ΑΓΡΟΤΙΚΑ

Kατακερματίζεται η αγροτική ιδιοκτησία με το κληρονομικό δίκαιο

«Το βασικό πρόβληµα της ελληνικής γεωργίας από την αγροτική µεταρρύθµιση του 1917 µέχρι σήµερα είναι το διαρθρωτικό πρόβληµα της µικρής αγροτικής γαιοκτησίας και της κατάτµησης της σε µεγάλο αριθµό αγροτεµαχίων.

Τα δύο αυτά προβλήµατα µαζί µε άλλους προσδιοριστικούς παράγοντες (ποιότητα εδαφών, άρδευση, µορφολογία κλπ) αποτελούν τη βάση του οικοδοµήµατος που ονοµάζεται γεωργικό πρόβληµα στην Ελλάδα και στις υπάρχουσες κοινωνικές συνθήκες, καταδικάζει τον αγροτικό κόσµο στην περιθωριοποίηση και την υπανάπτυξη».

Η παράγραφος αυτή, που είναι σαν να γράφτηκε σήµερα, περιέχεται στο εισαγωγικού του Β’ µέρους µιας έκθεσης 72 δακτυλογραφηµένων σελίδων του Τεχνικού Επιµελητηρίου Ελλάδος που συντάχθηκε το 1977 και αποτυπώνει µε τον πιο εύγλωττο τρόπο στρεβλώσεις που παραµένουν ζωντανές εδώ και πλέον έναν, αιώνα (1917-2020). ∆ια του λόγου το αληθές, η µελέτη του ΙΟΒΕ που παρουσιάστηκε στις 21 Οκτωβρίου σε διαδικτυακή εκδήλωση για τις εισροές (ΣΠΕΛ, ΣΕΠΥ, ΕΣΥΦ), σύµφωνα µε την οποία πρώτο και µείζον διαρθρωτικό πρόβληµα του πρωτογενούς οι µικρές κατακερµατισµένες εκµεταλλεύσεις, όπου το 90% επί συνόλου των αγροτικών εκτάσεων χαρακτηρίζονται υπερβολικά µικρές (<2 εκτάρια).

Ενδιαφέρον έχει στην τεχνική µελέτη του ΤΕΕ, ότι η Ελλάδα µετά τον Α’ Παγκόσµιο Πόλεµο, ακολουθώντας, ξένες νοµοθεσίες (Γερµανική), επιχείρησε ήδη από τον πρώτο αγροτικό νόµο 1072/1917 να περιορίσει µε πράξεις αιτία θανάτου κατάτµηση των κλήρων των ακτηµόνων γεωργών, που αποκαθίστανταν σε µικροϊδιοκτήτες. Κατά τον νόµο αυτόν, το οικογενειακό κτήµα περιέχονταν σε έναν µόνον από τους τυχόν περισσότερους συγκληρονόµους, εκείνον, που µπορούσε να πληρώσει αµέσως τοις µετρητοίς τα µερίδια των υπολοίπων αποφασίζοντας αλλιώς µε κλήρωση.[…]. Όµως µετά ήρθε η µικρασιατική καταστροφή, που δεν έφερε νέα γη, αλλά 1,2 εκατοµµύρια πρόσφυγες δηµιουργώντας ασφυκτική κατάσταση στην ύπαιθρο, καθιστώντας ανεφάρµοστη την νοµοθεσία αυτή και φέρνοντας άλλους νόµους από το 1924 και µετά που θέσπιζαν περιορισµούς στην κληρονοµική διαδοχή, αλλά σε µία τελείως διαφορετική βάση, δηλαδή πώς να αποφευχθεί η συγκέντρωση της αγροτικής ιδιοκτησίας πέρα από ένα κλήρο µέσα από την κληρονοµική διαδοχή και πως θα αποφευχθεί να περιέχεται η γη σε πρόσωπα ξένα µε τη γεωργία.

