Η ΙΖΟΛΑ υπήρξε μια θρυλική μάρκα, υπόδειγμα δημιουργικότητας μέσα σε δύσκολες οικονομικές συγκυρίες. Ιδρύθηκε το 1930 και για περισσότερο από μισό αιώνα αποτέλεσε για την Ελλάδα μια από τις μεγαλύτερες βιομηχανίες με περισσότερους από 2.500 εργαζόμενους και παραγωγή 800.000 συσκευών ετησίως.
Το 1951 παράχθηκε η πρώτη ελληνική ηλεκτρική κουζίνα ΙΖΟΛΑ και το 1952 το πρώτο ψυγείο. Από τότε και έως τα μέσα της δεκαετίας του ’90, η εταιρεία κατέλαβε την πρώτη θέση στις πωλήσεις ηλεκτρικών συσκευών, ξεπερνώντας σε μερίδια αγοράς το 48%!
Η ΙΖΟΛΑ μεσουράνησε στην ελληνική αγορά ως η βιομηχανία οικιακών συσκευών που έφερε «τον πολιτισμό στο σπίτι», όπως επιβεβαίωνε το σύνθημα που την ακολουθούσε για πολλές δεκαετίες.
Η παραπάνω είδηση μπορεί να ενθουσίασε πολλούς Έλληνες από την “γενιά της ΙΖΟΛΑ”, όμως παράλληλα εκτός των ευχάριστων συναισθημάτων, έρχεται να προστεθεί και ο προβληματισμός.
Τι ήταν αυτό που οδήγησε την χώρα μας, κυρίως τα τελευταία 25 χρόνια, στην αποβιομηχανοποίηση και στον μαρασμό πάμπολλων εργοστασίων και βιοτεχνιών που ανθούσαν επί πολλές δεκαετίες.
Η αποβιομηχανοποίηση της Ελλάδας, που κάποτε παρήγαγε μέχρι και αυτοκίνητα, ξεκίνησε δειλά δειλά στα μέσα της δεκαετίας του ’80 και πήρε ανεξέλεγκτες διαστάσεις δέκα χρόνια αργότερα. Την εποχή που κάποιοι θέλησαν, και εν τέλει τα κατάφεραν, να μας πείσουν ότι η Ελλάδα δεν έχει τις δυνατότητες να διαθέτει βιομηχανίες και βιοτεχνίες, ενώ παράλληλα απαξιώθηκαν ουσιαστικά και τα προϊόντα της γης της.
Διερωτώμαι, αρκετά χρόνια αργότερα και καθώς βρισκόμαστε στον πάτο του βαρελιού, τι πρέπει και μπορεί (φυσικά) να παράξει η χώρα μας; Πάντως, η εποχή της αποβιομηχανοποίησης και της απαξίωσης των αγροτικών μας προϊόντων, συνδυάστηκε με το “δημοσιο-υπαλληλικό όνειρο”. Οι Έλληνες εγκατέλειπαν μαζικά τη γη τους για να πιάσουν στασίδι σε μια δημόσια υπηρεσία ή ΔΕΚΟ, ενώ οι μαζικοί διορισμοί στο Δημόσιο -υποτίθεται ότι- κάλυπταν τα τεράστια κενά που δημιουργούνταν στην απασχόληση από τα μαζικά λουκέτα σε εργοστάσια και βιοτεχνίες.
Και ποιος δεν θα ‘θελε να μπει στο Δημόσιο εκείνες τις δύο δεκαετίες και να εξασφαλίσει τη σιγουριά του “μήνας μπαίνει, μήνας βγαίνει”, όμως μέχρι που μπορούσε να φτάσει μία χώρα που δεν παρήγαγε σχεδόν τίποτα, με ανύπαρκτη πλέον βιομηχανία και βιοτεχνία και με πρωτογενή τομέα που στηρίζονταν σχεδόν αποκλειστικά στις επιδοτήσεις;
Σήμερα θα εστιάσω στην αποβιομηχανοποίηση της Ελλάδας, έστω κι αν οι νεώτεροι δεν μπορούν να πιστέψουν ότι αυτή εδώ η χώρα είχε στο (όχι όσο μακρινό) παρελθόν ισχυρές βιομηχανίες και εύρωστες βιοτεχνίες.
