Η Ιωάννα Καρυστιάνη έζησε τα γεγονότα της εξέγερσης του Πολυτεχνείου και τα περιέγραψε στο βιβλίο του Ιάσονα Χανδρινού με τίτλο “Όλη Νύχτα Εδώ – Μια Προφορική Ιστορία της Εξέγερσης του Πολυτεχνείου” που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Καστανιώτη. Το βιβλίο περιλαμβάνει ογδόντα τέσσερις μαρτυρίες-συνεντεύξεις από ισάριθμους αφηγητές και παρακάτω θα διαβάσεις κάποια από τα αποσπάσματα της συνέντευξης της συγγραφέως.
“Θυμάμαι, λοιπόν, επειδή ήταν πρόσφατο το αιματοκύλισμα στη Χιλή, δεν το θεωρούσαμε και απίθανο να συμβεί το ίδιο και στην Ελλάδα. Δεν θέλαμε να σκοτωθούμε -παιδιά ήμασταν-, αλλά μερικές φορές νιώθεις ότι δεν γίνεται διαφορετικά. Ίσως επειδή η στρατιωτική δικτατορία είχε αποδειχτεί τόσο αηδιαστική, τόσο προσβλητική στην ανθρώπινη ύπαρξη, τόσο ανενδοίαστη, τόσο επικίνδυνη, νιώθαμε ότι δεν μπορούσε να γίνει διαφορετικά. Οπότε δεν γινόταν να μην πάμε στο Πολυτεχνείο”.
“Φανταζόμασταν ότι τις κορυφαίες και κρίσιμες ώρες της τελευταίας μέρας θα έρχονταν για συμπαράσταση γύρω από το Πολυτεχνείο οι γονείς και οι θείοι των παιδιών, και αντί γι’ αυτούς είχαν έρθει τα δεκαπεντάχρονα, οι μαθητές…”
“Όσοι ανοίγαν τα σπίτια τους στο Πολυτεχνείο εκείνο το βράδυ γύρω γύρω για να σώσουν τα παιδιά ρισκάριζαν όσο κι αυτοί που έκρυβαν Εβραίους στην Κατοχή. Ρισκάριζαν γιατί, όπως κι εμείς, δεν ήξεραν το ξημέρωμα τι θα ‘φερνε. Δεν ξέρανε πόσο θα κρατούσε η Δικτατορία. (Παρεπιπτόντως, κι εμείς είχαμε προετοιμαστεί για το ενδεχόμενο ότι η Δικτατορία μπορεί να κρατούσε τριάντα σαράντα χρόνια, σαν του Σαλαζάρ στην Πορτογαλία και του Φράνκο στην Ισπανία.) Δεν ξέρανε πόσο στρατοκρατούμενη θα ήταν το επόμενο πρωί η Αθήνα και αν θα μπορούσαν να φύγουν τα παιδιά το πρωί απ’ αυτά τα σπίτια. Ούτε ξέρανε αν ο στρατός άρχιζε να χτυπάει και να σπάει πόρτες και να πιάνει τις γυναίκες των 60 ετών, τους δημόσιους υπαλλήλους και κάτι οικογενειάρχες οι οποίοι είχαν ανοίξει τα σπίτια τους οι άνθρωποι και μας είχαν βοηθήσει εκείνο το βράδυ.”
“Στην πρώτη επέτειο του Πολυτεχνείου, την πρώτη λαοθάλασσα που έβλεπα στη ζωή μου, έκλαιγα μέσα μου. Έλεγα ότι, αν το ένα τρίτο είχε έρθει εκείνη τη βραδιά, μπορεί να ήταν αλλιώς η εξέλιξη. Να ‘χαμε λιγότερους νεκρούς, να ‘χε πέσει η Χούντα και να ‘χαμε γλυτώσει την Κύπρο, γεγονός που εγώ προσωπικά το συνδέω πάρα πολύ. (Σημειωτέον ότι, ως ‘βλαχάκι’-Κρητικιά, επαρχιώτισσα- , έκανα πολλή παρέα με τους Κύπριους συμφοιτητές, την Ελίζα Σαββίδη, τον Γιαννάκη Ομήρου, τον Γιώργο Τσαλακό, τον ποιητή Γιώργο Μοράρη και άλλους. Και είχα έναν πολύ μεγάλο πόνο για την Κύπρο. Και με πονάει που είναι ξεθυμασμένος ο πόνος για την Κύπρο.) Αλλά αυτό σημαίνει Δικτατορία. Και μάλλον αυτό σημαίνει μακρόχρονη πολιτική κατάσταση. Ο ελληνικός λαός ήταν καταπονημένος. Πέρα απ΄ τον πόλεμο, ήταν ο Εμφύλιος, τριάντα χρόνια παρανομία, μετανάστευση, δυστυχία και φτώχεια, που μοιράστηκαν εξίσου στα αριστερά και στα δεξιά σπίτια… Και η Δικτατορία ήτανε το ‘δηλητηριώδες κερασάκι’ σ’ αυτή την ιστορία. Πιστεύω ότι οι Έλληνες μέχρι τότε ήταν πεισμένοι ότι η ταυτότητα της χώρας ήταν ‘Ψωρωκώσταινα’. Φτώχεια, δυστυχία και ξενιτεμός. Αντιλήφθηκα ότι αυτό σημαίνει Χούντα: να φοβάται ο κόσμος. Και αργότερα κατάλαβα πώς η Ιστορία προσμετράται και αθροίζεται κυριολεκτικά στο σβέρκο των ανθρώπων…”
“…στο Πολυτεχνείο νιώσαμε πλήρεις υπάρξεις. Δηλαδή, ακόμα κι εκείνοι που από τη φύση τους ή από τις συνθήκες ζωής τους ένιωθαν ως πολύ μεγάλη απειλή τη μοναξιά, εκείνες τις μέρες δεν τη νιώσανε ούτε δευτερόλεπτο. Και επειδή ήταν πολύ πυκνός ο χρόνος, υπήρχε αυτό το αντιφατικό στοιχείο: ταυτόχρονα μια ανείπωτη δυστυχία του να συνειδητοποιείς ότι οι στρατόκαβλοι μπορούν να δολοφονήσουν άοπλους μαθητές και σπουδαστές, κι από την άλλη, η απόκοσμη ευτυχία του να νιώθεις ‘ψυχή τε και σώματι ελεύθερος’ μέσα σε συνθήκες Δικτατορίας. Και δε νομίζω να ήταν ένα συναίσθημα σπάνιο για τους ανθρώπους που βρέθηκαν εκεί. Ερχότανε σα βουητό.”
Τα αποσπάσματα από τη συνέντευξη της Ιωάννας Καρυστιάνη δημοσίευσε στις σελίδες του στα socal media το βιβλιοπωλείο Μικρό Καράβι.