H ιστορία της Γραμπούσας ξεκινάει από την αρχαιότητα και ήδη αναφέρεται από τον Πλίνιο, τον Στράβωνα και τον Πτολεμαίο.
Στη Γραμπούσα αναφέρονται και πολλοί μεταγενέστεροι ξένοι περιηγητές και ανάμεσά τους οι Defner, Pasley, Spratt.
Η μεγάλη όμως στρατηγική σπουδαιότητα του νησιού, φάνηκε κυρίως κατά την περίοδο της όψιμης Βενετοκρατίας, όταν κρίθηκε απαραίτητη η οχύρωσή του εξαιτίας των πειρατικών επιδρομών του Βαρβαρόσσα και εξαιτίας της απειλούμενης κατάκτησης της Κρήτης, ύστερα μάλιστα από την πτώση της Κύπρου το 1570.
Οι Βενετοί δεν κατόρθωσαν να αποτρέψουν την κατάληψη της Κρήτης από τους τούρκους (1645-1669), κατάφεραν όμως με τη Συνθήκη τoυ Μorozink να κρατήσουν το Κάστρο της Γραμπούσας, με την ελπίδα να επανακτήσουν κάποτε τον έλεγχο της Κρήτης. Οι τούρκοι, που ενδιαφέρονταν ζωηρά για την στρατηγική θέση της Γραμπούσας, κατέλαβαν το νησί αμαχητί με δωροδοκία του Ιταλού Φρουράρχου το 1692. Έκτοτε το Κάστρο συνδέθηκε με τους απελευθερωτικούς αγώνες των Κρητικών και διεδραμάτισε πρωταγωνιστικό ρόλο.
Η πρώτη προσπάθεια κατάληψης του νησιού έγινε υπό την αρχηγία του Εμμανουήλ Τομπάζη στις 11 Δεκεμβρίου του 1823. Ο Τομπάζης ήταν βέβαια έμπειρος στην ναυσιπλοΐα, αλλά εντελώς άπειρος σε επιθέσεις οχυρώσεων του είδους της Γραμπούσας.
Έτσι οδήγησε την επιχείρηση σε καταστροφή, με αποτέλεσμα να σωθούν μόνον 60 από τους 150 Κισαμίτες αγωνιστές, που συμμετείχαν μαζί με τους άνδρες του Τομπάζη στην επίθεση κατά του Κάστρου.
Η δεύτερη επιχείρηση οργανώθηκε σωστά και με μεγάλη μυστικότητα. Τον Ιούλιο του 1825, υπό την αρχηγία του Δημητρίου Καλλέργη, συγκεντρώθηκαν στην Πελοπόννησο οπλαρχηγοί των Κρητικών, Μονεμβασιώτες και Σφακιανοί και απέπλευσαν με 13 πλοία για την Γραμπούσα.
Μια ομάδα Κισαμιτών με επικεφαλής τον τουρκομαθή Παχυνάκη, κατάφεραν να διεισδύσουν στο κάστρο, προφασιζόμενοι ότι ήταν τούρκοι φρουροί, που είχαν έρθει για ν» αντικαταστήσουν τη φρουρά. Οι τούρκοι αιφνιδιάστηκαν και το Κάστρο της Γραμβούσας έπεσε στα χέρια των Ελλήνων στις 3 Αυγούστου του 1825.
Το γεγονός αυτό χαιρετίσθηκε με μια ομοβροντία από τα μεγάλα κανόνια του φρουρίου, που ο απόηχός της ακούστηκε ως το Ναύπλιο. Αυτό ήταν το συμφωνημένο σινιάλο που θα σήμαινε την απελευθέρωση της Γραμπούσας. Έτσι το μικρό νησί έγινε το πρώτο ελεύθερο κομμάτι της Κρήτης.
Μετά απ’ αυτό το γεγονός, άρχισαν να καταφθάνουν στην ελεύθερη Γραμπούσα, άνθρωποι με τις οικογένειές τους από άλλες σκλαβωμένες περιοχές της Κρήτης. Ο πληθυσμός του νησιού έφτασε να πλησιάζει τους 3000, αριθμός υπερβολικός για τα δεδομένα του νησιού.