Όσο ευρωπαϊστής κι αν προσπαθώ να φανώ, δεν μπορώ να αγνοήσω τον σκοτεινό ρόλο της Ευρωπαϊκής Ένωσης στην κατάρρευση δεκάδων βιομηχανιών και χιλιάδων βιοτεχνιών.
Τα καθημερινά λουκέτα σε μεγάλες, μικρομεσαίες ή μικρές επιχειρήσεις είχαν πάρει μορφή χιονοστιβάδας τις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Όσες δεν έκλεισαν οριστικά μεταφέρθηκαν σε γείτονες χώρες αφήνοντας πίσω τους πολλές χιλιάδες εργάτες άνεργους και ανοίγοντας οι πληγές στην εθνική οικονομία, πληγές που δεν έχουν ακόμα γιατρευτεί.
Ταυτόχρονα, αυξάνονταν με γρήγορους ρυθμούς η εξάρτηση της χώρας μας από τα εισαγόμενα βιομηχανικά είδη, με τη Γερμανία και τις άλλες χώρες της βιομηχανοποιημένης Ευρώπης να “τρίβουν τα χέρια τους”, αφού όσο έκλειναν οι ελληνικές βιομηχανίες, τόσο οι δικές τους γιγαντώνονταν με τα χρήματα των Ελλήνων καταναλωτών.
Τα πρώτα σύννεφα άρχισαν να φαίνονται με την μεταπολίτευση. Κανείς δεν μπορεί να πει τι ακριβώς «πήγε στραβά» και η ΙΖΟΛΑ όπως και τα άλλα ελληνικά σήματα άρχισαν να παίρνουν την κάτω βόλτα. Κάποιοι μίλησαν για λάθος πολιτική αρχικά από την κυβέρνηση Καραμανλή και αργότερα από αυτή του Παπανδρέου με τις κρατικοποιήσεις. Κάποιοι άλλοι για τρικλοποδιά από τις τράπεζες που δεν χρηματοδότησαν στον βαθμό που ήθελαν οι επιχειρηματίες τα σχέδια τους. Στα σενάρια και ο ξένος δάκτυλος που ήθελε να καταστρέψει την ελληνική βιομηχανία. Που βρίσκεται η αλήθεια; Κάπου στην μέση. Όσο η Ελλάδα δεν ήταν στο ραντάρ των πολυεθνικών και όσο τα ξένα προϊόντα ήταν απαγορευτικά για την τσέπη των περισσότερων Ελλήνων οι εγχώριες βιομηχανίες μεγαλούργησαν. Με την είσοδο στην ΕΟΚ φάνηκε σε ένα μεγάλο βαθμό η γύμνια τους. Κάπως έτσι η ΙΖΟΛΑ βρέθηκε το 1986 να συγκατοικεί μαζί με την ESKIMO και μέτοχο επίσης την Εθνική Τράπεζα στην νεοσύστατη, υπό τον Οργανισμό Ανασυγκρότησης Επιχειρήσεων, Ελίντα. Ήταν όμως ένας δρόμος χωρίς γυρισμό τουλάχιστον σε παραγωγικό επίπεδο.
Με ποιο τρόπο όμως φτάσαμε ως εδώ; Η απάντηση είναι απλή. Οι βιομηχανίες και οι βιοτεχνίες της Ελλάδας ήταν αδύνατον να αντέξουν στις πολιτικές που εφάρμοσαν -και συνεχίζουν να εφαρμόζουν- σε βάρος τους οι Ελληνικές κυβερνήσεις. Η υψηλή φορολογία, ο μη επιτρεπτός τραπεζικός δανεισμός, συν τα φορολογικά, τα ασφαλιστικά έξοδα και το ενεργειακό κόστος, ήταν αρκετά για να προκαλέσουν γενικό βραχυκύκλωμα στον δευτερογενή τομέα της χώρας. Έτσι, οι βιομηχανίες και οι βιοτεχνίες είτε έκλεινα οριστικά είτε άλλαξαν αλλάζουν έδρα, επιλέγοντας κυρίως τη Βουλγαρία, όπου υπάρχει χαμηλή φορολόγηση και χαμηλό ενεργειακό κόστος.
