Στην Κρήτη, στο νησί των Γενναίων έμελλε να γραφτούν οι τελευταίες χρυσές σελίδες στο βιβλίο της ιστορίας μας για την πρώτη φάση του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, σ΄ ένα κεφάλαιο που ξεκίνησε να γράφεται το πρωινό της 28ης Οκτωβρίου 1940 με την απρόκλητη επίθεση των Ιταλικών στρατιωτικών δυνάμεων εναντίον της Ελλάδας στην ελληνοαλβανικό μεθόριο και συνεχίστηκε με την εισβολή των Γερμανών από τα Οχυρά της Γραμμής Μεταξά τον Απρίλιο του 1941. Την επομένη της Μάχης της Κρήτης , ξεκίνησε το κεφάλαιο της Κατοχής και της Αντίστασης…
Τα σχέδια των Γερμανών
Δέκα έξι ημέρες μετά την έναρξη του Ελληνοϊταλικού πολέμου ( στις 12 Νοεμβρίου 1940) ο Χίτλερ σε οδηγίες επιχειρήσεων εκδηλώνει τις προθέσεις του για την κατάληψη της Ελλάδας, για να καταστή δυνατή ή χρησιμοποίησις των Γερμανικών εναέριων δυνάμεων εναντίον στόχων στην Ανατολική Μεσόγειο και για να διασφάλιση το νότιο πλευρό κατά τις μελλοντικές στη Ρωσία επιχειρήσεις του.
Στις 13 Δεκεμβρίου 1940, εκδίδεται ή ύπ’ άριθ. 20ή διαταγή γενικών κατευθύνσεων, διά της όποιας καθορίζετε ή αποστολή της αεροπορίας καθ’ όλες τις φάσεις της επιθέσεως κατά της Ελλάδος και, έφ’ όσον καθίστατε δυνατόν, έπρεπε να καταληφθούν Βρετανικά στηρίγματα επί των Ελληνικών νήσων για απόβαση από αέρος.
Κατά την εξέλιξη της Γερμανικής Επιθέσεως εναντίον τής Ελλάδος και εν όψει των ανωτέρω προθέσεων του Χίτλερ, ο Πτέραρχος Λώρ (Loehr), Διοικητής του 4ου Γερμανικού Αεροπορικού Στόλου, στον όποιον είχαν ανατεθεί οι αεροπορικές επιχειρήσεις στην Ν.Α. Ευρώπη, υπέβαλε στον Στρατάρχη Γκαίριγκ (την 15ην Απριλίου 1941) σχέδιο περί καταλήψεως της Κρήτης, το όποιο είχε εκπονηθεί από τον Αντιπτέραρχο Στούντεντ (Student) Διοικητού του XI Αεροπορικού Σώματος.
Την ίδια ημέρα, ή Ανωτάτη Διοίκησις του Στρατού υπέβαλε σχέδιο περί καταλήψεως τής Μάλτας. Την 20ή Απριλίου 1941 ο Χίτλερ, επειδή οι διατιθέμενες δυνάμεις δεν επαρκούσαν για την εφαρμογή και των δύο σχεδίων (κατάληψις Μάλτας και Κρήτης), σε σύσκεψη στην οποία συμμετείχε και ο Στούντεντ, απεφάσισε να προηγηθεί η επιχείρηση προς την κατάληψη της Κρήτης.
Ο Βασιλιάς και η κυβέρνηση στην Κρήτη
Όταν πλέον δεν υπήρχε καμιά ελπίδα να συνεχισθεί ο τακτικός ένοπλος αγώνας στην Ηπειρωτική Ελλάδα, τότε ο Βασιλεύς των Ελλήνων Γεώργιος Β’ και ή κυβέρνηση Τσουδερού αποφάσισαν την συνέχισή του, όπου ήταν δυνατόν να διεξαχθεί αυτός, σύμφωνα προς την γενική γραμμή τής Εθνικής και εντίμου πολιτικής, την οποία η Ελλάδα ακολούθησε έναντι των φίλων και συμμάχων της και έναντι του εαυτού της. Γι’ αυτό, ο Βασιλεύς με τον πρίγκιπα Πέτρο, ο Πρωθυπουργός ‘Εμμ. Τσουδερός και μερικά μέλη της Κυβέρνησης, επιβαίνοντες σε Βρετανικό υδροπλάνο, αφίχθησαν την 23η Απριλίου στην Κρήτη.
