Ο μακροβιότερος CEO του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, Hλίας Ξηρουχάκης, μιλάει σε συνέντευξή του λίγο πριν το Ταμείο τερματίσει τη λειτουργία του, στις αρχές του 2025. Αναφέρεται στις αποεπενδύσεις του Δημοσίου από τις Τράπεζες, διαδικασία που, όπως λέει, έγινε με καλύτερες τιμολογήσεις σε σχέση με αντίστοιχες συναλλαγές στην Ευρώπη, εξηγεί τη θέση του Ταμείου για τις τιμές διάθεσης στο placement της Εθνικής, όπως και τους λόγους που ήταν αναγκαία η ανακεφαλαιοποίηση της Τράπεζας Αττικής. Αποκαλύπτει ακόμη τις κρίσιμες προκλήσεις που αντιμετώπισε το ΤΧΣ και τη συμβολή του στις τιτλοποιήσεις των κόκκινων δανείων.
Στις αρχές του 2025 το ΤΧΣ θα αναστείλει τη λειτουργία του. Πέρα από την πώληση μετοχών στις συστημικές τράπεζες, ποια θεωρείτε τη σημαντικότερη συμβολή του;
Το ΤΧΣ διαδραμάτισε καταλυτικό ρόλο στη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας στην πλέον ασταθή οικονομική περίοδο της χώρας: ήρθε ως απάντηση στις τεράστιες προκλήσεις που αντιμετώπιζε το τραπεζικό σύστημα, έχοντας ως αποστολή να διασφαλίσει τη σταθερότητα του κλάδου, να προστατεύσει τους καταθέτες και να διευκολύνει την ανάταξη της οικονομίας. Το ΤΧΣ παρείχε την απαιτούμενη κεφαλαιακή ενίσχυση στις συστημικές τράπεζες, οι οποίες βρίσκονταν υπό ασφυκτική πίεση, αποτρέποντας την κατάρρευσή τους, προστατεύοντας τις καταθέσεις των πολιτών και διασφαλίζοντας τη συνέχιση της ομαλής λειτουργίας τους. Ετσι, αποκαταστάθηκε η εμπιστοσύνη καταθετών και επενδυτών, οδηγώντας στη σταθεροποίηση της ευρύτερης οικονομίας. Μέσω της στρατηγικής συμμετοχής του στα σχέδια αναδιάρθρωσης και υποστηρίζοντας σημαντικές μεταρρυθμίσεις εταιρικής διακυβέρνησης για τη βελτίωση της διαφάνειας, της αποτελεσματικότητας και των πρακτικών διαχείρισης κινδύνων, οι οποίες ενίσχυσαν την επιχειρησιακή ανθεκτικότητα των τραπεζών, το ΤΧΣ συνέβαλε καθοριστικά στην ανάκαμψή τους, επιτρέποντας την ορθότερη αντιμετώπιση οικονομικών αβεβαιοτήτων και ανοίγοντας τον δρόμο για την επιστροφή στην κανονικότητα.
Είστε ο πλέον μακροβιότερος επικεφαλής του ΤΧΣ, με θητεία άνω των επτά ετών. Ποια ήταν η πιο δύσκολη ή κρίσιμη πρόκληση που αντιμετωπίσατε;
Χωρίς αμφιβολία, ο σχεδιασμός και η επιτυχής υλοποίηση του προγράμματος αποεπένδυσης από τις συστημικές τράπεζες εντός του πολύ στενού χρονικού πλαισίου που τέθηκε. Η σημασία της αποεπένδυσης, και τα πολλαπλά μηνύματα που θα έστελνε για το τραπεζικό σύστημα και την οικονομία της χώρας, αποτέλεσε κορυφαία πρόκληση. Η στρατηγική που επελέγη, η οποία έλαβε την έγκριση του υπουργείου Εθνικής Οικονομίας και Οικονομικών, και η απολύτως επιτυχής ολοκλήρωση των συναλλαγών με την επιστροφή των τραπεζών σε ιδιώτες επενδυτές -και μάλιστα σε χρόνο συντομότερο απ’ ό,τι είχε αρχικά σχεδιαστεί- αποτέλεσαν δικαίωση των προσπαθειών του ΤΧΣ για την αναγέννηση του τραπεζικού κλάδου και της εθνικής οικονομίας. Μία ακόμη αξιοσημείωτη πρόκληση αποτέλεσε η συμμετοχή μας στη δημιουργία του προγράμματος κρατικών εγγυήσεων σε τιτλοποιήσεις πιστωτικών ιδρυμάτων (γνωστού ως «Ηρακλή») που επέλυσε, διά παντός, το ακανθώδες ζήτημα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων που «έπνιγε» κεφαλαιακά τις ελληνικές τράπεζες.