Ποιος άραγε πιστεύει ότι με το φορολογικό αλαλούμ που καλλιεργείται εδώ και πολλά χρόνια στην Ελλάδα είναι δυνατόν να επιβιώσουν βιομηχανίες ή βιοτεχνίες; Όταν κάθε λίγο και λιγάκι αλλάζει το φορολογικό καθεστώς, ενώ το κόστος από το ΦΠΑ είναι ιδιαίτερα υψηλό. Όταν οι φορολογικοί συντελεστές είναι επίσης ιδιαίτερα υψηλοί και σήμερα ανέρχεται σε 26% από το πρώτο ευρώ. Σ’ όλα αυτά προσθέστε και το υψηλό ενεργειακό κόστος της ΔΕΗ αλλά και την… πατροπαράδοτη γραφειοκρατία και θα καταλάβετε γιατί φτάσαμε ως εδώ.
Σήμερα στην Ελλάδα λειτουργούν λίγες βιομηχανικές μονάδες, ενώ όσον αφορά τις βιοτεχνίες η αιμορραγία συνεχίζεται. Κάποιοι Έλληνες επιχειρηματίες αντιστέκονται όμως ο αγώνας είναι άνισος. Όσο δεν υπάρχει συγκεκριμένη πολιτική και ασφαλές περιβάλλον, τόσο περιπτώσεις όπως αυτή της ΙΖΟΛΑ θα είναι λιγοστές και η αφαίμαξη των (λιγοστών) δικών μας επιχειρήσεων θα συνεχίζεται με ότι αυτό σημαίνει για την οικονομία και την απασχόληση.
Το τέλος της μεταποίησης
Παραθέτω ένα στοιχείο – σοκ που προήλθε από έρευνα της Ελληνικής Στατιστικής Υπηρεσίας σύμφωνα με την οποία η μείωση της απασχόλησης στους κλάδους μεταποίησης τα τελευταία 25 χρόνια ξεπέρασε το 40%. Το ποσοστό χαρακτηρίζεται απολύτως… φυσιολογικό αν λάβουμε υπ’ όψιν μας ότι το ελληνικό κράτος ανέκαθεν είχε (και εξακολουθεί να έχει) μια πολύ κακή σχέση με τη βιομηχανία και την βιοτεχνία, την ώρα που ο κρατικός μηχανισμός παραμένει ασφυκτικά γραφειοκρατικός.
Κι όμως, από τη μεταπολίτευση και μετά, η ελληνική βιομηχανία είχε σημαντικό αριθμό επιχειρήσεων, ενώ κατά κοινή ομολογία επένδυσε στον τεχνολογικό εκσυγχρονισμό, στην ποιότητα και στην καινοτομία σε νέα προϊόντα.
Κάποτε, στο όχι και τόσο μακρινό παρελθόν, η Ελλάδα κατασκεύαζε μέχρι και αυτοκίνητα, όμως η μεγαλύτερη καταστροφή συντελέστηκε στον τομέα της κλωστοϋφαντουργίας. Και δεν σταμάτησε ποτέ το κλείσιμο των ελληνικών επιχειρήσεων, ενώ μέχρι σήμερα το φαινόμενο συνεχίζεται, με τους εκπροσώπους των βιοτεχνών και των εμπόρων να κρούουν προς την νέα ελληνική κυβέρνηση τον κώδωνα του κινδύνου μπροστά στο συνεχές κλείσιμο των επιχειρήσεών τους.
Για να διαπιστώσει κάποιος το μέγεθος των εγκλημάτων που συντελέστηκαν στην ελληνική βιομηχανία, ένα παράδειγμα ίσως αρκεί: Κάποτε λειτουργούσε στην Ελλάδα μέχρι και κέντρο επισκευής αεροπλάνων, όμως μας επέβαλαν να το κλείσουμε και να φέρνουμε από το εξωτερικό μηχανικό αεροσκαφών, να του δίνουμε πολλαπλάσιες αμοιβές, για να επισκευάζει τα αεροπλάνα!