Η προσθαλάσσωση του υδροπλάνου έγινε στον κόλπο της Σούδας, ο όποιος μόλις προ ολίγου τον είχαν βομβαρδίσει. Την Ιδίαν ημέρα με διάγγελμα προς τον Ελληνικό Λαό και προς τον κόσμο ολόκληρο, ο Βασιλεύς «δήλωνε την απόφαση του έθνους, όπως συνέχιση τον αγώνα μέχρι τής τελικής νίκης». Μετά τον Βασιλιά άφίχθη στην Κρήτη και ο στην Ελλάδα πρεσβευτής τής Μ. Βρετανίας.
Ο Βασιλεύς και ή Κυβέρνηση από τις πρώτες ώρες της άφίξεώς των άρχισαν την προσπάθεια για να επιτύχουν τον εξοπλισμό των κατοίκων και του στην Κρήτη Ελληνικού Στρατού, καθώς και την ισχυροποίηση των στην Κρήτη Βρετανικών δυνάμεων, και μάλιστα στην αεροπορία. Προέβησαν προς τούτο σε έντονες ενέργειες, τόσον προς τις εν Κρήτη Βρετανικές Στρατιωτικές Αρχές, όσον και προς την Βρετανική Κυβέρνηση μέσω του εν Κρήτη Βρετανού πρεσβευτού.
Η κατάσταση στην Κρήτη
Με την είσοδο στον πόλεμον τής “Ελλάδος, οι Βρετανοί αναλαμβάνουν την ευθύνη ασφαλείας της Κρήτης μετά από συμφωνία με την Ελληνική Κυβέρνηση και η εδρεύουσα στην Κρήτη Μεραρχία μεταφέρεται στην Ήπειρο, για τις ανάγκες του υπ’ όψιν μετώπου. Oι Βρετανοί αρχικώς προέβησαν στην οργάνωση βάσης καυσίμων στον κόλπο της Σούδας και απέστειλαν διαδοχικά για την ασφάλεια του νησιού ελάχιστες δυνάμεις, δεδομένης της κυριαρχίας του Βρετανικού στόλου στην Μεσόγειο.
Κατ’ αυτόν τον τρόπο αφίχθησαν διαδοχικά μέχρι τέλους Μαρτίου 1941, το Επιτελείο τής 14ης Βρετανικής Ταξιαρχίας, το 2ον τάγμα της Υόρκης και Λάγκαστερ, το 2ον τάγμα τής Μαύρης Φρουράς, το 1ον τάγμα των Ουαλλών, μία Μονάδα Καταδρομών μικράς δυνάμεως για την διενέργειαν εγχειρημάτων, κατά της Δωδεκανήσου. Η 14η Β.Τ. είχε ως αποστολή να προάσπιση την ναυτική βάση ανεφοδιασμού στον κόλπον της Σούδας και σε συνεργασία μετά των Ελληνικών δυνάμεων να εμποδίσει και να απόκρουση κάθε απόπειρα εισβολής του εχθρού στο νησί.
Από της 1ης Μαρτίου 1941 ή κατά τής Ελλάδος Γερμανική Επίθεση αναμένετο από ημέρα σε ημέρα, μετά την είσοδο στη Βουλγαρία των εις Ρουμανία σταθμευόντων Γερμανικών στρατευμάτων. Ταυτοχρόνως, τα Βουλγαρικά αεροδρόμια καταλαμβάνονταν από τις Γερμανικές Αεροπορικές Μονάδες. Ή νέα αυτή απειλή οδήγησε το Βρετανικό Στρατηγείο στην απόφαση, ότι ή Κρήτη έπρεπε να παύση να θεωρείται ως μία απλή βάση εφοδιασμού ες καύσιμα και ότι έπρεπε να οργανωθεί ως μία βάση Ναυτική και Αεροπορική, η δε σχετική απόφαση ελήφθη την 1ην Απριλίου του 1941.