Υπάρχει κριτική ότι στα placements του ΤΧΣ πιέσατε για υψηλές τιμές διάθεσης μετοχών, κάτι που κάποιοι αποδίδουν στη χρηματιστηριακή στασιμότητα. Πώς απαντάτε;
Η όποια άποψη εκφράστηκε (ιδιαίτερα μετά το τελευταίο placement της ΕΤΕ) είναι σεβαστή, αλλά θεωρώ ότι οφείλουμε να εξετάσουμε το πλαίσιο εντός του οποίου λάβαμε τις αποφάσεις. Στόχος μας ήταν η μεγιστοποίηση της αξίας αποεπένδυσης για το Δημόσιο, με ταυτόχρονη όμως διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας. Η τιμή διάθεσης καθορίστηκε με γνώμονα τη δίκαιη αποτίμηση, τη διαφάνεια και την προσέλκυση σοβαρών και αξιόπιστων διεθνών και εγχώριων επενδυτών μακροπρόθεσμου ορίζοντα. Σαφώς η ελληνική αγορά, λόγω της γενικότερης χρηματιστηριακής κατάστασης, αντιμετωπίζει προκλήσεις και αναζητά ερμηνείες στην επίδραση της δυναμικής των αποεπενδύσεων. Παρ’ όλα αυτά, το Ταμείο εργάστηκε με συνέπεια και σύνεση ώστε να προσελκύσει κορυφαίους επενδυτές, εξασφαλίζοντας το δημόσιο συμφέρον. Η ανοδική πορεία της αγοράς και η εξέλιξη των τραπεζών στο εγγύς μέλλον θα είναι, εκτιμώ, η καλύτερη απάντηση στις επιλογές μας και στις προκλήσεις που επιτυχώς αντιμετωπίσαμε.
Κριτική ασκήθηκε και στους όρους ανακεφαλαιοποίησης της Τράπεζας Αττικής. Γιατί ήταν αναγκαία αυτή η συμφωνία και ποιες θα ήταν οι επιπτώσεις αν δεν είχε διασωθεί;
Η ανακεφαλαιοποίηση κρίθηκε απαραίτητη για τη διασφάλιση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, την αποτροπή νέας συστημικής αστάθειας και σημαντικής οικονομικής ζημιάς για το Δημόσιο, καθώς και για την προστασία των καταθετών. Μετά από μακρά και ενδελεχή έρευνα, το Ταμείο κατέληξε σε τελική συμφωνία με την Thrivest και την παράλληλη συγχώνευση της Τράπεζας Αττικής με την Παγκρήτια ως ισχυρό εχέγγυο για την κάλυψη των κεφαλαιακών της αναγκών. Η ολοκλήρωση της συγχώνευσης αποτελεί το πρώτο στάδιο του φιλόδοξου επιχειρηματικού σχεδίου της νέας τράπεζας, η οποία, με ισχυρές πλέον προοπτικές και διακριτό ρόλο στο χρηματοπιστωτικό γίγνεσθαι της χώρας, φιλοδοξεί να αποτελέσει τον 5ο πυλώνα του τραπεζικού μας συστήματος.
