Συμπληρώθηκαν 52 χρόνια από την μαύρη ημέρα της 8ης Σεπτεμβρίου του 1972, που βύθισε στο πένθος την τοπική κοινότητα της Καλαμαύκας Ιεράπετρας.
Στη χαραυγή εκείνης της μέρας, 21 προσκυνητές κάτοικοι Καλαμαύκας, βρήκαν τραγικό θάνατο, έπειτα από πτώση σε γκρεμό ενός σαράβαλου λεωφορείου του ΚΤΕΛ, (ο οδηγός του έδενε τα φρένα του με σύρμα), στο οποίο 20 λεπτά νωρίτερα, είχαν επιβιβαστεί μαζί με άλλους 31 επιζήσαντες συγχωριανούς τους, με προορισμό το πανηγύρι της Παναγίας της Εξακουστής, στη γειτονική κοινότητα των Μαλλών.
Εκείνη τη μαύρη επταετία των συνταγματαρχών, το διαλυμένο κράτος της Χούντας , έβρισκε τρόπους να επιτρέπει σε αυτό το λεωφορείο του θανάτου, να κυκλοφορεί, μεταφέροντας επιβάτες, και ας έμενε πολλές φορές στο δρόμο, είτε από σπασμένα φρένα, είτε επειδή έπαιρνε φωτιά ο κινητήρας του.
Αιτιολογώντας την απώλεια του ελέγχου του λεωφορείου του, ο οδηγός του μοιραίου αυτού οχήματος, τότε, είχε δηλώσει ότι, είχαν ξανασπάσει πάνω στην τελευταία στροφή, πριν το μοναστήρι τα φρένα του.
Ο 12χρονος (τότε) Νίκος Γαρεφαλάκης που σώθηκε μαζί με τον 8χρονο αδερφό του Μιχάλη, χάνοντας όμως τον 42χρονο πατέρα του Μανόλη, την 32χρονη μητέρα του Μαρία και την 13χρονη αδερφή του Σοφία, δεν μπόρεσε ποτέ να συγχωρήσει τους πολιτικούς της εποχής εκείνης, που αργότερα στα δικαστήρια, χρησιμοποιώντας κάθε μέσο, κατάφεραν να αθωώσουν το ΚΤΕΛ, ρίχνοντας όλα τα βάρη στον οδηγό και τον εισπράκτορα του λεωφορείου, οι οποίοι και καταδικάστηκαν.
«Θυμούμαι ότι , στη στροφή από τον κεντρικό επαρχιακό δρόμο, προς το δρομάκι που κατηφόριζε για την Παναγία την Εξακουστή, είχε κατέβει ο πατέρας μου, και έκανε κουμάντο, για να καταφέρει ο οδηγός του λεωφορείου να πάρει την απότομη στροφή. Θυμούμαι τη στιγμή που το λεωφορείο, έγειρε προς το γκρεμό, τις φωνές των συγχωριανών μου. Σώθηκα, αν και ήμουν στο μπροστινό μέρος του λεωφορείου, ίσως γιατί έπεσα στο κενό που είχε δίπλα στον λεβγιέ των ταχυτήτων. Με βγάλανε τραυματισμένο από τους τελευταίους. Καθώς το βαρύ όχημα έπεφτε στο γκρεμό, με το μπροστινό του μέρος, ξεκολλούσαν τα καθίσματα και έπεφταν μαζί με τους καθήμενους και τους όρθιους πάνω σε εκείνους που κάθονταν η ήταν όρθιοι μπροστά . Το λεωφορείο ήταν 24 θέσεων και είχε πάρει 52 επιβάτες απο την Καλαμαύκα. Με μετέφεραν στην καρότσα αγροτικού αυτοκινήτου στο Νοσοκομείο του Αγίου Νικολάου , μαζί με άλλους τραυματίες. Τους νεκρούς τους μετέφεραν στο Νοσοκομείο της Ιεράπετρας», μας είχε πεί στο οδοιπορικό που είχαμε κάνει πέρυσι στην Καλαμαύκα ο Νίκος Γαρεφαλάκης, ενώ μας έδειχνε όλα τα δημοσιεύματα του Τύπου εκείνης της εποχής, που περιέγραφαν με κάθε λεπτομέρεια το δράμα ενός ολόκληρου χωριού.