Την 29η Μαρτίου απεστάλη στο νησί ο Διοικητής τής MNBDO (MOBIL NAVAL BASE DEFENSE ORGANISATION – Οργανισμός Κινητής Αμύνης Ναυτικών Βάσεων) Υποστράτηγος Ουέστον, με εντολή να μελετήσει το όλο θέμα της άμυνας του νησιού. Την 15ην Απριλίου 1941 υπέβαλε έκθεση κατά την οποία ή Σούδα και το Ηράκλειο εθεωρούντο περιοχές ζωτικής σημασίας και προτείνει την σοβαρά ενίσχυση σε δυνάμεις και μέσα. Προς τις προτάσεις του ανωτέρω υποστρατήγου συμφώνησε το Γενικό Στρατηγεΐο Μέσης Ανατολής.
Ενώ από τις 25 έως τις 30 Απριλίου βρισκόταν σε εξέλιξη η αποχώρηση των βρετανικών στρατευμάτων από την Ηπειρωτική Ελλάδα (αφορούσε στο σύνολο 45.000 περίπου άνδρες προς Κρήτη και Αίγυπτο, εκ των οποίων 25.000 παρέμειναν τελικά στην Κρήτη, πολλοί άοπλοι, άνευ ατομικών ειδών και άνευ βαρέος οπλισμού και οχημάτων), διατάχθηκε ο Διοικητής του Εκστρατευτικού Σώματος στην Ελλάδα Στρατηγός Ουίλσον (την 28ην Απριλίου 1941), να μελετήσει και να αναφέρει τις απαιτούμενες προς τούτο κατάλληλες δυνάμεις εκ των στο νησί ευρισκόμενες.
Οι υπόλοιπες θα μεταφέρονταν στην Αίγυπτο, όπου υπήρχε μεγίστη ανάγκη στρατευμάτων. Κατόπιν γενομένης σύσκεψης, ο Στρατηγός Ουΐλσον ανέφερε, ότι θεωρεί δυνατή βίαια απόβαση των Γερμανών από αέρος και θαλάσσης υπό την κάλυψη της αεροπορίας των, οπότε η επέμβαση του Βρετανικού στόλου θα ήταν δύσκολη, δεδομένου ότι η Γερμανική αεροπορική υποστήριξη μιας τέτοιας επιχείρησης θα ήταν τεράστια σε σύγκριση με τις δυνατότητες της Βρετανικής Αεροπορίας.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες το να διατηρήσουν δυνάμεις στο νησί ήταν μία δυσχερής αποστολή, εκτός εάν ήταν δυνατή ή διατήρησις στο νησί μιας επαρκούς δυνάμεως Στρατού ξηράς, Αεροπορίας και Στόλου. Ως ελάχιστες δυνάμεις πρότεινε τρεις ταξιαρχίας των τεσσάρων ταγμάτων, ένα μηχανοκίνητο τάγμα και επί πλέον τις δυνάμεις της MNBDO για τον κόλπο της Σούδας.
Επίσης ούτε οι προπαρασκευές αμύνης κατά σοβαρής εκτάσεως εχθρικής προσβολής είχαν αρχίσει ακόμη μέχρι τέλους Απριλίου, καίτοι από εξαμήνου ή Κρήτη τελούσε υπό Βρετανική ευθύνη. Ή Κρήτη, παρά τις περί του αντιθέτου απόψεις του Βρετανού Πρωθυπουργού, ο όποιος φιλοδοξούσε να δει την Κρήτη οργανωμένη σε ένα δεύτερον Σκάπα Φλόου (εκ των σπουδαιότερων βάσεων του Βρετανικού στόλου στον Ατλαντικό στις Όρκάδας νήσους).
