«Τέσσερις τρόποι για να αυξήσετε αμέσως την αυτοφαγία», είναι ο τίτλος ενός από τα δεκάδες βίντεο στον παγκόσμιο ιστό, όπου αμφίβολης επιστημονικής επάρκειας influencers της εμπορικής ευζωίας εξηγούν -ή θεωρούν ότι το πράττουν- πώς λειτουργεί ένας πολύπλοκος κυτταρικός μηχανισμός.
Ο όρος απέκτησε μεγαλύτερη αναγνωρισιμότητα μετά το Νόμπελ Φυσιολογίας και Ιατρικής, το 2016, στον Ιάπωνα ερευνητή Γιοσινόρι Οσούμι για τις «ανακαλύψεις του σχετικά με τους μηχανισμούς της αυτοφαγίας», καθώς θεωρήθηκε από πολλούς κάτι σαν το ιερό δισκοπότηρο της διατήρησης της νεότητας και της επέκτασης του προσδόκιμου ζωής, ενώ συνδέθηκε με δίαιτες και διατροφικές ρουτίνες που εμπλέκουν τη νηστεία.
Τα ελληνικής προέλευσης συνθετικά της λέξης περιγράφουν έναν μηχανισμό όπου τα κύτταρα καταναλώνουν τα περιττά ή επιβλαβή στοιχεία τους, συντελώντας έτσι στη διατήρηση της καλής υγείας του οργανισμού. Ο όρος πρωτοεμφανίζεται στα μέσα του 19ου αιώνα, αλλά ως μοριακός μηχανισμός ορίζεται και συγκεκριμενοποιείται περί το 1950 από τον Βέλγο κυτταρικό βιολόγο και νομπελίστα, Κριστιάν Ρενέ ντε Ντιβ.
«Θα υπάρξει κάποια στιγμή και ένα δεύτερο Νόμπελ στο πεδίο της αυτοφαγίας», λέει στην «Καθημερινή» ο Νικόλας Κτιστάκης, επικεφαλής ερευνητής στο Ινστιτούτο Babraham του Πανεπιστημίου του Cambridge, στο Ηνωμένο Βασίλειο. Καθώς το ενδιαφέρον πολλών εργαστηρίων ανά τον κόσμο στρέφεται στον μηχανισμό της αυτοφαγίας, ένα υποσχόμενο μονοπάτι για την κατανόηση των πολύπλοκων κυτταρικών μηχανισμών έχει ήδη ανοιχτεί.
Αν και οι έως τώρα ανακαλύψεις προκύπτουν από έρευνα σε μύκητες, ο μηχανισμός είναι παρόμοιος και για τα θηλαστικά κύτταρα, εξηγεί ο κ. Κτιστάκης. «Αυτό που δεν καλύφθηκε από το πρώτο Νόμπελ είναι το πώς η αυτοφαγία συνδέεται με την ανθρώπινη φυσιολογία, με τις αρρώστιες κ.ο.κ. -πράγματα που δεν είμαστε ακόμα σε θέση να πούμε ότι ξέρουμε επακριβώς πως ισχύουν».
Ο Νικόλας Κτιστάκης ασχολείται με τον κυτταρικό μηχανισμό της αυτοφαγίας για περισσότερο από δύο δεκαετίες. Τα τελευταία χρόνια επικεντρώνεται στην έρευνα για την αντιμετώπιση νευροεκφυλιστικών ασθενειών και παθήσεων των μιτοχονδρίων. «Με ενδιαφέρει πώς μπορεί η αυτοφαγία να βοηθήσει τα κύτταρα στο να καθαρίσουν τα κακά μιτοχόνδρια και να μείνουν τα καλά, για να το πούμε απλά», λέει.
Η σημασία της νηστείας
Από ευπώλητα βιβλία για δίαιτες μέχρι επιστημονικά πονήματα, η διαδικασία της νηστείας παρουσιάζεται σαν κλειδί ενεργοποίησης του μηχανισμού. «Υπάρχει μια βάση αλήθειας σε αυτό», εξηγεί ο ερευνητής. «Αυτό το “μονοπάτι” (pathway) της αυτοφαγίας μπορεί να βοηθήσει θεωρητικά να καθαρίσουν τα κύτταρα, παραδείγματος χάριν από πρωτεΐνες που δεν είναι πια ενεργές, από οργανίδια, όπως μιτοχόνδρια, τα οποία δεν δουλεύουν σωστά. Αν ένας οργανισμός έχει 90% καλά μιτοχόνδρια και 10% κακά, αυτό το 10% μπορεί να κάνει τεράστια ζημιά και να οδηγήσει στον θάνατο του κυττάρου», λέει.
