ΑΓΡΟΤΙΚΑ

H σωστή εφαρμογή του αρδευτικού νερού στο χωράφι από τους αγρότες

Με βάση στοιχεία του καιρού από μετεωρολογικούς σταθμούς μπορούμε να υπολογίσουμε την εξατμισοδιαπνοή δηλαδή την ποσότητα του νερού που είτε εξατμίζεται από την επιφάνεια του εδάφους είτε την ποσότητα του νερού που αφαιρείται από τα φυτά από το έδαφος και διαπνέεται στην ατμόσφαιρα. Αν η εξετμισοδιανποή συνδυαστεί με το έδαφος και τα χαρακτηριστικά της καλλιέργειας έχουμε το ημερήσιο έλλειμμα του συστήματος που πρέπει να αποκαταστήσουμε. Σήμερα υπάρχουν νεοφυείς επιχειρήσεις που διαχειρίζονται μοντέλα νερού και μπορούν να συμβουλεύουν τους αγρότες πόσο και πώς να ποτίσουν. Μια τέτοια επιχείρηση με μοντέλα δραστηριοποιείται στον Τύρναβο, εφαρμόζεται από αγρότες με καλά αποτελέσματα.

Ένα πρόγραμμα που εκτελέστηκε τα προηγούμενα χρόνια στη περιοχή Αγιάς από το Ινστιτούτο Εδαφοϋδατικών Πόρων (σε συνεργασία με τον Δήμο Αγιάς και τοπικό συνεταιρισμό) με συντονιστή τον Ανδρέα Παναγόπουλο χρησιμοποίησε μοντέλα εκτίμησης τόσο των δόσεων άρδευσης όσο και του χρόνου άρδευσης. Παράλληλα χρησιμοποίησαν και αισθητήρες μέτρησης της υγρασίας του εδάφους και δημιούργησαν χάρτες όπου οι αγρότες μπορούσαν με ένα πρόγραμμα που έδινε τον χάρτη της περιοχής με τα χωράφια στην οθόνη τους, να πατήσουν με το «βελάκι» πάνω στο χωράφι τους και να δουν πότε και πόσο πρέπει να ποτίσουν. Έγιναν παρουσιάσεις του προγράμματος πριν δύο χρόνια στο Μεταξοχώρι. Έκτοτε δεν ξέρω τι έμεινε και τι προχώρησε. Κάποιος πρέπει να μεταφέρει αυτή τη γνώση στους αγρότες για αξιοποίηση.

Μια τρίτη ιδέα είναι η χρήση αισθητήρων υγρασίας του εδάφους. Οι αισθητήρες τοποθετούνται σε σημεία του εδάφους στο βάθος ριζοστρώματος δηλαδή στο βάθος που βρίσκεται ο κύριος όγκος των ριζών του φυτού που καλλιεργούμε. Οι αισθητήρες μετρούν την υγρασία του εδάφους και με ασύρματο ίντερνετ (WI FI που λέμε) μεταδίδουν τα δεδομένα σε μια βασική μονάδα ΙοΤ (ίντερνετ των πραγμάτων ή των μηχανών). Η τελευταία έχει τροφοδοτηθεί με στοιχεία όπως ο τύπος του εδάφους και της φυτείας. Το κάθε έδαφος έχει δύο χαρακτηριστικές υγρασίες. Την υδατοϊκανότητα δηλαδή το νερό που συγκρατείται από το έδαφος αντίθετα στη βαρύτητα που τείνει το πάει βαθύτερα. Το δεύτερο είναι το σημείο μόνιμης μάρανσης δηλαδή η υγρασία που τα φυτά δεν μπορούν να αφαιρέσουν νερό από το έδαφος και χάνονται.

Θεωρητικά, στόχος μας είναι να έχουμε την υγρασία του εδάφους ανάμεσα σε αυτά τα όρια. Στην πραγματικότητα τοποθετούμε ένα κατώτερο όριο που είναι 20-30% πάνω από σημείο μόνιμης μάρανσης. Το ανώτερο είναι πάντα η υδατοϊκανότητα. Με βάση τις μετρήσεις των αισθητήρων το σύστημα μας ειδοποιεί πότε πρέπει να αρχίσουμε το πότισμα και πότε να το σταματήσουμε. Μπορεί το σύστημα να συνδεθεί άμεσα με το σύστημα άρδευσης κατά προτίμηση στάγδην και να ποτίζει αυτόματα. Να αρχίζει το πότισμα μόλις πλησιάζουμε στο σημείο μόνιμης μάρανσης και να σταματάμε μόλις φτάσουμε στην υδατοϊκανότητα. Για τους βαμβακοπαραγωγούς που στα αρχικά στάδια των ποτισμάτων πρέπει να καταπονήσουν υδατικά τα φυτά για να πάνε σε στάδιο καρποφορίας και όχι σε βλαστικό χρειάζεται ιδιαίτερη προσοχή για να το πετύχουν.

Μια τέταρτη ιδέα, είναι να δοκιμάσουμε διαφοροποιημένη εφαρμογή δόσεων νερού. Είναι πλέον γνωστό σε όλους ότι τα χωράφια δεν είναι ομοιόμορφα. Υπάρχουν ανωμαλίες ανάγλυφου (κλίσεις εδάφους, γούρνες κ.λπ.).Υπάρχουν διαφορές στη σύσταση του εδάφους αλλού πιο βαρύ αλλού ελαφρύτερο. Τα ελαφρά εδάφη έχουν μικρότερη υδατοϊκανότητα επομένως χρειάζονται λιγότερο νερό και συχνότερη εφαρμογή. Τα βαρύτερα εδάφη έχουν μεγαλύτερη υδατοϊκανότητα οπότε μπορούμε να εφαρμόζουμε μεγαλύτερη δόση σε αραιότερα διαστήματα. Όλοι οι αγρότες γνωρίζουν τα χωράφια τους και ξέρουν ότι η ομοιόμορφη εφαρμογή δεν είναι η απόλυτα σωστή μέθοδος.