Από τον ρόλο του, το ΤΧΣ είχε πλήρη εικόνα του τραπεζικού κλάδου. Ποιο θεωρείτε το πιο σοβαρό ζήτημα που αντιμετωπίζει σήμερα το τραπεζικό σύστημα;
Σίγουρα η διαχείριση της διπλής μετάβασης: προς τη βιώσιμη ανάπτυξη και την πλήρη αξιοποίηση της τεχνολογίας. Η ενσωμάτωση κριτηρίων ESG και η στροφή σε πράσινες επενδύσεις θα επιτρέψουν στις τράπεζες να συμμορφωθούν με τις διεθνείς τάσεις και κανονισμούς και να παραμείνουν ανταγωνιστικές. Ταυτόχρονα, η τεχνολογική πρόοδος και η ψηφιακή μετάβαση δημιουργούν νέες προκλήσεις αλλά και πληθώρα ευκαιριών. Η υιοθέτηση τεχνολογικών καινοτομιών, όπως η Τεχνητή Νοημοσύνη, το blockchain και η ανάλυση μεγάλων δεδομένων, είναι κρίσιμη για τη βελτίωση της λειτουργικής αποτελεσματικότητας, της διαχείρισης κινδύνων και της εμπειρίας του πελάτη, αλλά επιβάλλει σημαντικού ύψους επενδύσεις στην κυβερνοασφάλεια για την προστασία των ευαίσθητων δεδομένων και την ενίσχυση της εμπιστοσύνης μεταξύ πελάτη και τραπεζικού ιδρύματος. Η διασύνδεση αυτών των δύο στόχων αποτελεί μεγάλη πρόκληση. Η τεχνολογία μπορεί να γίνει καταλύτης για τη βιώσιμη χρηματοδότηση, διευκολύνοντας τη διαφάνεια, τη συλλογή και την ανάλυση δεδομένων ESG, καθώς και την ταχύτερη και πιο ευέλικτη εξυπηρέτηση των πελατών που στρέφονται σε πράσινες πρωτοβουλίες. Θεωρώ κρίσιμη την ικανοποίηση των χρηματοδοτικών αναγκών της αγοράς (επιχειρήσεων και ιδιωτών) για τη διασφάλιση της μελλοντικής υψηλής ποιότητας του ενεργητικού των τραπεζών και την επάρκεια πιστωτικών κεφαλαίων σε μία αναπτυσσόμενη οικονομία που τα έχει απόλυτη ανάγκη.
Το Ταμείο ολοκλήρωσε τη διαδικασία της αποεπένδυσης ταχύτατα, συγκριτικά με άλλα κράτη, σε ένα στενό και ιδανικό για τις αγορές χρονικό εύρος και με πολύ συμφέρουσες οικονομικές προϋποθέσεις για το Δημόσιο. Αυτή ήταν εξαρχής η στρατηγική;
Κατ’ αρχάς να πούμε ότι υπήρξε ξεκάθαρη βούληση όλων των stakeholders για την επιστροφή των τραπεζών σε ιδιωτικό καθεστώς μετά από δεκατέσσερα χρόνια κρίσης. Ετσι, υλοποιήθηκε μια σειρά ενεργειών προκειμένου να ολοκληρωθεί ομαλά η ιδιωτικοποίηση των ελληνικών συστημικών τραπεζών. Ξεκινώντας από τον Νόμο του ΤΧΣ, ο οποίος τροποποιήθηκε το 2022 για να καταστήσει την αποεπένδυση από τις συστημικές τράπεζες έως το τέλος του 2025 στόχο ισάξιο με τη διατήρηση της χρηματοπιστωτικής σταθερότητας, μέχρι και τη δημιουργία και υλοποίηση της στρατηγικής αποεπένδυσης από το ΤΧΣ από τον Ιανουάριο του 2023 μέχρι και τον Οκτώβριο του 2024. Η αρχική επιδίωξη του νομοθέτη να υλοποιηθεί η αποεπένδυση στο τέλος του 2025 ολοκληρώθηκε πολύ νωρίτερα, ήδη πριν το τέλος του 2024, με απόλυτη επιτυχία. Σε αυτό συνέβαλαν το ιστορικά υψηλό επενδυτικό ενδιαφέρον για τις ελληνικές τράπεζες, καθώς και η ετοιμότητα του Ταμείου και όλων των εμπλεκόμενων μερών να δράσουν αποφασιστικά όταν οι συνθήκες το επέτρεψαν.