«Αυτό το τραγικό δυστύχημα, σημάδεψε το χωριό μας για πάρα πολλά χρόνια. Δεν ήταν κάτι που έγινε και τελείωσε και δεν θα το ξεπεράσουμε ποτέ. Οι μνήμες επιστρέφουν πάντα και εκείνοι που έμειναν χωρίς μανάδες, πατεράδες , αδέρφια, παιδιά και συγγενείς, δεν θα το ξεχάσουν ποτέ . Το κενό εκείνων που χάθηκαν τότε, δεν αναπληρώθηκε ποτέ», μας είχε πεί η πρόεδρος της τοπικής κοινότητας Καλαμαύκας Ειρήνη Ψιλινάκη.
Εκείνοι που σώθηκαν από τύχη
Η διαίσθηση κάποιων ανθρώπων και η τύχη κάποιων άλλων, βοήθησε και δεν επιβιβάστηκαν στο λεωφορείο του θανάτου, εκείνο το πρωινό.
«Ενώ απο την προηγούμενη μέρα, είχα αποφασίσει με την αδερφή μου, να πάμε στο πανηγύρι με τα παιδιά μου , καθώς κοιμόμουνα τη νύχτα, μια φωνή στο δεξί μου αφτί μου έλεγε, να μην πάω στην Παναγία την Εξακουστή, γιατί θα σκοτωθούν και τα δυο μου παιδιά . Φοβήθηκα και δεν πήγα, ενώ επηρέασα και την αδερφή μου, να μην πάει ούτε κι εκείνη. Όταν το πρωί ακούσαμε στο χωριό τι είχε συμβεί και βλέποντας τα αυτοκίνητα να περνούν με τους τραυματίες και τους νεκρούς, μέσα απο την Κλαμαύκα, καταλάβαμε τι είχε γίνει. Αργά το βράδυ εκείνη τη μέρα, φέρανε τα φέρετρα στο χωριό με τους 21 νεκρούς και τους θάψανε τη νύχτα σε πρόχειρους τάφους στο νεκροταφείο, για να μην βλέπουμε όσοι είχαμε γλιτώσει», μας είπε η 78χρονη σήμερα Ελισάβετ Ψιλινάκη.
Στο Νοσοκομείο της Ιεράπετρας εκείνο το πρωί επικρατούσε πανικός. Οι νεκροί ήταν 21 και δεν υπήρχαν φέρετρα , σάβανα και τελετάρχες, για να “φτιάξουν” τους νεκρούς.
«Εκείνο το πρωί μαθαίνοντας τι είχε συμβεί, ένιωσα ότι είχα την υποχρέωση να παρέμβω, όταν άρχισαν να κουβαλούν τους νεκρούς στο Νοσοκομείο της Ιεράπετρας.. Έτρεξα και είδα ότι, το υπόγειο του Νοσοκομείου ήταν γεμάτο πτώματα. Κινητοποίησα δικούς μου ανθρώπους σε όλη την περιφέρεια και βρήκα φέρετρα, πήγα σε κεντρικό εμπορικό κατάστημα και πήρα ένα τόπι χασέ για σάβανο , πήρα μια μπουκάλα κολώνια , και βρήκα τη δύναμη μαζί με τους νοσοκόμους να βοηθήσω κι εγώ, αν και δεν το είχα ξανακάνει, να τακτοποιήσουμε τους νεκρούς, μέσα στα φέρετρα . Όταν βασίλεψε ο ήλιος, μεταφέραμε με δικούς μου ανθρώπους στην Καλαμαύκα τα 21 φέρετρα, και θάψαμε τους νεκρούς τη νύχτα», μας είπε ο Νίκος Χαραλαμπάκης , που ήταν 36 χρονών τότε, και έκανε εμπόριο κηπευτικών.