Είναι πασιφανές πλέον, καθώς τα παραδείγματα είναι πάμπολλα, ότι η βιομηχανία της Ελλάδας έπεσε θύμα επίσης παγκοσμιοποίησης, ή αν προτιμάτε της γερμανοποίησης της Ευρώπης. Όχι, δεν θα ακολουθήσω τον εύκολο δρόμο να ρίξω όλες τις ευθύνες στους Γερμανούς ή σε άλλους Ευρωπαίους. Αυτοί ανέκαθεν τη δουλειά τους κάνουν και την κάνουν πολύ καλά! Το ερώτημα είναι τι κάναμε εμείς ως χώρα, τι έκαναν διαχρονικά οι κυβερνήσεις μας ή ακόμα και τι έκαναν κάποιοι Έλληνες επιχειρηματίες που σκόρπισαν στους πέντε ανέμους τις παχυλές επιδοτήσεις που έλαβαν πριν μερικά χρόνια; Τα παραδείγματα πολλά, ιδιαίτερα στη Βόρεια Ελλάδα, στη Μακεδονία και τη Θράκη, όπου δημιουργήθηκαν τεράστια -επιδοτούμενα- εργοστάσια τα οποία όμως είτε δεν άντεξαν τον ανταγωνισμό κοντινών χωρών (κυρίως της Βουλγαρίας) είτε είχαν στηθεί σε πήλινα πόδια με την πατροπαράδοτη μέθοδο της “αρπαχτής”.
Όπως έγραψα και στο προηγούμενο φύλλο, στη γειτονική μας Βουλγαρία το εργατικό κόστος είναι αρκετά χαμηλό ενώ παράλληλα δίνονται και κίνητρα -ιδιαίτερα φορολογικά- προς τις επιχειρήσεις για να μετακομίσουν από την Βόρεια Ελλάδα λίγο βορειότερα, καθώς τα οφέλη τους θα είναι και άμεσα και σημαντικά.
Ωστόσο, δεν πρέπει να τα βλέπουμε όλα μαύρα καθώς ακόμα και σήμερα υπάρχουν στην Ελλάδα επιχειρήσεις οι οποίες είναι ανταγωνιστικές στο διεθνές περιβάλλον. Πρόκειται γι αυτές που έχουν εκμεταλλευτεί προγράμματα, αλλά περισσότερο έχουν εισαγάγει την καινοτομία και τις νέες τεχνολογίες στις επιχειρήσεις τους (κυρίως φαρμακοβιομηχανίες και τομείς τροφίμων και ποτών).
Ο… δάκτυλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης
Με την εκούσια ή ακούσια βοήθεια του Ελληνικού κράτους, η Ευρωπαϊκή Ένωση όχι μόνο δεν δίνει ώθηση στην ελληνική βιομηχανία και στον πρωτογενή τομέα, αλλά βάζει τρικλοποδιές που συχνά εξελίσσονται σε καταστροφικές για τη χώρα μας.
Τρανό παράδειγμα τα εργοστάσια ζάχαρης, το κλείσιμο των οποίων επέβαλε η Ευρωπαϊκή Ένωση μια εποχή που η παραγωγή κάλυπτε τη ζήτηση ολόκληρης της χώρα μας ενώ παράλληλα κάναμε και εξαγωγές. Ώσπου οι φωστήρες της Ε.Ε. μας ανάγκασαν να τα κλείσουμε, με πρόσχημα ότι στα ζαχαροχώραφα πρέπει να καλλιεργηθούν ενεργειακά φυτά, και παράλληλα μας επέβαλαν να εισάγουμε φτηνότερη ζάχαρη. Έτσι, εγκαταλείψαμε μια σπουδαία παραγωγή που κάλυπτε τις ανάγκες ολόκληρης της χώρας και χάθηκε η σπουδαία τεχνογνωσία που είχε η Ελλάδα στο θέμα της ζάχαρης.