Σε αυτό το πλαίσιο, πραγματοποιήθηκαν πέντε συναλλαγές, μεταξύ των οποίων μία επαναγορά ιδίων μετοχών, μία συναλλαγή μέσω ιδιωτικής τοποθέτησης (private placement) σε στρατηγικό επενδυτή (μία από τις μεγαλύτερες τράπεζες της Ευρώπης) και τρεις προσφορές μετοχών μέσω δημόσιας προσφοράς εντός και εκτός Ελλάδας μέσω ιδιωτικής τοποθέτησης (ήτοι, μέσω διαδικασίας βιβλίου προσφορών) μεταξύ Οκτωβρίου του 2023 και Οκτωβρίου του 2024. Ετσι, τρεις από τις τέσσερις ελληνικές συστημικές τράπεζες επέστρεψαν στην πλήρη ιδιοκτησία του ιδιωτικού τομέα, με το ΤΧΣ να διατηρεί σήμερα ένα μικρό μερίδιο στην Εθνική Τράπεζα (8,4%). Τα συνολικά έσοδα για το Δημόσιο ανήλθαν περίπου στα 3,5 δισ. ευρώ.
Στο σημείο αυτό είναι σημαντικό να τονίσουμε, πρώτον, ότι η ιδιωτικοποίηση των ελληνικών συστημικών τραπεζών πραγματοποιήθηκε σε πολύ πιο σύντομο χρονικό διάστημα (δηλαδή σε διάστημα μόλις ενός έτους και για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες) σε σχέση με αντίστοιχες ιδιωτικοποιήσεις τραπεζών άλλων χωρών, όπως της Ιρλανδίας, της Ολλανδίας και της Ισπανίας (όπως φαίνεται στον παρακάτω πίνακα), όπου η διαδικασία αποεπένδυσης ξεκίνησε από το 2013 και μέχρι σήμερα, 11 χρόνια μετά, δεν έχει ακόμη ολοκληρωθεί.
Δεύτερον, και σημαντικότερο, ότι οι ιδιωτικοποιήσεις των ελληνικών συστημικών τραπεζών υλοποιήθηκαν με σαφώς πολύ καλύτερη τιμολόγηση σε σχέση με αντίστοιχες ευρωπαϊκές συναλλαγές των τελευταίων ετών, δηλαδή σχεδόν με μηδενικό σταθμισμένο μέσο όρο έκπτωσης (-0,1%).
Συγκριτικά, ο αντίστοιχος μέσος όρος έκπτωσης στον οποίο υλοποιήθηκαν οι ευρωπαϊκές ιδιωτικοποιήσεις κυμάνθηκε στην καλύτερη περίπτωση από -1,3% στο Ηνωμένο Βασίλειο έως -3,9% στην περίπτωση της Monte dei Paschi di Siena στην Ιταλία. Θα πρέπει μάλιστα να επισημάνω ότι η εξαιρετική αυτή τιμολόγηση δεν επετεύχθη εις βάρος της ποιότητας των κεφαλαίων που συγκεντρώθηκαν.
Δηλαδή, μαζί με την ελαχιστοποίηση του μέσου όρου έκπτωσης πετύχαμε και την προσέλκυση κορυφαίων διεθνών και εγχώριων θεσμικών επενδυτών με ποιοτικά κεφάλαια μακροπρόθεσμου ορίζοντα. Πιο συγκεκριμένα, και για τις τρεις δημόσιες συναλλαγές αξίζει να τονίσουμε ότι περίπου το 90% των μετοχών κατανεμήθηκε σε επενδυτές μακροπρόθεσμου ορίζοντα, περιορίζοντας το ποσοστό που αποδόθηκε σε αντισταθμιστικά κεφάλαια (Hedge Funds) κοντά στο 10%.
Ολα τα παραπάνω έγιναν εφικτά ως αποτέλεσμα εκτενών και συστηματικών προσπαθειών, κατάλληλης προετοιμασίας και εντατικών διαπραγματεύσεων όλων των εμπλεκόμενων μερών, μεγιστοποιώντας, κατά το δυνατό, το ύψος του οφέλους για το Ελληνικό Δημόσιο και τον Ελληνα φορολογούμενο, και ολοκληρώνοντας έτσι με αδιαμφισβήτητη επιτυχία τον κύκλο των αποεπενδύσεων από την πλευρά του ΤΧΣ.
ΠΗΓΗ: newmoney.gr