Ελληνικές δυνάμεις ενισχύουν την άμυνα του νησιού
Την V Μεραρχία η οποία μεταφέρθηκε στην Ηπειρωτική Ελλάδα, αντικατέστησε η από αυτήν συγκροτηθείσα Στρατιωτική Διοίκησις Χανίων, έχουσα υπό τις διαταγές της τα έμπεδα Χανίων, Ρεθύμνου και Ηρακλείου. Υπό των Έμπεδων οργανώθηκαν συνολικά τρία τάγματα πεζικού, των δύο λόχων το καθένα και διμοιρίες πολυβόλων Σαίντ Έτιέν. Με την δύναμη αυτή και με των εις το νησί Βρετανικών δυνάμεων, φρουρείτο ή νήσος με την κάλυψη του Βρετανικού στόλου της Μεσογείου. Κατά τον μήνα Ιανουάριο 1941 τα τρία τάγματα μεταφέρθηκαν στην Ηπειρωτική Ελλάδα.
Έτσι παρέμειναν στο νησί οι πυρήνες των Έμπεδων, με δύναμη κυρίως εκ διερχομένων οπλιτών και με οπλισμό 1000 τυφεκίων Γκρά, μιας δωδεκάδας πολυβόλων Σαίντ-‘Ετιέν και 40 περίπου οπλοπολυβόλων ύποδ. 1915. Προς ενίσχυση της άμυνας του νησιού αποφασίσθηκε από το Γενικό Στρατηγείο κατά τον μήνα Δεκέμβριο 1940, η οργάνωση Μονάδων Πολιτοφυλακής, αποστολή των οποίων θα ήταν ή ασφάλεια τεχνικών έργων και ευπαθών εν γένει σημείων από ενδεχομένη δράση αλεξιπτωτιστών ή αμφίβιων ενεργειών, η δε δύναμή τους θα ανέρχεται σε 3.000 περίπου άνδρες.
Κατά τον μήνα Φεβρουάριο 1941 η δύναμη της πολιτοφυλακής ελαττώθηκε σε 1500 περίπου και οργανώθηκαν τελικά τέσσερα τάγματα, ένα για κάθε Νομό. Οι Βρετανοί είχαν υποσχεθεί τον εξοπλισμό της πολιτοφυλακής, πλην όμως μέχρι της Γερμανικής αεραποβατικής ενέργειας δεν πραγματοποιήθηκε. Κατά τον μήνα Μάρτιο του 1941, προς ενίσχυση των εν Κρήτη δυνάμεων, μεταφέρθηκε σ’ αυτήν ή Σχολή οπλιτών χωροφυλακής, συνολικής δύναμης 15 Αξιωματικών και 900 περίπου οπλιτών, η οποία εγκαταστάθηκε στο Ρέθυμνο.
Επίσης, η πρόβλεψη της συνέχισης του πολέμου εκτός της Ηπειρωτικής Ελλάδας και για να (οι κληθέντες προς εκπαίδευση νεοσύλλεκτοι κλάσεων 1940 και 1941) εκπαιδευθούν απερίσπαστοι κατά το δυνατόν εκ των πολεμικών γεγονότων, οδήγησε την Ελληνική στρατιωτική Ηγεσία στην απόφαση να μεταφέρει στην Κρήτη το 2ο δεκαπενθήμερο του Απριλίου 1941 οκτώ τάγματα από τα κέντρα εκπαιδεύσεως Πελοποννήσου. Οι εν λόγω νεοσύλλεκτοι είχαν μια ολιγοήμερη και υποτυπώδη εκπαίδευση.
Η Στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων μετακινήθηκε με βενζινόπλοια, αφίχθηκε στο Κολυμπάρι Χανίων την 29η Απριλίου 1941, μετά από αυθόρμητη ενεργεία ορισμένων αξιωματικών και μαθητών της Σχολής.
Ο στρατηγικός ρόλος του νησιού
Η Κρήτη, βρίσκεται στο μέσον της Ανατολικής λεκάνης της Μεσογείου, αποτελεί φυσικό τμήμα της προστατευτικής γραμμής Γιβραλτάρ – Μάλτα – Κύπρος – Συρία. Από την Κρήτη και μόνον ήταν δυνατόν να εκτελούνται κατά την διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου οι από της διώρυγας του Σουέζ προς την Μ. Βρετανία μεταφορές, από τις πηγές ανεφοδιασμού της Αυστραλίας και Ινδίας, ως και από την Μεγάλη Βρετανία προς την Μ. Ανατολή για τις ανάγκες των εκεί διεξαγόμενων επιχειρήσεων.