Είχαν τύχη βουνό
Ο Γιάννης και ο Σπύρος Ζουραράκης, σώθηκαν γιατί χάσανε το λεωφορείο επειδή τους φώναξε η μητέρα τους να πάρουν τα σακάκια τους, που τα είχανε ξεχάσει στο σπίτι τους.
«Ενώ είμασταν έτοιμοι να μπούμε στο λεωφορείο με τον αδερφό μου , μας φώναξε η μητέρα μας, να γυρίσουμε να πάρουμε τα σακάκια μας . Πήγαμε και όταν γυρίσαμε στην πλατεία το λεωφορείο είχε απομακρυνθεί, και έτσι μείναμε έξω από τη λίστα με τους νεκρούς και τους τραυματίες. Όταν λίγο αργότερα γύρω στις 7.30 το πρωί, μάθαμε για το δυστύχημα, τρέξαμε να βοηθήσουμε να βγάλουμε τον κόσμο από το γκρεμό, όπου είχε πέσει το λεωφορείο», μας είπε ο Γιάννης Ζουραράκης.
Τραυματική εμπειρία
Συγκλονίζει η τραυματική εμπειρία της συζύγου του Γιάννη Ζουραράκη, Ευαγγελίας Ζουραράκη, η οποία επέζησε του δυστυχήματος, αν και ήταν τραυματισμένη σοβαρά .
Εκείνη τη μέρα, έμεινε μόνη στον κόσμο, αφού έχασε στο τροχαίο αυτό και τη μητέρα της, ενώ η ίδια όταν ξεπέρασε τα προβλήματα της υγείας της, κατέληξε στο Ορφανοτροφείο, από όπου την έκλεψε 16 χρονών και την παντρεύτηκε ο σύζυγος της.
«Εκείνο το πρωί στο λεωφορείο, είχαν μπεί 30 άτομα περισσότερα από εκείνα που μπορούσε να μεταφέρει. Όταν φτάσαμε στη μεγάλη στροφή στον κεντρικό δρόμο, πριν στρίψουμε για το μοναστήρι, είπαμε στον οδηγό να μας αφήσει εκεί, για να περπατήσουμε μέχρι το μοναστήρι της Παναγίας της Εξακουστής. Η απάντηση του ήταν, ‘’μέχρι εδώ σας έφερα και από εδώ και κάτω θα σας σκοτώσω;”
Όμως τα φρένα του λεωφορείου ήταν δεμένα με το σύρμα.
Αυτό το σύρμα έσπασε μάλλον, και μας έριξε στο γκρεμό. Θυμούμαι τις φωνές των συγχωριανών μου και το θόρυβο απο τα πεύκα που έσπαζαν τα παράθυρα του σαράβαλου λεωφορείου, σκοτώνοντας τον κόσμο. Ενώ πέφταμε στο γκρεμό , οι όρθιοι επιβάτες πλάκωναν τους καθισμένους, μέχρι που το λεωφορείο έφτασε στο τέρμα, και σφηνώθηκε με τη μούρη πάνω στα βράχια. Οι άνθρωποι που βρέθηκαν εκεί, δεν μπόρεσαν να απεγκλωβίσουν γρήγορα τους τραυματίες και πολλοί πέθαναν από ασφυξία.
Έμεινα σε Νοσοκομείο ένα χρόνο περίπου, και εκεί έμαθα ότι είχα χάσει και τη μητέρα μου. Αργότερα βρέθηκα στο Ορφανοτροφείο.
Οι πληγές που άνοιξε αυτό το δυστύχημα στην κοινωνία της Καλαμαύκας, δεν έχουν κλείσει ακόμη . Ο κόσμος στο χωριό μας από τότε, έχασε το χαμόγελο από τα χείλη του. Εύχομαι να είμαστε εμείς οι τελευταίοι που πικραθήκαμε τόσο πολύ», μας είχε πεί η Ευαγγελία Ζουραράκη, που δε μπόρεσε να συγκρατήσει τα δάκρυα της.