Το 1824 ήταν ένας ακόμα δύσκολος χρόνος για την Κρήτη. Προχωρώντας μέσα στον χρόνο φτάνουμε στην επανάσταση του 1824. Στις 17 Φεβρουαρίου ο ύπαρχος του νησιού Τομπάζης φεύγει για να ζητήσει βοήθεια, ενώ οι Τούρκοι προβαίνουν σε εκκαθαριστικές επιχειρήσεις σκορπώντας τον όλεθρο και τον θάνατο: 850 κατά τον Μουρέλλο, 650 κατά τον Παν. Κριάρη, γυναικόπαιδα και γέροντες, μαζί με τον άμαχο πληθυσμό των χωριών Κεραμωτής, Κάμπου, Αμυγδαλοκεφάλι, Σφηνάρι, Κούνενι (σημερινή Βάθη), Περβόλια καταφεύγουν τελικά και ταμπουρώνονται στο Λαφονήσι, ελπίζοντας ότι οι Τούρκοι δεν θα έβρισκαν το αβαθές πέρασμα που οδηγεί στο Νησί. Μαζί τους και 40 ένοπλοι Κρητικοί.
Ο Αιγύπτιος Ιμπραήμ Πασάς είχε ενημερωθεί για το πέρασμα (μια στενή υποθαλάσσια λωρίδα γης ανάμεσα στην στεριά και το νησί) από έναν Τουρκοκρητικό βοσκό από τα Τεμένια Σελίνου , τον Καμπέρη ο οποίος αργότερα εισήχθη σε στρατιωτική σχολή την Αίγυπτο και έγινε στρατηγός. Άλλοι λένε πως το πέρασμα πρόδωσε ένα γαϊδουράκι που έψαχνε απεγνωσμένα να βρει το αφεντικό του.
Ήταν 24 Απριλίου, ανήμερα Πάσχα. Η μάχη ήταν άνιση αλλά σκληρή. Οι άντρες σφαγιάστηκαν. Οι γυναίκες και τα παιδιά (117 άτομα) πουλήθηκαν στα σκλαβοπάζαρα της Αιγύπτου.
Σ’ αυτό το μικρό νησάκι συντελέσθηκε το μεγάλο δράμα, η σφαγή του Λαφονησιού, η μεγάλη θυσία.
Η λαϊκή μούσα της Κρήτης απεικονίζει το δράμα με τους ακόλουθους στίχους.
«Γιάντα ‘ναι μαύρα τα βουνά κι οι κάμποι χλομιασμένοι;
Γιάντα δεν τραγουδούν πουλιά στα εννιά χωριά, στα δάση;
Είναι που σφάξαν Κρητικούς πάνω στο Λαφονήσι,
Γέρους γυναίκες και παιδιά
Παιδιά δεν έμειναν να κλαίν
Γυναίκες να θρηνούνε
Ούτε και γέροντες και γριές να σιγοψυθιρίζουν
Έμειναν πόρτες σφαλιχτές
Παράθυρα κλεισμένα…»
Είναι βέβαιο ότι από την σφαγή γλύτωσαν 4 αδέρφια Γεωργιλάδες. Ο Μουρέλλος όμως παραθέτει τους εξής διασωθέντες: Κοτσιφάκης και Ιωαν. Αναστασάκης από τα Περιβόλια ,τον Β. Βαϊδάκη από το Κούνενι (Βάθη) και τον Αρτέμη Αρτεμάκη από τα Παπαδιανά.
Από τότε η τοποθεσία ονομάστηκε Τουρκαύλακο. Έτσι το λένε και σήμερα οι ντόπιοι. Εκτός από τους άντρες βρέθηκαν και πολλές γυναίκες σκοτωμένες οι οποίες προτίμησαν να θυσιαστούν παρά να πέσουν στα χέρια του εχθρού.
Η παράδοση λέει: «το αίμα έτρεχε αυλάκι που κοκκίνισε τη θάλασσα και πότισε την άμμο». Εκεί αποδίδεται και το κοκκινωπό χρώμα που έχει η άμμος της περιοχής.
Πιο πάνω στον ιερό βράχο της Χρυσοσκαλίτισσας υπήρχε ένα μικρό εκκλησάκι κολλημένο στο βράχο. Οι επιδρομείς δεν σκόπευαν να αφήσουν απείραχτο το προσκύνημα. Όταν όμως ανέβαιναν στην λαξευτή σκάλα που οδηγούσε στο εκκλησάκι, ένα άγριο σμήνος μελισσών που φώλιαζε στο κοίλωμα, εξαγριώθηκε και με τα κεντρίσματά του έτρεψε σε φυγή τους επιδρομής.
Μ’ αυτό τον τρόπο σώθηκε το εκκλησάκι ενώ οι άλλες δέκα εκκλησίες της περιοχές ισοπεδώθηκαν.
Ξαναγυρίζοντας στην σφαγή του Λαφονησιού, ο Καμπέρης που πρόδωσε την τοποθεσία στον Ιμπραήμ, πήρε σαν αμοιβή μια από τις αιχμάλωτες γυναίκες και την παντρεύτηκε. Τα παιδιά του όμως σαν έμαθαν ότι η μητέρα τους ήταν Χριστιανή, έκαναν μνημόσυνο στην μνήμη της μητέρας τους σε Χριστιανικές εκκλησίες.
Το νησάκι καλύφτηκε από τα οστά των σφαγιασθέντων. Ακόμη και σήμερα όταν φυσά μανιασμένος αέρας ξεθάβει κάπου-κάπου ένα οστό των μαρτύρων.
Στη μνήμη τους στέκει μνημείο χτισμένο από μαύρη πέτρα που γράφει:
“ΣΤΗ ΜΝΗΜΗ ΤΗΣ ΜΑΧΗΣ ΤΟΥ ΛΑΦΟΝΗΣΙΟΥ 1824
ΗΡΩΙΚΟΣ ΘΑΝΑΤΟΣ 40 ΠΟΛΕΜΙΣΤΩΝ
ΘΥΣΙΑ 600 ΓΥΝΑΙΚΟΠΑΙΔΩΝ
ΑΠΟ ΤΟ ΑΙΜΑ ΣΑΣ
ΤΟΥ ΛΥΤΡΩΜΟΥ Η ΧΑΡΑΥΓΗ ΡΟΔΙΖΕΙ”.