Είναι η ιστορία του κοριτσιού που πήγε αιχμάλωτη στο Άουσβιτς, επέζησε και μετά από πολλές περιπέτειες δραπέτευσε και επέστρεψε στο χωριό της, τη Χρυσαυγή Κισάμου, περπατώντας! Τότε λεγόταν η Χρυσαυγή ονομάζονταν Μούλετε.
Ο λόγος για την Μαρία Γλυμιδάκη – Μανωλαράκη μια γυναίκα που έγραψε την δική της μεγάλη ιστορία κατά τη διάρκεια της Γερμανικής Κατοχής. Μια ιστορία που θα μπορούσε να αποτελεί το σενάριο μιας κινηματογραφικής ταινίας και είχα την τύχη να την ακούσω από την ίδια σε εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε τον Μάιο του 1993 στην αίθουσα εκδηλώσεων της “Κρητικής Εστίας” στην Αθήνα.
Την εκδήλωση είχε διοργανώσει ο Σύλλογος Κισαμιτών Αττικής, τιμώντας τέσσερις Κισαμίτες που κατάφεραν να γλιτώσουν από τα ναζιστικά πυρά, γράφοντας ο καθένας τη δική του ιστορία.
Ακόμα είχαν τιμηθεί ο παπά Γιάννης Καρτσωνάκης από τη Μαλάθυρο, ο Θανάσης Γιακουμάκης από τον Ταυρωνίτη και ο Νίκος Τσιχλάκης από τον Κακόπετρο (κανένας δεν βρίσκεται σήμερα στη ζωή).
Να δούμε όμως την ιστορία της Μαρίας Γλυμιδάκη – Μανωλαράκη που από την Χρυσαυγή βρέθηκε σε στρατόπεδο συγκεντρώσεως στη Σερβία και από εκεί στο φρικτό Άουσβιτς:
Υπερασπιζόμενη τον αδελφό της
Όταν οι Γερμανοί έπεσαν στο χωριό της συνεννοήθηκαν οι κάτοικοι να προφασιστούν αρχικά πως τους υποδέχονται για να στείλουν οι εισβολείς σήμα στα επιτελεία τους πως δεν υπάρχει κάποια αντίσταση κι έτσι να μην στοχοποιηθεί η Χρυσαυγή. Το σχέδιο ήταν μετά την «υποδοχή», να επιτεθούν στους αλεξιπτωτιστές και να τους εκτελέσουν όλους. Αυτό το έκαναν για να κερδίσουν χρόνο να εξαφανίσουν τα πτώματα.
Έτσι κι έγινε. Οι κάτοικοι του χωριού υπερασπιζόμενοι τα πάτρια εδάφη, την ελευθερία τους και την ανεξαρτησία τους, μετά την υποδοχή και τα κεράσματα, μετά το σήμα που έστειλαν καταχαρούμενοι για την υποδοχή οι αλεξιπτωτιστές, τους εκτέλεσαν όλους. Πήγαν σ’ ένα αμπέλι, άντρες και γυναίκες, έσκαψαν λάκκους και τους έθαψαν.
Οι κάτοικοι της Χρυσαυγής δεν είχαν στόχο να γίνουν ήρωες, απλά υπερασπίστηκαν τη γη των προγόνων τους από τους αιμοσταγείς εισβολείς.
Ούτε όμως η Μαρία, που ήταν μόλις 16 ετών, είχε πρόθεση να γίνει ηρωίδα.
Ετοιμαζόταν να φύγει από το χωριό μαζί με την οικογένειά της και άλλους χωριανούς για ασφαλέστερα μέρη, όταν έφτασε το μαντάτο πως ο μικρός της αδελφός είχε σκοτωθεί.
Αυθόρμητα, έτρεξε πίσω να τον βρει κι έτσι αρχίζει η ιστορία της. Ο 15χρονος αδελφός της δεν είχε σκοτωθεί, τον βρήκε να παλεύει στην αυλή ενός σπιτιού με έναν Γερμανό στρατιώτη. Αυθόρμητα όρμησε στη μάχη. Άρπαξε το όπλο του Γερμανού και καθώς δεν ήξερε πως να το χειριστεί, τον χτύπησε με το κοντάκι θανάσιμα στο κεφάλι, άρπαξε τον αδελφό της κι έτρεξε να προλάβει τους άλλους.
Πέρασαν δυο χρόνια ήσυχα. Δηλαδή όσο ήσυχα μπορούν να περάσουν μέσα στην κατοχή, για ένα κορίτσι «ακάτεχο» που μέχρι τότε ετοίμαζε τα προικιά του, «δεν είχε πειράξει ούτε μυρμήγκι» και ξαφνικά βρέθηκε να ‘χει σκοτώσει άνθρωπο.
Εν τω μεταξύ ο άξιος πρόεδρος του χωριού είχε φροντίσει να κρύψει τα πτώματα των Γερμανών σε ασφαλές μέρος, ενώ στα σήματα της διοίκησής τους που ρωτούσαν για τους απόντες, απαντούσε ότι νεκροί στο χωριό τους δεν υπήρχαν. Κάπου εκεί αρραβωνιάστηκε και Μαρία με τον μετέπειτα σύζυγό της…
Κι ύστερα ήρθε η προδοσία!