Συγκροτήθηκε βέβαια κάποια κοινωνική δομή, κατασκευάστηκαν παραπήγματα, λειτούργησε και ένα υποτυπώδες σχολείο, όλα όμως αυτά δεν στάθηκαν ικανά να αποτρέψουν το μείζον πρόβλημα του επισιτισμού και της επιβίωσης. Οι κάτοικοι της Γραμπούσας για να επιβιώσουν αναγκάσθηκαν να επιδοθούν στην πειρατεία.
Τότε επενέβησαν οι Αγγλογάλλοι και τον Ιανουάριο του 1828 κατέπλευσαν στην Γραμβούσα 20 πολεμικά και εξεδίωξαν από το νησί όχι μόνον τους πειρατές αλλά και τους αμάχους.
Ο Καποδίστριας μάλιστα συγκρότησε στο Ναύπλιο δικαστήριο για να καταδικάσει τους «πειρατές» σε θάνατο. Τελικά κατάλαβε, πως οι «πειρατές» αυτοί δεν ήταν παρά άνθρωποι πεινασμένοι και κυνηγημένοι, που η ανάγκη και οι συνθήκες τους ανάγκαζαν να κάνουν αυτά που έκαναν. Ύστερα λοιπόν από πιέσεις δέχτηκε να μετατρέψει την θανατική τους ποινή σε χρηματική. Όσο γι» αυτούς που καταδικάστηκαν σε εξορία, ήταν αδύνατον να βρεθούν για να συλληφθούν και να εξοριστούν, διότι είχαν… εξοριστεί μόνοι τους!
Σήμερα το άλλοτε περήφανο Κάστρο της Γραμπούσας στέκει σιωπηλό ανάμεσα στο πέλαγος της Κρήτης και στη Μεσόγειο θάλασσα.
Σ’ αυτό το κάστρο μας οδηγούν τα βήματά μας. Περιδιαβαίνουμε ανάμεσα στους ερειπωμένους προμαχώνες και τα τείχη, περνάμε δίπλα από την πετρόχτιστη εκκλησία του Ευαγγελισμού βηματίζουμε πάνω στους λιθόστρωτους δρόμους που διατηρούνται ακόμα σε άριστη κατάσταση, θαυμάζουμε τις δυο μεγάλες δεξαμενές νερού με την τεράστια χωρητικότητα και τα ανοίγματα που έμπαινε το βρόχινο νερό.
Ο χώρος του φρουρίου είναι σχεδόν επίπεδος. Πρόκειται στην ουσία για ένα μεγάλο οροπέδιο στην κορυφή του νησιού, που το μέγιστο μήκος του πρέπει να ξεπερνάει τα 400 μ. ενώ το πλάτος του δεν μπορεί να είναι μικρότερο από 200 μέτρα. Καταλήγουμε σ’ ένα υπερυψωμένο σημείο στο βόρειο άκρο του φρουρίου.
Στο σημείο αυτό, όπως και σ’ όλο το μήκος της δυτικής πλευράς δεν υπάρχουν ίχνη οχύρωσης γιατί η γεωλογική διαμόρφωση του νησιού είναι τέτοια, που οποιαδήποτε ανθρώπινη προσπάθεια εκπόρθησης του φρουρίου είναι καταδικασμένη να αποτύχει.
Είναι ένας συνεχόμενος κατακόρυφος βράχος, που από ύψος 137 μέτρων καταλήγει ως τη θάλασσα. Σπάνια η έννοια της αβύσσου έχει μια τέτοια συγκλονιστική αμεσότητα, όσο αυτή η δυτική κόψη της Γραμπούσας.
Πάνω στο θαυμάσιο λιθόστρωτο, που το κοσμούν χιλιάδες αγριολούλουδα, απολαμβάνουμε το λιτό οικολογικό μας γεύμα. Ύστερα, αποθαυμάζουμε τον ορίζοντα που εκτείνεται ανεμπόδιστα ολόγυρά μας. Με πολύ καθαρή ατμόσφαιρα είναι δυνατόν να διακρίνουμε στα βορειοδυτικά, σε μια ευθεία σχεδόν, τα Αντικύθηρα, τα Κύθηρα και την κορφή του Ταϋγέτου.