Οι τοξικές ουσίες που παράγονται σε αυτές τις περιπτώσεις, προκειμένου να αντιμετωπιστούν από το κύτταρο, ενεργοποιούν έναν άλλον μηχανισμό που περιγράφεται ως «self-death», δηλαδή αυτό-καταστροφή του κυττάρου. Στις δοκιμές του εργαστηρίου, μοντέλα οργανισμών όπως τα έντομα του γένους των δροσόφιλων ή τα σκουλήκια c. Elegans, που μπήκαν σε καθεστώς νηστείας, ενεργοποίησαν άμεσα τον μηχανισμό της αυτοφαγίας. «Επομένως, υπάρχει σίγουρα μια σχέση ανάμεσα στις θρεπτικές ουσίες και την αυτοφαγία», υπογραμμίζει ο Ν. Κτιστάκης.
Σύμφωνα με τον ερευνητή, ο μηχανισμός μπορεί να ενεργοποιηθεί με τρεις τρόπους: «Ο ένας είναι η νηστεία. Δεν μιλάμε όμως για μείωση των θερμίδων, αλλά ότι για ένα χρονικό διάστημα δεν πρέπει να υπάρχει καθόλου τροφή. Για έναν ανθρώπινο οργανισμό μπορεί να είναι περίπου 18 ώρες», σημειώνει. «Ο δεύτερος είναι η φυσική άσκηση, τουλάχιστον για ορισμένους ιστούς, και ο τρίτος και πιο αμφιλεγόμενος είναι με φαρμακευτική πρόκληση».
Το ενδιαφέρον των φαρμακευτικών εταιρειών εδράζεται στην τελευταία επιλογή, για την οποία υπάρχουν ήδη ευρήματα, όπως η ουσία rapamaycin που απενεργοποιεί μια κινάση στα κύτταρα και οδηγεί έτσι στην αυτοφαγία.
«Το πρόβλημα είναι ότι αυτή η κινάση δεν ελέγχει μόνο την αυτοφαγία, αλλά 50 διαφορετικά πράγματα στο κύτταρο που έχουν να κάνουν με το πώς αυτό αντιλαμβάνεται τον εξωτερικό χώρο. Επομένως, αν αρχίσουμε να επηρεάζουμε τη λειτουργία αυτής της πρωτεΐνης, δεν επηρεάζουμε μόνο την αυτοφαγία, επηρεάζουμε πολλά άλλα πράγματα στο κύτταρο», συμπληρώνει. Ως εκ τούτου, η τεχνητή, τουλάχιστον, ενεργοποίηση του μηχανισμού δεν έρχεται μόνο με θετικά οφέλη, αλλά δύναται να δημιουργήσει και αρνητικές συνέπειες για τον οργανισμό.
Η αυτοφαγία δεν είναι πάντοτε επιθυμητή, ειδικά σε περιπτώσεις καρκίνου και ιδίως όταν υπάρχουν συμπαγείς όγκοι. «Ορισμένα κύτταρα που βρίσκονται στη μέση του όγκου. προκειμένου να επιβιώσουν, πρέπει να χρησιμοποιήσουν αυτοφαγία. Επομένως, αν κάναμε αυτά τα κύτταρα ακόμα πιο καλά στην αυτοφαγία, αυτό θα ήταν αρνητικό για την εξέλιξη του όγκου».
Σε περιπτώσεις ηλικιωμένων ατόμων με νευροεκφυλιστικές νόσους -για τις οποίες η αυτοφαγία ίσως επιδρά θετικά «και εκεί υπάρχει μεγάλο ερευνητικό ενδιαφέρον αυτή τη στιγμή»-, το τίμημα μπορεί να είναι η έξαρση κάποιας άλλης νόσου που ήδη υπάρχει. «Για την αυτοφαγία είναι πειραματικά αποδεδειγμένο ότι υπάρχουν δύο όψεις και εκεί πρέπει πάντα να σταθμίζουμε το όφελος για τον ασθενή», συμπληρώνει.