Που ‘ναι οι δόξες οι παλιές
Οι παλαιότεροι θυμούνται ασφαλώς τις μεγάλες ελληνικές βιομηχανίες που μεσουρανούσαν για πολλές δεκαετίες. Η “Πειραϊκή-Πατραϊκή”, η “Αιγαίον”, η Eskimo, η Izola, η Pitsos ήταν μόνο μερικές από αυτές. Θυμούνται την αυτοκινητοβιομηχανία Θεοχαράκη, τις κρατικές μας αμυντικές βιομηχανίες που μεσουρανούσαν και τα Ελληνικά Ναυπηγεία. Όλα αυτά έγιναν φτερά στον άνεμο σε μια εποχή που θέλαμε να πετάξουμε από πάνω μας οτιδήποτε παρήγαγε αυτή η χώρα και να γίνουμε όλοι δημόσιοι υπάλληλοι στο εσωτερικό και άρρηκτα εξαρτώμενοι από τις ισχυρές ευρωπαϊκές χώρες στο εξωτερικό. Όπερ εγέννετο… Μέσα σε λίγα μόλις χρόνια διαλύθηκαν τα πάντα! Η βιομηχανία, η βιοτεχνία και η πρωτογενής παραγωγή. Και ουσιαστικά έμεινε μόνο ο τουρισμός για να φέρνει χρήμα στον αιμορραγούντα κρατικό κορβανά. Ποια χώρα όμως μπορεί να επιβιώσει με έναν μόνο υγιή κλάδο; Καμία…
Η γραφειοκρατία σκοτώνει την ανάπτυξη
Τι όμως πρέπει να αλλάξει για να αρχίσει και πάλι να αναπτύσσεται ο δευτερογενής τομέας στην Ελλάδα; Κατ’ αρχήν να μειώσουμε (επιτέλους!) την πρωτοφανή για σύγχρονο κράτος γραφειοκρατία και να γίνουμε πιο ευέλικτοι και λιγότερο επιφυλακτικοί σε αναπτυξιακούς επιχειρηματικούς σχεδιασμούς. Π.χ. για να πάρεις μια επιδότηση από ευρωπαϊκό πρόγραμμα, όσο πλήρης και διαφανής και να είναι ο φάκελος σου, θα πρέπει να περιμένεις 5-6 χρόνια για την εκταμίευση των χρημάτων σου. Μέχρι τότε όμως τι γίνεται, ιδιαίτερα αν έχεις δανειστεί από Τράπεζα; Στην καλύτερη περίπτωση, όποιο ενδεχόμενο κέρδος θα είχες από την συμμετοχή σου στο ευρωπαϊκό πρόγραμμα θα σου το φάνε οι τραπεζικοί τόκοι. Στην χειρότερη, αν δηλαδή η δουλειά σου είχε κάποια πτωτική τάση η πορεία προς την καταστροφή ήταν αναπόφευκτη. Πόσες επιχειρήσεις δεν έβαλαν λουκέτο με τον τρόπο αυτό; Κι όταν ήρθε η επιδότηση, δεν την χρειάζονταν πια.
Και κλείνω με ένα παράδειγμα που αποτυπώνει την πραγματικά μοναδική ελληνική γραφειοκρατία. Πολλοί από τους παλαιότερους θα θυμούνται το Pony, το αυτοκίνητο που είχε κατακτήσει τις καρδιές των Ελλήνων στη δεκαετία του ’70. Λοιπόν, μέχρι πρόσφατα το Pony ήταν έτοιμο να επιστρέψει στους ελληνικούς δρόμους. Όλα θα ήταν έτοιμα μέχρι το φθινόπωρο του 2014, όμως, η γραφειοκρατία οδήγησε σε καθυστερήσεις που οφείλονταν στη γραφειοκρατική διαμάχη του Υπουργείου Ανάπτυξης και της κρατικής υπηρεσίας διαπιστεύσεων-πιστοποιήσεων οχημάτων, ΕΒΕΤΑΜ»! Καθυστερήσεις που εν τέλει… κατάφεραν να αποθαρρύνουν τους ανθρώπους της εταιρείας και χάθηκε μια ακόμη σοβαρή επένδυση για τη χώρα.
Άραγε η ανεκδιήγητη γραφειοκρατία οφείλεται αποκλειστικά στην ελληνική νοοτροπία ή μήπως σε κάποιες περιπτώσεις είναι τεχνητή έτσι ώστε να αποθαρρύνει τους όποιους επιχειρηματίες να επενδύσουν στη χώρα μας. Ποιοι και γιατί δεν θέλουν την Ελλάδα μια χώρα που θα παράγει κάθε λογής προϊόντα -παρ’ ότι έχει τεράστιες δυνατότητες- και μονίμως εξαρτημένη από τους Ευρωπαίους “εταίρους” της;
ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΟΥΝΤΑΚΗΣ
Εφημερίδα Νέοι Ορίζοντες Κρήτης
#ΑΠΟΨΕΙΣ
#ΑΝΤΩΝΗΣ ΜΟΥΝΤΑΚΗΣ
#pressgreece