Ευνόητη είναι η μεγάλη σημασία την οποία είχε για τους Βρετανούς, η παρ’ αυτών κατοχή του νησιού ή τουλάχιστον η παραμονή του νησιού σε φίλια χέρια. Κατεχόμενη λοιπόν, από τις συμμαχικές δυνάμεις, η Κρήτη παρείχε τα παρακάτω πλεονεκτήματα:
(1) Παρενέβαλε μεγάλες δυσχέρειες στην εχθρική αεροπορία για την διενέργεια προσβολών κατά των στην Βόρεια Αφρική Βρετανικών βάσεων, των εχθρικών αεροπορικών δυνάμεων που ήταν υποχρεωμένοι να εξορμούν από απομακρυσμένα αεροδρόμια.
(2) Μπορούσε να χρησιμοποιηθεί από τους συμμάχους ως προκεχωρημένη αεροναυτική βάση, η οποία θα αποτελούσε σοβαρή απειλή κατά των Ρουμανικών πηγών πετρελαίου και των υπολοίπων στην Ν.Α. Ευρώπη στόχων και περισσότερο των αμφιβίων επιχειρήσεων προς τις ακτές και τα νησιά του Αιγαίου και της Δωδεκανήσου, η οποία Κρήτη θα έλεγχε την θαλάσσια και εναέρια επικοινωνία με την υπόλοιπη Ευρώπη. Το νησί μειονεκτούσε στο ότι οι ζωτικοί χώροι του βρίσκονται επί της βόρειας ακτής, εύκολοι σε αιφνιδιαστική από αέρος προσβολή.
(3) Επιπλέον η Κρήτη ήταν πολύτιμο εθνικό έδαφος, η δε διατήρηση αυτής ελεύθερης, είχε τεράστια εθνική, ηθική και πολιτική σημασία για την Ελλάδα, γιατί στην εξεταζόμενη χρονική περίοδο ήταν το μόνον ελεύθερο τμήμα της Ελληνικής επικρατείας που διαθέτει Ελληνική και Βρετανική πολεμική Ισχύ και ήταν ακόμη η έννοια και η ουσία του Ελευθέρου Ελληνικού Κράτους, με την παρουσία του Βασιλέως, της Κυβέρνησης, καθώς και των εθνικών ένοπλων δυνάμεων.
Αντιθέτως, καταλαμβανόμενη η Κρήτη από τις δυνάμεις του Άξονα, παρείχε στις δυνάμεις αυτού τα εξής στρατηγικά πλεονεκτήματα:
(1) Επέτρεπε την άμεση αεροπορική απειλή των δια της Μεσογείου διενεργουμένων μεταφορών των αντιπάλων του και εναντίον τού Βρετανικού Στόλου, τον όποιον θα μπορούσε να απωθήσει προς τα παράλια της Βορείου Αφρικής και να διευκολύνει κατόπιν τούτου την δράση του Ιταλικού Στόλου στην Μεσόγειο.
(2) Αποτελούσε βάση εξορμήσεως προς τον χώρο της Μέσης Ανατολής και γενικότερα της Βορείου Αφρικής.
(3) Καθιστά, την Τουρκία να παραμείνει ουδέτερη ή φίλη του Άξονα, και τό Αιγαίο μια φιλογερμανική και φιλοαξονική λίμνη επικοινωνίας χωρίς καμία ναυτική ενόχληση με τα λιμάνια του Ευξείνου, όπως και της Αδριατικής διάμεσου του Ισθμού της Κορίνθου.
Η Εδαφική Διαμόρφωση – Εγκαταστάσεις
Από απόψεως μορφολογίας του εδάφους, η Κρήτη κατά το μεγαλύτερο τμήμα της είναι ορεινή, διασχισμένη καθ’ όλην την έκταση τής από Δυτικά προς Ανατολικά από ψηλά και απόκρημνα βουνά. Στο Βόρειο διαμέρισμα, λόγω των ομαλών κλίσεων των προς την θάλασσα κατερχομένων αντερεισμάτων, δημιουργούνται πολύ ευρείες κοιλάδες, ομαλοί αιγιαλοί με αμμώδεις ακτές και φυσικοί λιμένες, όπως η κοιλάδα Αλικυανού – Αγυϊάς, οι αιγιαλοί Καοτελλίου, Γεωργιουπόλεως, Χανίων, Ρεθύμνου, Ηρακλείου, πολύ κατάλληλοι για αποβάσεις από θαλάσσης ή αέρος και ο λιμένας της Σούδας.
