Τέσσερις μόλις μήνες μετά την αναρρίχηση του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία, έγινε μια μεγάλη αλλαγή σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, που πολυδιαφημίστηκε ως ενδεικτική του νέου πνεύματος που έφερε η σοσιαλιστική κυβέρνηση. Στις 6 Φεβρουαρίου 1982, με απόφαση του υπουργού παιδείας του ΠΑΣΟΚ Λευτέρη Βερυβάκη, ενός μυστακοφόρου που ήταν γνωστός για την αντιστασιακή του δράση επί χούντας, καταργήθηκε η ποδιά στα σχολεία. Ο νόμος που καταργήθηκε μιλούσε για ομοιόμορφη στολή που έπρεπε να φορούν υποχρεωτικά όλοι οι μαθητές (αγόρια και κορίτσια) από το νηπιαγωγείο μέχρι το τέλος του λυκείου, όμως το μέτρο είχε περιοριστεί μόνο στις μαθήτριες.
Τα κορίτσια φορούσαν μπλε ποδιά σε δύο αποχρώσεις (το απλό ή το σκούρο μπλε), με λευκό γιακά και λευκές κάλτσες που έφθαναν το πολύ ως κάτω απ’ το γόνατο. Το καλσόν κάθε τύπου, απαγορευόταν αυστηρά. Η στολή στα αγόρια, που κατά το νόμο περιελάμβανε και καπέλο, είχε καταργηθεί στην πράξη από την δεκαετία του ’60 και δεν εφαρμοζόταν πλέον. Το καπέλο των αγοριών ήταν μάλλινο και ονομαζόταν «κουκουβάγια», διότι είχε κεντημένο πάνω του ένα κεφάλι κουκουβάγιας που θεωρείται το σύμβολο της σοφίας. Η ποδιά για τα κορίτσια αφορούσε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης, από το νηπιαγωγείο μέχρι το τέλος του εξαταξίου γυμνασίου.
Η κατάργηση της ποδιάς έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από τις μαθήτριες, οι οποίες ένιωθαν φρικτά καταπιεσμένες μέσα στην ομοιομορφία της σχολικής ενδυμασίας. Η μόνη τους αντίδραση τις προηγούμενες δεκαετίες ήταν να προσπαθούν να κοντύνουν τις ποδιές όλο και περισσότερο. αυτό έβρισκε αντίθετους τους διευθυντές και τους συντηρητικούς δασκάλους ή καθηγητές ειδικά στην επαρχία, που ανάλογα με το μάκρος της ποδιάς μοίραζαν χαστούκια, παρατηρήσεις και αποβολές.
Το 1982 είχαν πια αλλάξει τα πράγματα και η κοινωνία ήταν έτοιμη να δεχτεί αλλαγές που παλιότερα θα θεωρούνταν αδιανόητες. Οι προοδευτικοί άνθρωποι της χώρας υποστήριξαν την κατάργηση, λέγοντας ότι τα σχολεία θα έπαυαν επιτέλους να μοιάζουν με στρατόπεδα ή φυλακές. Η ποδιά ήταν ούτως ή άλλως αναχρονιστική και δεν υπήρχε σε καμιά χώρα της Ευρώπης, με τον τρόπο που υπήρχε τότε στην Ελλάδα. Υπήρξαν όμως και αντιδράσεις, όχι έντονες είναι αλήθεια. Οι πολέμιοι της κατάργησης, συντηρητικοί και παλιομοδίτες άνθρωποι, εξέφραζαν φόβους ότι στα σχολεία θα επικρατούσε ενδυματολογική ασυδοσία, ανταγωνισμός ανάμεσα σε πλούσιες και φτωχότερες οικογένειες και γενικώς χαλάρωση της εσωτερικής πειθαρχίας.
Ούτως ή άλλως όμως, από τα τέλη της δεκαετίας του ’70, η μόδα είχε εισχωρήσει στη μαθητική ποδιά και λειτουργούσε ολόκληρο διαφημιστικό και εμπορικό κύκλωμα γύρω απ’ αυτήν. Στις αρχές κάθε σχολικής χρονιάς, οι τιμές και οι τάσεις της μόδας για την ποδιά ήταν μεγάλο εμπορικό, διαφημιστικό και δημοσιογραφικό θέμα. Οι πλουσιότεροι γονείς, παρέα με τις κόρες τους πήγαιναν στα μεγάλα πολυκαταστήματα της Αθήνας τότε, Μινιόν, Κατράντζος, Δραγώνας, κλπ, για να δουν τις καινούριες ποδιές στις βιτρίνες και να αγοράσουν τα σχέδια του ενός ή του άλλου διάσημου σχεδιαστή. Οι κολεξιόν του Τσεκλένη για το πολυκατάστημα Μινιόν διαμόρφωναν κάθε χρόνο τις τάσεις της μόδας για τη σχολική ποδιά.
Χρόνο με τον χρόνο κόνταιναν όλο και περισσότερο και όταν καταργήθηκαν είχαν πλέον διάφορα φερμουάρ, κρίκους, γωνίες, μικρές τσέπες και θήκες δήθεν για μολύβια ή ομπρέλα, ερεθιστικές λεπτομέρειες και άλλα παρόμοια που τις έκαναν να μοιάζουν περισσότερο με κοντές τουαλέτες παρά με στολές εργασίας. Η ομοιομορφία είχε ήδη καταργηθεί στην πράξη, καθώς και η χαμηλή τιμή. Μια ποδιά Τσεκλένη τότε, στοίχιζε τριπλάσια τιμή από μια απλή ποδιά. Οι φτωχοί άνθρωποι αγόραζαν τις ποδιές των κοριτσιών τους από βιοτεχνίες, οι πλουσιότεροι από τα μοντέρνα πολυκαταστήματα. Σήμερα, οι τότε μαθήτριες θυμούνται τις ποδιές τους με μία κάποια νοσταλγία. Το ίδιο και οι άντρες, καθώς όλες τους πρώτες μαθητικές αγάπες, μπλέ ποδιά φορούσαν, με λευκό γιακαδάκι και σοσονάκια με λευκές καλτσούλες.