Κάποιος που είχε «προσωπικά» με τον πρόεδρο, κατέδωσε…
Ακολούθησαν συλλήψεις και ανακρίσεις. Ένας απ’ όλους «έσπασε». Κι έδειξε τον κοινό τάφο…
Ο πρόεδρος μαζί με άλλους χωριανούς εκτελέστηκαν μετά από φρικτά βασανιστήρια. Η Μαρία, ο αδελφός της Βασίλης κι άλλος ένας χωριανός, ο Ηλίας Μαλανδράκης, οδηγήθηκαν στις φυλακές της Αγυιάς.
Στον “Γολγοθά της Κρήτης”
Η ανάκριση, συνδυασμός ξύλου και ψυχολογικού εκβιασμού, κράτησε πολύ. Όπως διηγούνταν η Μαρία μετά τον πόλεμο με δάκρυα στα μάτια: «Ο πρόεδρος μου το ‘χε πει. Κρατήσου Μαρία, μην πεις τίποτα! Κι εγώ δε μίλησα». Έτσι απλά και άδολα η Μαρία «κράτησε». Χωρίς προπαίδεια, χωρίς τον «λόγο της αντρικής τιμής», χωρίς να σκεφτεί τίποτα άλλο.
Όπως διηγήθηκε η Μαρία στην εκδήλωση του Συλλόγου Κισαμιτών: “Μετά τα φρικτά βασανιστήρια, μας έβαλαν χειροπέδες, μας οδήγησαν σε ένα κελί και μας είπαν ότι στις 5 τα ξημερώματα θα μας εκτελέσουν. Εμείς το πήραμε απόφαση και περιμέναμε. Αλλά σταθήκαμε τυχεροί μιας και μας είχε πιάσει η αμνηστία που είχε δώσει ο Χίτλερ τα μεσάνυκτα (λόγω του θριάμβου του στο Παρίσι). Έτσι όσοι είχαν δικαστεί εις θάνατον τους χαρίστηκε η ζωή. Μετά μας συγκέντρωσαν όλους, μας έβγαλαν τις χειροπέδες, τότε εγώ πίστεψα ότι θα μας αφήσουν ελεύθερους. Όμως μας έβαλαν σε ένα φορτηγό και μας είπαν ότι θα μας πάμε εξορία. Ο οδηγός του φορτηγού που μας μετέφερε ήταν Ιταλός που με λυπήθηκε και μου είπε να του γράψω τη διεύθυνση του αρραβωνιαστικού μου για να τον βρει και να του πει που με πάνε. (πραγματικά όπως έμαθα αργότερα ο Ιταλός πήγε το σημείωμα!)”.
O πρώτος σταθμός στη Σερβία
“Μας πήγαν στη Σούδα όπου μας έβαλαν σε ένα σαπιοκάραβο το οποίο όταν περνούσε από τη Μήλο βομβαρδίστηκε αλλά τελικά κατάφερε να φτάσει στον Πειραιά.
Από εκεί μας οδήγησαν στον σταθμό Λαρίσης, μας έβαλαν σε ένα τρένο και μας οδήγησαν σ’ ένα στρατόπεδο συγκέντρωσης στην Σερβία. Εμάς, τις τρεις μοναδικές Ελληνίδες, μας φέρονταν χειρότερα απ’ όλες τις άλλες και πολλές φορές δεν μας έδιναν φαγητό μόνο και μόνο επειδή ήμασταν από την Ελλάδα.
Στο σέρβικο στρατόπεδο ξήλωνα την κεντητή κουβέρτα που είχα μαζί μου για σκέπασμα και αντάλλασσα την κλωστή με ψωμί.
Στη Σερβία έμεινα 6 μήνες και μετά από ένα σφοδρό βομβαρδισμό (όπου σκοτώθηκαν αρκετοί όμηροι μεταξύ των οποίων και ο Ηλίας Μαλανδράκης) μας έβαλαν σ’ ένα τρένο και μας οδήγησαν στο Άουσβιτς”.
Όσο ζούσε η Μαρία (πέθανε πριν μερικά χρόνια) διηγούνταν πάντα με μεγάλη συγκίνηση όλα όσα έζησε εκείνη την εποχή και μέχρι την τελευταία της στιγμή είχαν μείνει ανεξίτηλα γραμμένα στη μνήμη της.
Στο κολαστήριο του Άουσβιτς
Επόμενος σταθμός αυτής της φρικιαστικής περιπέτειας ήταν το κολαστήριο του Άουσβιτς που οι περισσότεροι από εμάς ανατριχιάζουμε και μόνο στο άκουσμα του. Φανταστείτε αυτούς που κατάφεραν να επιζήσουν από αυτό!
