Το 1952 ένας Γερμανός, ο Έρχαρτ Κέστνερ, θέλησε να επισκεφθεί το νησί της Κρήτης. Η γερμανική πρεσβεία πίστευε ότι ήταν πολύ νωρίς με τις νωπές μνήμες από τα ολοκαυτώματα στα χωριά της Κρήτης και τις πληγές από τη γερμανική κατοχή ανεπούλωτες.
Όμως, ο Γερμανός πήγε και επισκέφθηκε και το γερμανικό νεκροταφείο, εκεί που είχαν ταφεί οι Γερμανοί στρατιώτες που είχαν χάσει τη ζωή τους στη περίοδο της κατοχής. Και εκεί με έκπληξη είδε μια ζωντανή ψυχή, μια μαυροφορεμένη γυναίκα να ανάβει κεριά στους τάφους των Γερμανών νεκρών του πολέμου και να πηγαίνει μεθοδικά από μνήμα σε μνήμα.
«Την πλησίασα», λέει ο Κέστνερ και τη ρώτησα:
-Είστε από εδώ;
-Μάλιστα.
-Και τότε γιατί το κάνετε αυτό; Οι άνθρωποι αυτοί σκότωσαν τους Κρητικούς.
Απαντά η γυναίκα: «Παιδί μου, από την προφορά σου φαίνεσαι ξένος και δεν θα γνωρίζεις τι συνέβη εδώ στα ’41 με ’44. Ο άντρας μου σκοτώθηκε στη μάχη της Κρήτης κι έμεινα με τον μονάκριβο γιο μου. Μου τον πήραν οι Γερμανοί όμηρο στα 1943 και πέθανε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως, στο Σαξενχάουζεν. Δεν ξέρω πού είναι θαμμένο το παιδί μου. Ξέρω όμως πως όλα τούτα ήταν τα παιδιά μιας κάποιας μάνας, σαν κι εμένα. Και ανάβω στη μνήμη τους, επειδή οι μάνες τους δεν μπορούν να ‘ρθουν εδώ κάτω. Σίγουρα μια άλλη μάνα θα ανάβει το καντήλι στη μνήμη του γιού μου»….
Το παραπάνω μήνυμα του Μανώλη Γλέζου διαβάστηκε στις αντιφασιστικές εκδηλώσεις για τη Μάχη της Κρήτης, που έγιναν στο Bad Reichenhall της Βαυαρίας. Εκεί όπου χτυπούσε κάποτε η καρδιά του χιτλερικού καθεστώτος και εκπαιδεύονταν οι Ορεινοί Καταδρομείς της Βέρμαχτ. «Μαζί Έλληνες και Γερμανοί αντιφασίστες θα κρατήσουμε αναμμένα τα καντήλια της μνήμης, τους έγραψε…