Σήµερα, εν έτη 2020 και παρά τις κατά καιρούς «φιλόδοξες» πολιτικές περί αναδασµού, τα προβλήµατα διογκώνονται δηµιουργώντας µαρασµό και ερήµωση της αγροτικής υπαίθρου, εξαιτίας µιας δαιδαλώδους νοµοθεσίας που συνεχίζει να σκοντάφτει σε ζητήµατα αγροτικής ιδιοκτησίας και κληρονοµικού δικαίου. Ως ένα τέτοιο, καταθέτει στην Agrenda, αναγνώστης, το ζήτηµα της κατάτµησης της αγροτικής γης λόγω κληρονοµιάς. «Σε πάρα πολλές περιπτώσεις οι κληρονόµοι δεν έχουν καµία σχέση µε την καλλιέργεια της γης µε αποτέλεσµα γόνιµη γη να µένει ανεκµετάλλευτη, επίσης σε άλλες περιπτώσεις δεν συµφωνούν οι κληρονόµοι για την εκποίηση του αγροτεµαχίου λόγω αντιπαθειών µεταξύ τους», µας αναφέρει στο ενηµερωτικό του σηµείωµα εκτιµώντας πως το αρµόδιο υπουργείο θα πρέπει να παρέµβει και µε σχετική νοµοθεσία να λύσει το µεγάλο αυτό πρόβληµα. Μάλιστα, ο ίδιος προτείνει ως λύση «ένας εκ των δύο κληρονόµων κάνοντας υπεύθυνη δήλωση του νόµου, στην οποία θα αναφέρει ότι το αγροτεµάχιο είναι ανεκµετάλλευτο, ποιοι είναι οι κληρονόµοι κ.α. και κατόπιν εγκρίσεως, να εκποιείται το αγροτεµάχιο µε πλειστηριασµό. Ίσως να υπάρχουν και άλλες λύσεις που µπορεί να γνωρίζουν οι αρµόδιοι φορείς», σηµειώνει θέτοντας τον προβληµατισµό του, µήπως και κινηθούν κάποιες διαδικασίες.

1960-1974- Ο ρυθµός αναδασµών υπολείπονταν της κατάτµησης

Ο καθηγητής της Ανωτέρας Γεωπονικής Σχολής (σηµερινό ΓΠΑ) Επαµεινώνδας Κυπριάδης στην αρχή της δεκαετίας του ‘50 αναφέρει: «Γεωργία σήµερον εις την χώραν µας ικανοποιούσα τους καλλιεργητάς της, πλην ελαχίστων περιπτώσεων, δεν υπάρχει, διότι δεν τον επιτρέπει η κονιορτοποιηµένη και κατασκορπισµένη ιδιοκτησία… Η επιζητούµενη αγροτική ανασυγκρότησις, εάν δεν συµβαδίζει µε τον αναδασµόν της γης, είναι µια µεγάλη ουτοπία». Πάντως µέχρι το 1959 λίγοι µόνον αναδασµοί είχαν εκτελεστεί και δεν θα µπορούσε κανείς να µιλήσει για αποτελέσµατα στο σύνολικό πρόβληµατα του κατατεµαχισµού ή της ωφέλειας για το σύνολο της αγροτικής οικονοµίας, λέει το ΤΕΕ το 1977.

Η εφαρµογή του αναδασµού στην περίοδο 1960-1974 παίρνει µπροστά σαν ένα από τα βασικότερα µέτρα αγροτικής πολιτικής, καθώς σηµαντικό ρόλο παίζει η υπογραφή της σύµβασης της Ελλάδας µε την Κοινή Αγορά. Εντούτοις, η έκταση που εφαρµόστηκε ο αναδασµός δεν ήταν τέτοια, που να καλύπτει το µέγεθος των υπαρχόντων προβληµάτων, καθώς ο ρυθµός εφαρµογής υπολείπονταν του ρυθµού µε τον οποίον επανατεµαχίζονταν οι ιδιοκτησίες.

«Η πολιτική του κράτους, πολύ απείχε από το να αναγνωρίζει, να προλαβαίνει και να διορθώνει τα προβλήµατα από τη ρίζα τους. Στην προκειµένη περίπτωση (αναδασµοί) η κρατική πολιτική έπονταν χρονικά, υπολείπονταν σε σοβαρότητα των προβληµάτων και προσπαθούσε όχι την ρίζα αλλά τα αποτελέσµατα των προβληµάτων να χτυπήσει. Αυτό όµως είναι κοινή διαπίστωση για πολλούς τοµείς και είναι δεµένο µε το γενικό κοινωνικό πολιτικό πρόβληµα της Ελλάδας», καταλήγει το ιστορικά δοµηµένο κείµενο του Γραφείου Τεκµηρίωσης, του ΤΕΕ το 1977, που δεν χρειάζεται ούτε κόµµα, ακόµη και σήµερα.

ΠΗΓΗ: Εφημερίδα Agrenda



ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