Αντιθέτως στο Νότιο διαμέρισμα, λόγω των απότομων κλίσεων των οροσειρών μέχρι τη θάλασσα, δεν υπάρχουν φυσικοί λιμένες, εκτός μικρών όρμων, όπως της Χώρας Σφακιών. Από απόψεως συγκοινωνιών, η μόνη κυρία οδική αρτηρία έβαινε κατά μήκος τής Βόρειας ακτής, σκυρόστρωτος κατ’ εκείνη την εποχή, και συνέδεε το Καστέλλι με το Μάλεμε, τα Χανιά, το Ρέθυμνο, το Ηράκλειο, τον Άγιο Νικόλαο και την Σητεία και προς Νότο την Ιεράπετρα. Ακόμη χειρότερα ήταν η κατάσταση των κατευθυνόμενων οδών από Βορρά προς Νότο.
Από το Μάλεμε προς Παλαιοχώρα και από το Ηράκλειο προς το Τυμπάκι αμαξιτοί οδοί απλής κυκλοφορίας κατευθύνονταν προς τις Νότιες ακτές, ενώ 5 χιλ. ανατολικά της Σούδας και από το Ρέθυμνο, παρόμοιοι οδοί έφθαναν περί τα δύο χιλιόμετρα άνωθεν των όρμων Χώρας Σφακιών και της Πλάκας, αντιστοίχως. Το Ηράκλειο είχε εκσυγχρονισμένες λιμενικές εγκαταστάσεις, στις όποιες μπορούσαν να δένουν πλοία εκτοπίσματος μέχρι 3000 τόνων, ενώ στον κόλπο της Σούδας δεν υπήρχαν σοβαρές εγκαταστάσεις.
Στα Χανιά οι παλιές προκυμαίες δεν μπορούσαν να δεχθούν τίποτε άλλο παρά μόνον πολύ μικρά σκάφη και στο Ρέθυμνο τα πλοία μπορούσαν να εκφορτωθούν μόνον δια φορτηγίδων. Ένα σύγχρονο για εκείνη την εποχή αεροδρόμιο είχε κατασκευασθεί στο Ηράκλειο, ενώ στο Μάλεμε ένας ημιτελής διάδρομος προσγειώσεως ήταν διευθετημένος επί της άμμου και στο Ρέθυμνο μία στενή λωρίδα προσγειώσεως έβαινε παραλλήλως προς τον δρόμο 10 χιλ. ανατολικά της πόλης, πλησίον του χωριού Πηγή.
Στο Μάλεμε και το Ρέθυμνο οι διάδρομοι προσγειώσεως δεν επιτρέπουν την προσγείωση καταδιωκτικών αεροπλάνων και μόνον το αεροδρόμιο του Ηρακλείου ήταν κατάλληλο προς τούτο. Από πλευράς επικοινωνιών, οι τηλεγραφικές και τηλεφωνικές ήταν στοιχειώδεις, ενώ βαθιά υποβρύχια καλώδια συνέδεαν την Σούδα και το Ηράκλειο με την Αλεξάνδρεια.
Η Μάχη μέρα με την ημέρα
20 Μαΐου 1941 Την 6:30 πρωινή αρχίζει η γερμανική επίθεση. Βομβαρδίζονται και ρίχνονται αλεξιπτωτιστές στα Χανιά, στο Ρέθυμνο και το Ηράκλειο. Σημειώνονται κατά τόπους συγκρούσεις των Γερμανών αλεξιπτωτιστών με τα συμμαχικά στρατεύματα, τα οποία ενισχύονται από τον ντόπιο πληθυσμό.
21 Μαΐου 1941 Οι Γερμανοί ρίχνουν το βάρος της επίθεσής τους στην κατάληψη του αεροδρομίου του Μάλεμε. Το απόγευμα προσγειώνεται αεροπλάνο με σημαντικές στρατιωτικές δυνάμεις και υλικό για την επίθεση.