Και διηγούταν η Μαρία: “Όταν φτάσαμε εκεί με ρώτησε κάποια γυναίκα γιατί βρέθηκα εκεί καθώς στο Άουσβιτς μετέφεραν σχεδόν αποκλειστικά Εβραίες. Με πήγαν στην απομόνωση απ’ όπου με έβγαλαν όταν διαπίστωσαν ότι δεν ήμουν Εβραία, μου πήραν τη βέρα μου και ότι είχα επάνω μου, μου έδωσαν ένα ριγέ φόρεμα, μου έκαναν ένα κόκκινο σταυρό στην πλάτη που σήμαινε ότι δεν μπορούσαν να με κάψουν και μου χάραξαν στο αριστερό χέρι τον αριθμό κρατούμενης (Νο 82211)
Στη συνέχεια με πήγαν σ’ ένα μεγάλο εργοστάσιο πυρομαχικών όπου με έβαλαν και δούλευα σε ένα μηχάνημα. Όταν μια μέρα παραπονέθηκα ήρθε κάποιος Γερμανός και με κτύπησε.
Είχε κρατήσει μέσα της τόσο ζωντανά αυτά που εμείς βλέπουμε στην τηλεόραση και τον κινηματογράφο και πολλές φορές δεν τα πιστεύουμε. Γι’ αυτήν η «ορχήστρα», το σπάσιμο της πέτρας μέσα σε διαρκή βροχή, η μυρωδιά των «φούρνων», τα χιλιάδες παραμορφωμένα πτώματα, η καταρράκωση της ανθρώπινης υπόστασης, το πιο τέλεια οργανωμένο ομαδικό έγκλημα στην ανθρώπινη ιστορία, ήταν μνήμες ζωντανές μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής της.
«Ξυπνούσαμε τη νύχτα και ψάχναμε στα τυφλά για φαγητό. Όταν αρρωσταίναμε έπρεπε να περάσουμε γονατιστοί ένα μονοπάτι γεμάτο γυαλιά σπασμένα για να πάμε στο ιατρείο. Αρρωστοι για πολλές μέρες δεν υπήρχαν. Σχεδόν πάντα όποιος αρρώσταινε, πέθαινε. Όταν πάλι γινόταν κάποια «αταξία», μας έβγαζαν όλες έξω στο χιόνι. Εκεί μέναμε επί ώρες γονατιστές κρατώντας βαριές πέτρες στα χέρια. Τα ρούχα μας ήταν χάρτινα κι όταν δεν ήταν αρκετοί οι Εβραίοι για να γεμίσουν οι φούρνοι έπαιρναν στην τύχη συμπλήρωμα από μας», είχε πει σε συνέντευξη της.
Μέσα σ’ εκείνη την τραγική ομοιομορφία των ημερών που έζησε, είχε αποφασίσει πως δεν υπήρχαν σύμμαχοι και εχθροί. Υπήρχαν μόνο καλοί και κακοί άνθρωποι. Θυμόταν καλοσύνες από εχθρούς και κακία από συγκρατούμενους…
Επιστροφή με τα… πόδια!
Το Μάιο του 1945 όσοι είχαν επιζήσει τους άφησαν ελεύθερους αλλά το πώς έφτασαν στην Ελλάδα είναι δύσκολο να περιγραφεί, καθώς την περισσότερη διαδρομή την έκαναν με τα πόδια.
“Δεν θα ξεχάσω όμως ένα Έλληνα”, είχε πει η Μαρία, “που είδα σ’ ένα σταθμό ο οποίος είχε αυτοκίνητο, του ζήτησα να με πάρει μαζί του και αυτός το μόνο που είπε ήταν: Έχεις πόδια μπορείς να πας».
Στο χωριό της έφτασε τον Ιούλιο του 1945 όταν ετοίμαζαν το μνημόσυνο για κείνη και τον αδελφό της. Την υποδέχτηκαν με γλέντι τρικούβερτο, ωστόσο ο αδελφός της δεν γύρισε ποτέ. Δεν έμαθαν ποτέ για την τύχη του.
Παντρεύτηκε τον πιστό της αρραβωνιαστικό, έκανε οικογένεια, έγινε «μια απλή γυναίκα» κι ευτύχισε να διηγείται στα εγγόνια της «ιστορίες της κατοχής».
Όσο ζούσε μπορούσε να μιλά μέρες ολόκληρες για όσα πέρασε στους τόπους του μαρτυρίου της. Και μέσα στις διηγήσεις αυτές καταλαβαίνει αμέσως ο ακροατής της πως δεν γλίτωσε μόνο από τύχη. Ένα τρομερό αίσθημα αυτοσυντήρησης, θάρρος, υπομονή, κουράγιο, ελπίδα, σε συνδυασμό με το «γυναικείο ένστικτο» κι ένας «κοινός νους» καθαρός σαν τον αέρα του χωριού της, τη βοήθησαν.
Όμως η Μαρία που γύρισε από τα στρατόπεδα συγκέντρωσης δεν ήταν ίδια με τη Μαρία που έφυγε, όσο κι αν προσπάθησε γι’ αυτό. Η εξορία της άφησε βαθιά σημάδια, ψυχικά και σωματικά: «Υποφέρουν τα πόδια μου από το γονάτισμα στο χιόνι και συχνά παίρνω χάπια για να κοιμηθώ», έλεγε πολλά χρόνια αργότερα.