Αντίστοιχα και η ίδια η νηστεία, δεν είναι πάντοτε ακίνδυνη λύση. Ένα άτομο που καταναλώνει κακής ποιότητας τροφή και υπερβολική ποσότητα, ακόμα και αν απέχει από αυτήν για διαστήματα ωρών που θα μπορούσαν να ενεργοποιήσουν τον μηχανισμό, δεν θα έβλεπε οφέλη ως προς την υγεία, ακόμα και αν ο μηχανισμός της αυτοφαγίας ενεργοποιούνταν. Αντίθετα, «οι καλές διατροφικές συνήθειες, ακόμα και όταν δεν ενεργοποιούν την αυτοφαγία, βοηθούν στην αποφυγή διαβήτη, προβλημάτων στο στομάχι και πολλά άλλα», επισημαίνει ο κ. Κτιστάκης.
Είναι δε σαφές ότι ούτε πρέπει, ούτε μπορούν να νηστεύουν όλοι. Αλλωστε, δεν είναι μόνο ο μηχανισμός που επιτυγχάνεται με την αποστέρηση τροφής εχέγγυο της καλής κυτταρικής υγείας: «Υπάρχουν αρκετοί άλλοι μηχανισμοί που βοηθούν την υγεία των κυττάρων, πέρα από την αυτοφαγία», συμπληρώνει ο ερευνητής.
«Ένας εξαιρετικά σημαντικός μηχανισμός έχει να κάνει με την ποιότητα του DNA, δηλαδή διορθώνει λάθη που προκύπτουν κατά την αντιγραφή του DNA. Επίσης, υπάρχουν άλλοι μηχανισμοί που είτε διορθώνουν είτε καταστρέφουν πρωτεΐνες που έχουν “χαλάσει” και δεν λειτουργούν σωστά».
Αυξάνει η αυτοφαγία τη διάρκεια της ζωής;
Η παράταση του προσδόκιμου ζωής απασχολεί μεγάλο μέρος της επιστημονικής κοινότητας που μελετά την αυτοφαγία, ωστόσο η απευθείας σχέση των δύο δεν έχει ακόμα αποδειχθεί. «Υπάρχει ένα κενό ανάμεσα στο ότι η αυτοφαγία βοηθάει και στο εάν από μόνη της μπορεί να κάνει κάτι τέτοιο», λέει ο Νικόλας Κτιστάκης.
«Ένας λόγος που δεν το ξέρουμε αυτό είναι γιατί δεν έχουμε τους τρόπους να αυξήσουμε την αυτοφαγία χωρίς να επηρεάσουμε άλλα συστήματα μέσα στο κύτταρο. Όπως είπαμε στην αρχή, αυτό το “μονοπάτι” είναι περίπλοκο. Βρίσκεται μέσα στον βασικό μηχανισμό του κυττάρου. “Μιλάει” με πολλά άλλα “μονοπάτια” μέσα στο κύτταρο και δεν μπορούμε μέχρις στιγμής να επηρεάσουμε μόνο αυτό, χωρίς να επηρεάσουμε και όλο τον υπόλοιπο μηχανισμό του κυττάρου».
Η τεχνολογία έπαιξε, τον τελευταίο αιώνα, καθοριστικό ρόλο στην αύξηση της ποσότητας της διαθέσιμης τροφής χωρίς χρονικούς περιορισμούς. Η διατροφική κουλτούρα που συνδιαμορφώθηκε από σύγχρονες μεθόδους διατήρησης και προσφοράς του φαγητού, το μάρκετινγκ για τα αγαθά και η άνοδος του βιοτικού επιπέδου σε μεγάλος μέρος του κόσμου έχουν συντελέσει στην εμφάνιση σειράς νόσων, με προεξάρχουσα την παχυσαρκία. «Υπάρχει σίγουρα η σύνδεση ανάμεσα στη μείωση του φαγητού και στο να ζει κανείς περισσότερα χρόνια», λέει ο Νικόλας Κτιστάκης.
Η νηστεία 16-18 ωρών δεν είναι μονόδρομος για τη διατήρηση της καλής υγείας, καθώς η λελογισμένη κατανάλωση φαγητού είναι από μόνη της ικανή να συμβάλλει στην πρόληψη ασθενειών που απασχολούν την ανθρωπότητα του 21ου αιώνα. Ο μηχανισμός της αυτοφαγίας προσφέρεται για περαιτέρω έρευνα με ενδεχόμενα καταλυτικά ευρήματα για την ανθρώπινη ζωή και την ποιότητά της.
«Υπάρχει σίγουρα ένα καλό μέλλον ως προς αυτό. Μπορούμε να βρούμε χρήσιμα πράγματα για την αυτοφαγία. Αλλά ας μην χρησιμοποιείται αυθαίρετα. Δεν τα έχουμε βρει ακόμα όλα», καταλήγει ο ερευνητής.
Πηγή: Καθημερινή