Ο βρετανικός ναυτικός στόλος της Μεσογείου χτυπά τη γερμανική νηοπομπή, που κατευθύνεται προς την Κρήτη. Βυθίζονται 15 επιταγμένα σκάφη με άγνωστο αριθμό θυμάτων ή αγνοουμένων.
22 Μαΐου 1941 Το αεροδρόμιο του Μάλεμε καταλαμβάνεται οριστικά από τους Γερμανούς. Προσπάθεια ανακατάληψης από ελληνικές και συμμαχικές δυνάμεις δεν αποδίδει.
23 Μαΐου 1941 Η ελληνική πολιτική ηγεσία εγκαταλείπει την Κρήτη με το αντιτορπιλικό « Ντικόι». Με το μήνυμά του στο Στρατηγείο ο Τσόρτσιλ τονίζει: «Η μάχη της Κρήτης πρέπει να κερδηθεί».
24 Μαΐου 1941 Οι βομβαρδισμοί των πόλεων της Κρήτης συνεχίζονται. Στα Χανιά οι Γερμανοί παίρνουν την πρωτοβουλία των κινήσεων. Στο Ρέθυμνο και το Ηράκλειο οι αμυνόμενοι δηλώνουν ότι θα συνεχίσουν τη μάχη «μέχρις εσχάτων».
25 Μαΐου 1941 Οι Γερμανοί καταλαμβάνουν την Κάντανο. Η απρόσμενη αντίσταση του λαού της Καντάνου πυροδοτεί το μίσος των Γερμανών, που ξεσπά σε αντίποινα με ομαδικές εκτελέσεις, πυρπολήσεις και άλλες σημαντικές καταστροφές.
26 Μαΐου 1941 Καταλαμβάνεται ο Γαλατάς. Οι συμμαχικές δυνάμεις μάχονται απελπιστικά για να προστατέψουν τα Χανιά.
Με δήλωσή του ο Στρατηγός Φράιμπεργκ επισημαίνει τη δύσκολη θέση στην οποία αυτές έχουν περιέλθει.
27 Μαΐου 1941 Ο Αρχιστράτηγος της Μέσης Ανατολής Ουέιβελ στέλνει μήνυμα να εκκενωθεί το νησί από τις συμμαχικές δυνάμεις. Για τη διάσωση και μεταφορά τους στέλνονται πλοία του βρετανικού Στόλου. Τα Χανιά περιέρχονται στα χέρια των εισβολέων.
28 Μαΐου 1941 Αρχίζει η κάθοδος για αποχώρηση των συμμαχικών στρατευμάτων προς τα Σφακιά. Οι Βρετανοί χωρίς να ενημερώσουν τις ελληνικές δυνάμεις εκκενώνουν τη νύχτα την πόλη του Ηρακλείου και επιβιβάζονται στα πλοία, που καταφτάνουν για τον σκοπό αυτό στο λιμάνι.
Ιταλικά στρατεύματα, που προέρχονται από τα Δωδεκάνησα, αποβιβάζονται στη Σητεία και καταλαμβάνουν το Νομό Λασιθίου.
29 Μαΐου 1941 Οι τελευταίες εστίες αντίστασης στο Ρέθυμνο καταλαμβάνονται από τους Γερμανούς.
30 Μαΐου 1941 Ο Στρατηγός Φράιμπεργκ αποχωρεί από την Κρήτη.
31 Μαΐου 1941 Το τελευταίο βρετανικό πλοίο παραλαμβάνει μέρος των συμμαχικών στρατευμάτων. Οι δυνάμεις, που δεν κατορθώνουν να επιβιβαστούν, παραδίδονται, συλλαμβάνονται ή καταφεύγουν στα βουνά της Κρήτης. Η Γερμανική σβάστικα κυματίζει στο νησί, η κατοχή απλώνεται σε αυτό και ταυτοχρόνως κορυφώνεται η αντίσταση του κρητικού λαού.
Δείτε στο παρακάτω βίντεο, ένα αφιέρωμα για την Μάχη της Κρήτης, από το Γενικό Επιτελείο Στρατού: