παραμένουν χαμηλότερες, ενθυλακώνουν τις περισσότερες φορές μεγαλύτερες προοπτικές ανάπτυξης.
Το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης αποτελεί τέτοιον επιταχυντή ανάπτυξης. Τα 32 δισ. που διαθέτει το Ταμείο για την Ελλάδα είναι τόσο σημαντικά ώστε αν αξιοποιηθούν ορθά από το κράτος και τις επιχειρήσεις, σε συνδυασμό με τις μεταρρυθμίσεις που προβλέπονται, μπορούν να θέσουν την οικονομία σε τροχιά μόνιμης, δυναμικής και ανθεκτικής ανάπτυξης, προσφέροντας τεράστιες υπεραξίες σε όσους ποντάρουν σε αυτή.
Οι ευρωπαϊκοί πόροι, όμως, είναι η μία πλευρά του νομίσματος. Οι ξένοι αγοράζουν Ελλάδα έχοντας διαπιστώσει την επιστροφή της χώρας στον ρεαλισμό, με μια κυβέρνηση πιο κοντά στην Ευρώπη, η οποία έχει δώσει προτεραιότητα στον εκσυγχρονισμό του κράτους, στη συμμόρφωση στους δημοσιονομικούς κανόνες και την υιοθέτηση business friendly πολιτικών. Περαιτέρω, διαπιστώνουν τη σταθερή βελτίωση των οικονομικών δεικτών, όπως αποτυπώνονται στις αναβαθμίσεις των οίκων αξιολόγησης και τις προοπτικές μιας χώρας που είναι μέλος της Ευρωζώνης, διαθέτει υπερπροσφορά φθηνού και ποιοτικά καταρτισμένου ανθρώπινου δυναμικού, με πολλά υποτιμημένα (λόγω της δεκαετούς κρίσης που βίωσε) περιουσιακά assets και πληθώρα υποδομών προς αξιοποίηση.Δεν υπάρχουν αυτή τη στιγμή πολλές χώρες στην Ευρωζώνη που διαθέτουν προς παραχώρηση σε επενδυτές στρατηγικές υποδομές τέτοιας αξίας (λιμάνια, αυτοκινητόδρομοι, αεροδρόμια κ.ά.) και, σε ορισμένες περιπτώσεις, με «μονοπωλιακά» χαρακτηριστικά, όπως ο ΔΕΔΔΗΕ που έφερε στην Ελλάδα έναν επενδυτή του μεγέθους της Macquarie.
Προοπτικές
Οι προοπτικές καταγράφονται ήδη ευοίωνες. Από τη ΔΕΘ ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης εξήγγειλε την αναθεώρηση του στόχου της ανάπτυξης για την ελληνική οικονομία το 2021, από το 3,6% στο 5,9%. Ωστόσο, η αναθεώρηση αυτή μπορεί να… αναθεωρηθεί εκ νέου, καθώς ήδη εκτιμάται πως είναι εφικτή αύξηση του ΑΕΠ άνω του 7%.
Ολοι οι μεγάλοι οίκοι δίνουν υψηλότερες προβλέψεις μετά την εντυπωσιακή αύξηση του β’ τριμήνου κατά 16,2%. Η Moody’s Analytics προβλέπει ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας κατά 8,2% για το 2021, η UBS μιλά για αύξηση κατά 7,9% για το ελληνικό ΑΕΠ το 2021, η Capital Economics στο 8,5%, ενώ και η Εθνική Τράπεζα προχώρησε σε σημαντική ανοδική αναθεώρηση της εκτίμησής της για ετήσια αύξηση του ΑΕΠ στο 7,5% για το 2021 από προηγούμενη εκτίμηση 5,7%.
Παράλληλα, έχει αναβαθμιστεί και η πιστοληπτική ικανότητα της ελληνικής οικονομίας. Τελευταία, από τη Scope Ratings, η οποία, παρότι δεν ανήκει στους Βig 4 οίκους, δεν κινείται εκτός γραμμής και για τον λόγο αυτό έχει βαρύτητα η πρόσφατη αναβάθμιση της Ελλάδας κατά μία βαθμίδα, στο ΒΒ+, με σταθερές προοπτικές.
«Η ελληνική οικονομία ανακάμπτει από το σοκ του COVID-19 με ταχύτερους ρυθμούς απ’ ό,τι αναμενόταν», ανέφερε προ ημερών η BNP Paribas. Η χώρα δανείζεται με τους ευνοϊκότερους όρους στην Ιστορία της, τα κόκκινα δάνεια μειώνονται, η αγορά ακινήτων έχει αφυπνιστεί (με αθρόες αγορές από ξένους ιδιώτες, πέραν των εταιρειών ανάπτυξης ακινήτων), ο τουρισμός κινήθηκε σημαντικά καλύτερα του αναμενομένου, υπάρχει οργασμός αγοραπωλησιών ξενοδοχείων και τουριστικών επιχειρήσεων, ενώ ο δείκτης του οικονομικού κλίματος άγγιξε πρόσφατα το υψηλότερο σημείο της τελευταίας εικοσαετίας.
Οpen for business
Για να γίνουν όμως όλα αυτά η χώρα φρόντισε έγκαιρα να στείλει μήνυμα στις αγορές ότι «Greece is open for business». Ενας από τους πρωταρχικούς στόχους της κυβέρνησης ήταν να προχωρήσουν οι μεγάλες επενδύσεις και το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων που κατά γενική ομολογία παρέμενε σε μεγάλο βαθμό βαλτωμένο επί διακυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝ.ΕΛ. λόγω ιδεολογικών αγκυλώσεων, απροθυμίας ή απλώς αδυναμίας.
Αυτό συνέβη και όλες οι μελέτες αποτυπώνουν ότι από τα τέλη του 2019 ξεκίνησε στην Ελλάδα ένα επενδυτικό ντεμαράζ που μπορεί να διεκόπη αναγκαστικά και απότομα λόγω κορωvοϊού, όμως από την αρχή του 2021 έχει ανακτήσει ταχύτητα και πλέον προχωρά με φρενήρη ρυθμό, με αποτέλεσμα να καταγράφεται έκρηξη της επενδυτικής δραστηριότητας που δεν αφορά μόνο τις στρατηγικές επενδύσεις, αλλά και τις ιδιωτικές.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, σύμφωνα με την πρόσφατη έρευνα της ΕΥ (Attractiveness Survey Ελλάδα 2021), η χώρα μας κατατάσσεται για πρώτη φορά στην 8η θέση μεταξύ των 10 πιο ελκυστικών προορισμών για ξένες επενδύσεις, πίσω από χώρες όπως το Βέλγιο, η Ολλανδία, η Ισπανία, η Ιταλία, η Γερμανία, η Γαλλία και το Ηνωμένο Βασίλειο. Αυξημένο για δεύτερη συνεχή χρονιά (71% από 62% το 2020 και 50% το 2019) είναι και το ποσοστό όσων εκτιμούν ότι η Ελλάδα, αυτή τη στιγμή, εφαρμόζει μια πολιτική που προσελκύει παγκόσμιους επενδυτές, γεγονός που φανερώνει ότι η βελτίωση της ελκυστικότητας της χώρας αποδίδεται από τους επενδυτές στην άσκηση συγκεκριμένων πρωτοβουλιών και μεταρρυθμίσεων και όχι, όπως πιθανότατα συνέβαινε το 2019, στη χρονική συγκυρία και τη λήξη μιας μακράς περιόδου οικονομικής και πολιτικής βεβαιότητας.
Value investors
Ολα αυτά αποτυπώνονται και στο προφίλ των ξένων επενδυτών που τοποθετούνται στην Ελλάδα. Στο πρόσφατο παρελθόν η πλειονότητα των ξένων επενδυτών στο Χρηματιστήριο αλλά και στο σκέλος των επιχειρηματικών συμφωνιών ήταν συνήθως funds με βραχύ ορίζοντα αποεπένδυσης. Πλέον στην ελληνική αγορά παρελαύνουν γνωστά ονόματα του χρηματοοικονομικού κλάδου με μακροπρόθεσμο ορίζοντα και στόχο την παραγωγή αξίας, μεγάλοι παίκτες από Ευρώπη, Αμερική και, εσχάτως, Αυστραλία.
Τα 2,1 δισ. (σε όρους enterprise value) που έριξε στο τραπέζι ο κολοσσός των ενεργειακών υποδομών Macquarie για να αποκτήσει μειοψηφικό (49%) ποσοστό στον ΔΕΔΔΗΕ αποτελούν τη μεγαλύτερη αποκρατικοποίηση που έχει γίνει ποτέ στη χώρα και παράλληλα την υψηλότερη αποτίμηση για μειοψηφικό πακέτο δικτύου ενέργειας στην Ευρώπη. Το αυστραλιανό fund επικράτησε έναντι πολύ μεγάλων ονομάτων, όπως το CVC Capital, το KKR και η First Sentier, που επίσης είχαν κληθεί να υποβάλουν δεσμευτικές προσφορές.
Με την ελληνική ενεργειακή αγορά να αναδεικνύεται σε επενδυτικό πόλο, εξίσου σημαντική είναι η πρόσφατη εξέλιξη για την πώληση της ΔΕΠΑ Υποδομών στην Italgas, που κατέθεσε προσφορά 733 εκατ. ευρώ. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη εταιρεία διανομής φυσικού αερίου στη γειτονική χώρα και από τις μεγαλύτερες στην Ε.Ε., έχοντας υπό διαχείριση 70.000 χιλιόμετρα δικτύων.
Τα μεγάλα deals του ’21
Αν και ακόμη υπάρχουν πολλά να γίνουν, τα μεγάλα deals που έχουν καταγραφεί από την αρχή της χρονιάς σηματοδοτούν μια εντυπωσιακή μεταστροφή του κλίματος.
■ Ακόμη ηχεί έντονα στην αγορά το μεγάλο «μπαμ» των 1,6 δισ. ευρώ που συμφώνησε να καταβάλει ο πολυεθνικός κολοσσός Mondelez International για την εξαγορά της Chipita. Ενα deal που ενίσχυσε αισθητά το αφήγημα μιας σταθερής Ελλάδας, ώριμης να υποδεχτεί σοβαρές ξένες επενδύσεις, καθώς πρόκειται για τη μεγαλύτερη επιχειρηματική συμφωνία εξαγοράς στην ελληνική αγορά τροφίμων -αλλά και συνολικά- τα τελευταία χρόνια.
Ενας παγκόσμιος παίκτης όπως η Mondelez, όπως μετονομάστηκε ο κλάδος των σνακ της Kraft Foods το 2012, μία από τις κορυφαίες εταιρείες στον κόσμο με καθαρά έσοδα της τάξης των 27 δισ. δολαρίων για το 2020, δίνει ψήφο εμπιστοσύνης σε έναν όμιλο με ελληνικό DNA και παρουσία -άμεσα και μέσω στρατηγικών συνεργασιών- σε 56 αγορές. Η Mondelez International, εισηγμένη στον NΑSDAQ, με την κίνηση αυτή πλέον αποκτά διευρυμένη παρουσία στην Ελλάδα και αναμένει να επιτύχει εκτενείς συνέργειες με την επένδυσή της στην Chipita. Ο αμερικανικός όμιλος επεκτείνει το προϊοντικό του χαρτοφυλάκιο μέσω της Chipita και ενισχύει την ηγετική του θέση στον χώρο των σνακ, τονώνοντας παράλληλα τους δεσμούς του με την Ελλάδα και έχοντας αποκτήσει εδώ και χρόνια την Παυλίδης (Lacta, Merenda, σοκολάτες Παυλίδη κ.λπ.).
■ Το CVC Capital Partners έχει εξελιχθεί τα τελευταία δύο χρόνια σε έναν από τους μεγαλύτερους ξένους επενδυτές που δραστηριοποιούνται στην ελληνική αγορά, με τοποθετήσεις άνω του 1,5 δισ. ευρώ, αλλά και έναν από τους μεγαλύτερους εργοδότες, καθώς οι εργαζόμενοι στις εταιρείες όπου έχει τοποθετηθεί ξεπερνούν τους 11.000. Πρόκειται για ένα από τα μεγαλύτερα funds στον κόσμο που διαχειρίζεται κεφάλαια ύψους 80 δισ. δολαρίων και έχει στρατηγικά τοποθετηθεί στους κλάδους της υγείας, των ασφαλειών, των τροφίμων, του ηλεκτρονικού εμπορίου και του τουρισμού. Tην τελευταία τριετία έχει αποκτήσει το νοσοκομείο «Υγεία», το «ΙΑΣΩ General» και το «Metropolitan», κινήσεις που καθιστούν το αμερικανικό επενδυτικό κεφάλαιο έναν από τους ισχυρότερους παράγοντες στον τομέα της ιδιωτικής υγείας στη χώρα μας.
Φέτος ξεχώρισε το deal ύψους 650 εκατ. ευρώ για την απόκτηση του 100% της Vivartia Holdings, αλλά και η εξαγορά του 90% της Εθνικής Ασφαλιστικής αντί τιμήματος 346 εκατ. ευρώ, με το ονομαστικό τίμημα για την αγορά του 100% των μετοχών της Εθνικής Ασφαλιστικής να ανέρχεται μέχρι το ποσό των 505 εκατ. ευρώ.
Ιδιαίτερα στην περίπτωση της Vivartia, το CVC απέκτησε τον μεγαλύτερο όμιλο τροφίμων και εστίασης στη χώρα, ελέγχοντας πλέον τις ΔΕΛΤΑ, Goody’s, Everest, Μπάρμπα Στάθης, Ελληνική Ζύμη, Flocafe κ.ά. Το ενδιαφέρον του CVC για τον κλάδο παραμένει έντονο, όπως αποδείχθηκε στη συνέχεια με την προ ολίγων μηνών εξαγορά πλειοψηφικού ποσοστού της γαλακτοβιομηχανίας Δωδώνη, με τίμημα που δεν ανακοινώθηκε μεν, αλλά στην αγορά έγινε λόγος για αποτίμηση του 100% της εταιρείας στα 135 εκατ. ευρώ.
Σημειωτέον ότι η Δωδώνη γλίτωσε το λουκέτο, καθώς πωλήθηκε το 2012 από την -ευρισκόμενη σε εκκαθάριση τότε- Αγροτική Τράπεζα σε ιδιωτικά κεφάλαια, και συγκεκριμένα στην SI Foods Ltd, έναν επιχειρηματικό επενδυτικό όμιλο στον οποίο μετέχει και η Lime Capital Partners Ltd. Η επένδυση που πραγματοποίησε ο νέος ιδιοκτήτης απέδωσε προσελκύοντας το ενδιαφέρον της ομάδας του CVC με επικεφαλής τον κ. Αλεξ Φωτακίδη. Η CVC, παράλληλα, έχει αποκτήσει σημαντικό μειοψηφικό μερίδιο στη Skroutz, καθώς και την πλατφόρμα ταξιδιών e-travel, ενώ εξαγόρασε από την τουρκική D-Marin, του ομίλου Dogus, τις μαρίνες Ζέας, Λευκάδας και Γουβιών στην Κέρκυρα.
Σήμερα η CVC Capital Partners είναι ένας από τους ισχυρτερους επενδυτικούς οργανισμούς στον κόσμο, με υπό διαχείριση χαρτοφυλάκιο επενδύσεων που ξεπερνά τα 160 δισ. δολάρια. Διαχειρίζεται κεφάλαια 300 και πλέον ισχυρών παγκόσμιων επενδυτών, ενώ φέτος προκάλεσε αίσθηση με την απόφασή της να επενδύσει 2,7 δισ. ευρώ στο ισπανικό πρωτάθλημα ποδοσφαίρου, τη La Liga.
H Pharmathen
■ Η πώληση της φαρμακοβιομηχανίας Pharmathen στην ελβετική Partners Group με αποτίμηση 1,6 δισ. ευρώ προκάλεσε αίσθηση, μεταξύ άλλων, για τον λόγο ότι η Pharmathen είχε εξαγοραστεί από την BC Partners (BCP) το 2015 αντί 475 εκατ. ευρώ. Ο κ. Νίκος Σταθόπουλος, Managing Director της BCP, μιλώντας πρόσφατα στο newmoney.gr για την πώληση και την υψηλή αποτίμηση που επιτεύχθηκε, ανέφερε ότι ο βασικός λόγος ήταν η απόφαση της BCP να επενδύσει στο εξαιρετικό Τμήμα Ερευνας και Ανάπτυξης (R&D) της εταιρείας κεφάλαια 250 εκατ. ευρώ, ποσό ιδιαίτερα υψηλό όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και διεθνώς. Το βρετανικό fund που δεν πήρε ούτε ευρώ μέρισμα από τη Pharmathen αποφάσισε να τα επανεπενδύσει στο R&D και την ανάπτυξη της ελληνικής εταιρείας, με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί υπεραξία άνω του 1 δισ. ευρώ.
Ενδεικτικό του σημαντικού ενδιαφέροντος που τα τελευταία δύο χρόνια έχει εκδηλωθεί για τα ελληνικά assets από ξένα επενδυτικά κεφάλαια είναι ότι για τη Pharmathen προσφορές κατατέθηκαν από πολύ μεγάλα και γνωστά private equity funds, του μεγέθους των Blackstone, Bain Capital, Carlyle κ.ά. Ο νέος ιδιοκτήτης, η Partners Group, με έδρα στο ελβετικό καντόνι Τσουγκ, διαχειρίζεται σήμερα συνολικά κεφάλαια άνω των 120 δισ. δολαρίων, εκ των οποίων περίπου τα 60 δισ. αφορούν τον κλάδο του private equity. Το τελευταίο χρονικό διάστημα έχει υλοποιήσει σημαντικές επενδύσεις στον κλάδο υγείας, ύψους 5 δισ. δολαρίων, με εξαγορές εταιρειών όπως οι PCI Pharma Services, EyeCare Partners, Confluent Health και Wedgewood Pharmacy στις ΗΠΑ.
H εξαγορά της WΙΝD
■ H εξαγορά της WΙΝD Hellas από την BC Partners, αντί τιμήματος που πλησίασε το 1 δισ. ευρώ, σηματοδότησε το δεύτερο μεγάλο deal που υλοποίησε το γνωστό fund στην Ελλάδα. Με την προσθήκη της Nova, που εξαγοράστηκε πέρυσι και υπό την ομπρέλα της United Group που ελέγχεται από την BCP, δημιουργείται ένας νέος τηλεπικοινωνιακός πόλος, με ισχυρή βάση τους 924.000 πελάτες κινητής με συμβόλαιο και τους 630.000 πελάτες σταθερής της WIND μαζί με τους 463.000 πελάτες της τηλεοπτικής συνδρομητικής πλατφόρμας της Nοva και τους 550.000 συνδρομητές σταθερής της εταιρείας. Με όπλο την προσφορά ολοκληρωμένων πακέτων σταθερής και κινητής τηλεφωνίας, Iντερνετ και τηλεόρασης, το νέο σχήμα θα στοχεύσει σε σημαντική αύξηση της συνδρομητικής του βάσης, υλοποιώντας νέες επενδύσεις στην εγχώρια τηλεπικοινωνιακή αγορά.
Σημειώνεται ότι το BC Partners, από τα παλαιότερα και μεγαλύτερα ιδιωτικά επενδυτικά κεφάλαια παγκοσμίως, τα τελευταία 15 χρόνια έχει επενδύσει στην Ελλάδα πάνω από 4 δισ. ευρώ και, όπως είναι σε θέση να γνωρίζει το «ΘΕΜΑ», έπεται συνέχεια. Προ ολίγων ετών, εξάλλου, ο κ. Σταθόπουλος είχε δουλέψει για την εξαγορά μιας από τις μεγαλύτερες εταιρείες του ενεργειακού κλάδου στην Ελλάδα, deal το οποίο, όπως ο ίδιος έχει πει, για συγκυριακούς λόγους δεν ολοκληρώθηκε. Ωστόσο η BCP παρακολουθεί στενά τον τομέα της ενέργειας όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά παγκοσμίως.
■ Παρέλαση επενδυτών σημειώνεται και στον τουρισμό, που αποτελεί προνομιακό πεδίο τοποθετήσεων ισχυρών κεφαλαίων στη χώρα. Η αμερικανική επενδυτική εταιρεία Hines απέκτησε τον περασμένο Ιούλιο το ξενοδοχειακό συγκρότημα «Out of the Blue Capsis Elite Resort» στην Αγία Πελαγία της Κρήτης αντί 125 εκατ. ευρώ, πραγματοποιώντας ένα ακόμη deal στην Ελλάδα. Με επικεφαλής τον κ. Πολ Γομόπουλο, Senior Managing Director της Hines και επικεφαλής της εταιρείας στην Ελλάδα, έχει προχωρήσει -από κοινού με τη Henderson Park- στην εξαγορά του χαρτοφυλακίου των πέντε ξενοδοχείων των οικογενειών Μαμιδάκη και Κεφαλογιάννη στην Κρήτη αντί 61 εκατ. ευρώ. Παράλληλα, δρομολογεί ένα mega οικιστικό project 400 κατοικιών ξανά με τη Henderson Park στη Βούλα, ενώ έχει επίσης αποκτήσει το πρώην «Athens Ledra», νυν «Grand Hyatt» της Συγγρού, και το παρακείμενο κτίριο όπου λειτουργούσε το «Odeon Star City».
Τον περασμένο Ιούλιο, επίσης, η Hotel Investment Partners, ο μεγαλύτερος ιδιοκτήτης ξενοδοχειακών μονάδων στη Νότια Ευρώπη, που ανήκει σε επενδυτικά κεφάλαια της Blackstone, υπέγραψε συμφωνία για την εξαγορά της ξενοδοχειακής μονάδας «Elounda Blu» από τη Ledra Hotels & Villas.
Φυσικά, είχαν προηγηθεί μεγάλα deals στον κλάδο της τεχνολογίας και των τηλεπικοινωνιών, όπως η εξαγορά της Lamda Helix από την Digital Realty, η συμφωνία για τον παθητικό εξοπλισμό των σταθμών βάσης κινητής τηλεφωνίας των Vodafone Ελλάδος και Wind Ελλάς στη Vantage Towers, θυγατρική του Vodafone Group, η εξαγορά της ελληνικών συμφερόντων Instashop από τη γερμανική Delivery Hero (έχει εξαγοράσει και το efood), αντί 330 εκατ. ευρώ, της Cardlink (Quest) στη Worldline, αντί 93 εκατ. ευρώ, αλλά και στα τρόφιμα όπως η εξαγορά της Arivia από την Upfield Holdings. Στον δε ασφαλιστικό κλάδο, το deal για την Εθνική Ασφαλιστική, αν και το μεγαλύτερο, δεν είναι το μοναδικό του 2021. Προηγήθηκαν οι εξαγορές των δραστηριοτήτων της MetLife στην Ελλάδα και την Πολωνία από τον όμιλο NN Group, καθώς και της ελληνικής θυγατρικής του ομίλου ΑΧΑ Ασφαλιστική από την ιταλική Generali.
Το deal του ΔΕΔΔΗΕ με τον μεγαλύτερο επενδυτικό όμιλο στις υποδομές παγκοσμίως
Ο μεγαλύτερος επενδυτικός όμιλος στον τομέα των υποδομών παγκοσμίως είναι ο νέος μέτοχος μειοψηφίας του Διαχειριστή Ελληνικού Δικτύου Διανομής Ηλεκτρικής Ενέργειας (ΔΕΔΔΗΕ), με μια εντυπωσιακή προσφορά ύψους (enterprise value) 2,1 δισ. ευρώ ή σχεδόν 10 φορές την επιχειρηματική αξία των λειτουργικών κερδών της εταιρείας.
Η Macquarie είναι μία από τις 10 μεγαλύτερες εταιρείες της Αυστραλίας, εισηγμένη στο Χρηματιστήριο του Σίδνεϊ με κεφαλαιοποίηση 40 δισ. ευρώ. Ιδρύθηκε το 1969, απασχολεί πάνω από 16.000 υπαλλήλους σε 32 χώρες και διαθέτει υπό διαχείριση κεφάλαια περίπου 400 δισ., τοποθετημένα στην ενέργεια, στις ΑΠΕ, στο real estate, στις τράπεζες, στις τηλεπικοινωνίες κ.α. Υπολογίζεται ότι καθημερινά χρησιμοποιούν τις υποδομές της περίπου 100 εκατομμύρια άνθρωποι.
Μεταξύ αυτών, 12 εκατομμύρια επιβάτες πετούν μέσω των αεροδρομίων που διαχειρίζεται, 34 εκατομμύρια επιβάτες χρησιμοποιούν τις σιδηροδρομικές της υπηρεσίες, 14 εκατομμύρια νοικοκυριά το ηλεκτρικό ρεύμα και το φυσικό αέριο και 115 εκατομμύρια άνθρωποι τις υποδομές τηλεπικοινωνιών.
Η Macquarie εμφανίστηκε πρώτη φορά στη χώρα μας προ ετών ως ιδιοκτήτρια της έκτασης στην Ακαδημία Πλάτωνος (πρώην ακίνητο Μουζάκη) που προοριζόταν για εμπορικές δραστηριότητες και αργότερα πουλήθηκε στην αμερικανική BlackRock και μεταγενέστερα στη Hines. Συμμετείχε και στην ιδιωτικοποίηση της Εγνατίας, χωρίς όμως να υποβάλει δεσμευτική προσφορά, είχε διεκδικήσει τη ΔΕΠΑ Υποδομών και εκδήλωσε ενδιαφέρον στη διαγωνιστική διαδικασία για τον Διεθνή Αερολιμένα Αθηνών.
ΠΗΓΗ: pressgreece.gr