Έχω γράψει παλαιότερα ότι όταν πήγα στα χωράφια της οικογένειας μόλις τελείωσα το Πανεπιστήμιο είδα ένα γείτονα που είχε ένα χωράφι με γούρνες να διαφοροποιεί το πότισμα. Ενώ σε όλο το χωράφι πότιζε με μικρά μπεκ (μιλάμε για αρχές δεκαετίας του 1970) σωλήνα παρά σωλήνα στα σημεία με τις γούρνες άφηνε δύο σωλήνες χωρίς μπεκ. Έτσι μείωνε το νερό που εφάρμοζε στα χαμηλότερα σημεία του χωραφιού και περιόριζε τη μεγάλη βλαστική ανάπτυξη του βαμβακιού που οδηγούσε σε πολύ μικρή παραγωγή ή το κιτρίνισμα των φυτών καλαμποκιού. Ακολούθησα και εγώ το παράδειγμα με επιτυχία. Όταν πήγαμε όμως στα καρούλια και συστήματα στάγδην αυτό δεν μπορούμε πια να γίνει. Ήθελε νέες ιδέες. Αυτό μπορεί να γίνει σήμερα χάρη στον εξοπλισμό που έχουμε. Συστήματα καταγραφής του ανάγλυφου και αισθητήρες που μετρούν την φαινομενική ηλεκτρική αγωγιμότητα του εδάφους (VERIS, EM38) μπορούν να μας δώσουν χάρτες του χωραφιού με τα χαρακτηριστικά του εδάφους.

Αν μπορούμε να ομαδοποιήσουμε τις περιοχές με εδάφη με παρόμοια χαρακτηριστικά τότε πρέπει να δούμε αν μπορούμε να δημιουργήσουμε δίκτυα με στάγδην άρδευση διαφορετικά για κάθε τύπο εδάφους ή κάθε θέση ως προς το υπόλοιπο χωράφι (χαμηλότερα, υψηλότερα σημεία). Αυτό θα μπορούσε να εφαρμοστεί ευκολότερα σε μόνιμες φυτείες που το συστήματα στάγδην είναι σταθερό και να πετύχουμε καλύτερη διαχείριση του νερού και της φυτείας. Δοκιμάσαμε την ιδέα σε ένα αμπέλι σε επικλινές έδαφος. Ο παραγωγός πότιζε σε στάγδην άρδευση με σωλήνες κατά μήκος της κλίσης. Με το ανώτερο τμήμα του χωραφιού διαβρωμένο και ελαφρότερο έδαφος και το κατώτερο που δέχτηκε τα υλικά της διάβρωσης η ενιαία άρδευση δεν λειτουργούσε καλά. Διαχωρισμός του χωραφιού σε δύο τμήματα βοήθησε σε καλύτερη άρδευση, οικονομία νερού και καλύτερη παραγωγή.

Στα προηγούμενα περιέγραψα μια σειρά δυνατοτήτων βελτίωσης της εφαρμογής του αρδευτικού νερού από τους αγρότες που θα οδηγούσε σε σημαντικές οικονομίες νερού, ενέργειας και θρεπτικών στοιχείων με ταυτόχρονη διατήρηση ή και αύξηση των αποδόσεων. Ανέφερα όσα στοιχεία γνωρίζω και είναι πιθανό να υπάρχουν και άλλες ιδέες από μικρές επιχειρήσεις ή ερευνητικά προγράμματα που θα συνέβαλλαν σε εξοικονόμηση πολύτιμου αρδευτικού νερού.

Το ερώτημα που τίθεται είναι ποιος και πως μπορεί να προωθήσει την εφαρμογή αυτών των ιδεών πρώτα σε μεγάλη κλίμακα για να δοκιμαστούν στην πράξη και στη συνέχεια να διαδοθούν στους αγρότες.

Από όσα γνωρίζω η Περιφέρεια διαθέτει κάποια κονδύλια για ερευνητικά προγράμματα. Θα μπορούσε μέρος των προγραμμάτων να είναι εφαρμογής δηλαδή εφαρμογή σε μεγαλύτερη κλίμακα για επαλήθευση των ερευνητικών αποτελεσμάτων στη πραγματικότητα. Θα μπορούσε μια σύσκεψη των ερευνητών και των υπευθύνων των επιχειρήσεων που έχουν τα συστήματα εφαρμογής με στελέχη της Περιφέρειας να καθορίσει πώς να προκηρυχθούν τα προγράμματα αυτά ώστε να γίνουν οι εφαρμογές – επαληθεύσεις μεγάλης κλίμακας. Με τον τρόπο αυτόν θα βεβαιωθούμε για τη λειτουργικότητα των προτεινόμενων συστημάτων, ενώ θα εκπαιδευτούν και στελέχη της Περιφέρειας για την προώθησή τους. Επιπλέον θα ενισχυθούν οι μικρές επιχειρήσεις να αναπτυχθούν περισσότερο με αντίστοιχη ωφέλεια της οικονομίας της χώρας.



ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