Δήμος Κισάμου

Κίσαμος: Λιμενίσκος Πλατάνου – Μια πανέμορφη γωνιά με πλούσια ιστορία

Στο γραφικό ψαρολίμανο της περιοχής μας ψαροκάικα και πολύχρωμες βάρκες φλερτάρουν και παιχνιδίζουν ανέμελα με το μπλε της θάλασσας.

Κατά τους καλοκαιρινούς μήνες, ψαράδες, δίχτυα, καλάμια και πετονιές το στολίζουν ολογυρίς .

Γίνεται πόλος έλξης για πολλούς επισκέπτες που καταφθάνουν από την άνοιξη έως και τις αρχές του φθινοπώρου στο χωριό μας απολαμβάνοντας μία ξεχωριστή και ήρεμη διαμονή.

Τα τελευταία χρόνια κατά τη διάρκεια της τουριστικής σεζόν , πραγματοποιούνται καθημερινά κρουαζιέρες από το γραφικό λιμανάκι προς την διάσημη λιμνοθάλασσα του Μπάλου, το νησάκι της Ήμερης Γραμπούσας με τα κρυστάλλινα γαλαζοπράσινα νερά και το ενετικό κάστρο στην κορυφή του, είτε κρουαζιέρα προς τα νοτιοδυτικά του νησιού μας, στο όμορφο και πλούσιο σε φυσικό κάλλος, Λαφονήσι.

Ωστόσο τίποτα δεν συγκρίνεται με το μαγευτικό κι ερωτικό ηλιοβασίλεμα της Φαλάσαρνας και τις δεκάδες αποχρώσεις των χρωμάτων του , που μπορεί κανείς να θαυμάσει κατά το σούρουπο.

Ο ουρανός μεταμορφώνεται σε έναν υπέροχο, πολύχρωμο καμβά!

Τυρκουάζ νερά, χρυσαφένια και ροζ άμμος, βότσαλα και βραχάκια τονίζουν την φυσική ποικιλομορφία της περιοχής , δίνοντας μια εξωτική νότα στις διακοπές του επισκέπτη.

Το χειμώνα τα ανταριασμένα κύματα και οι δυνατοί άνεμοι που πνέουν στην περιοχή , αγκαλιάζουν το μοναχικό ψαρολίμανο που δεν θυμίζει τίποτα από την καλοκαιρινή του ζωντάνια , ωστόσο περιμένει υπομονετικά την μπουνάτσα και τους ντόπιους ψαράδες που θα του δώσουν πνοή.

Η Δυτική Κρήτη είναι γνωστό ότι έχει δεχτεί αμέτρητες πειρατικές επιδρομές που κλόνιζαν κάθε φορά την ταυτότητά της. Κουρσάροι (εξού και το όνομα των μικρών νησίδων) και πειρατές λυμαίνονταν στις θάλασσές μας από την αρχαιότητα. Σπηλιές, όρμοι και στενά περάσματα ευνοούσαν την πειρατεία.

Στον Όρμο Λιβάδι, στα νησιά Κουρσάρους, στη Λυγιά και στη Γραμπούσα είναι μερικά από τα σημεία όπου η τέχνη αυτή επιβίωσε αιώνες και οι κάτοικοι των περιοχών ζούσαν μόνιμα με την απειλή του εισβολέα, μιας και οι ίδιοι πολλές φορές αποτελούσαν σημαντική λεία (λύτρα, σκλαβοπάζαρα , κωπηλάτες).

Ακόμη και στα Ορλωφικά (1770) που έγιναν με την υποκίνηση των Ρώσων, οι Τούρκοι είχαν τον φόβο αφού η Κρήτη συνδεόταν με

τα νότια παράλια της Πελοποννήσου και τα ρωσικά πλοία που έπλεαν στις ελληνικές θάλασσες ναυλοχούσαν στα λιμάνια.

Τα χρόνια πέρασαν… βρισκόμαστε αρχές του 20ού αιώνα και ο μικρός λιμενίσκος που δεν είχε καμία σχέση με την σημερινή του εικόνα, εξυπηρετούσε και συνέδεε εμπορικά την Κρήτη με την Πελοπόννησο.

Η περιοχή ήταν έρημη , και δίπλα στο μικρό λιμανάκι είχε χτιστεί μόνο μία αποθήκη .

Εκεί, συγκεντρώνονταν με τα υποζύγια , η πυρήνα από όλες τις φάμπρικες του χωριού και στη συνέχεια την μετέφεραν σε εργοστάσιο στην Πελοπόννησο.

Το λιμανάκι λόγω του στενού πόρου, των ανάβαθων σημείων του και με τις ξέρες να το περιβάλλουν , δεν ήταν εύκολο να δεχτεί μεγάλα καΐκια παρά μόνο κάποιες βαρκούλες. Έτσι το μεγάλο καΐκι που ανήκε σε δύο αδέρφια Μπενιουδάκηδες και μετέφερε την πυρήνα, έδενε έξω από τον μόλο και με μεγάλα μαδέρια προσέγγιζαν την ακτή. Φόρτωναν και ξεφόρτωναν οι άντρες και όλο αυτό έδινε μια ζωντάνια στην έρημη έως τότε περιοχή .

Η γιαγιά μου η Μαρία έλεγε πως ένα από τα προικιά της, το καλαίσθητο σετ με τις φλυτζάνες, το είχε παραγγείλει ο πατέρας της να ‘ρθει προίκα από την Πελοπόννησο. Το καΐκι το έφερε στον Λιμενίσκο και το παρέλαβε από εκεί ο προπάππους, ο Γιώργης ο Μπενιουδάκης, ο Κουκής.

Κάπου στο 1960 αποφασίζουν ότι το λιμάνι πρέπει να μεγαλώσει να βαθύνει και να χρησιμοποιείται και από μεγαλύτερα ψαροκάικα. Έτσι οι άντρες του χωριού αναλαμβάνουν δράση. Κλείνουν τον πόρο του λιμανιού ώστε να τον απομονώσουν να μην περνάει το θαλασσινό νερό και φωνάζουν τον παππού μου τον Γιώργη τον Τζουγανάκη που είχε μία από τις πρώτες και θρυλικές μηχανές ΜΑΛΚΟΤΣΗ. Την χρησιμοποιούσε στο πηγάδι του σε κτήμα στον Ραπανά.

Η θρυλική εταιρεία που άνθισε κυρίως το 1930 παρήγαγε είδη βιομηχανικού εξοπλισμού, συνεργάστηκε με το Ελληνικό Πυριτιδοποιείο και Καλυκοποιείο του Μποδοσάκη και κατασκεύασε βλήματα για το Βασιλικό Ναυτικό καθώς και διάφορα όργανα ακριβείας. Το 1949, απασχολούσε ήδη πολλούς τεχνίτες και εφηύρε τους πρώτους πετρελαιοκινητήρες. Η Ελληνική εταιρεία έμεινε στην ιστορία για την αξιοπιστία της και τα μοντέλα που διέθεσε στην αγορά.

Έτσι λοιπόν, ο παππούς μου πιάνει δουλειά στο λιμάνι και μέσα σε τρεις ημέρες το αδειάζει εντελώς μέχρι που είδαν τον πυθμένα του. Πάντα θυμόταν και διηγούνταν τις περιπέτειές τους καθώς και τον αγριοβοριά και την μαντία (μανδύας) που φορούσε για να προστατευθεί από το κρύο.

Στην συνέχεια ανέλαβαν με τα φουρνέλα να το μεγαλώσουν και να το βαθύνουν.

Έσπαγαν τα χαράκια κι έχτιζαν με τις πέτρες του λιμανιού τον μόλο φτάνοντάς το στην σημερινή του μορφή.

Δούλεψαν, κόπιασαν, ταλαιπωρήθηκαν διότι δεν υπήρχαν τα μέσα και ήταν κυρίως χειρονακτική η εργασία , ωστόσο άφησαν πίσω τους ένα πολύ σπουδαίο έργο που πλέον εξυπηρετεί ντόπιους και ξένους ψαράδες.

Κάποτε , η ανοιχτή θάλασσα μπροστά μας ήταν πλούσια σε ψάρια, γι αυτό και οι πητείδιοι ψαράδες του χωριού πολλές φορές έκαναν απανωτά το καλάρισμα.

Έριχναν τα δίχτυα, τα σήκωναν, ξεψάριζαν και ξανά καλάρισμα….

Οι βάρκες δεν είχαν μηχανές, ίσως μία, δυο μόνο. Όλες οι υπόλοιπες με κουπιά.

Όσον αφορά τους ψαράδες έπαιρναν μερτικό και ο ιδιοκτήτης και το καΐκι και η μηχανή εάν είχε, έτσι του έμενε πάντα μεγαλύτερη ποσότητα ψαρικών απ’ ό τι στους υπόλοιπους βοηθούς.

Συνήθως όμως έβγαζαν τόσες πολλές ποσότητες, που δεν έμενε κανείς παραπονούμενος.

Η θάλασσα, τάισε πολλά στόματα εκείνα τα δύσκολα χρόνια και κράτησε όρθια αρκετά σπιτικά.

Μετά το τέλος της γερμανικής κατοχής είχαν ξεμείνει ποσότητες εκρηκτικών σε όλη τη χώρα . Οι γνώστες συνέλεγαν αυτά τα υλικά όπως και το υλικό της νάρκας για να τα χρησιμοποιήσουν στην ψαρική.

Με αυτόν τον τρόπο μια φορά έφεραν στο λιμάνι 800 οκάδες γόπες.

Φώναζε τότε ο ψαράς: «Ένας γκαζοντενεκές (υλικό) 800 οκάδες γόπες».

Το καΐκι λέγανε πως από τον φορτωμό του ήταν ίσα ίσα με το νερό.

Γέμισε το χωριό ψάρια και κάποιοι τα μεταπουλούσαν.

Πάει κι ένας χωριανός να βρει τον Κουκή να του πουλήσει ψάρια, όμως είχε ήδη κυκλοφορήσει , η είδηση της καλής ψαριάς…

-Να πάρεις θέλει μπάρμπα Γιώργη κάμποσες βούπες;»

Ο ετοιμόλογος ο Κουκής του απαντά: «Να τρώεις μωρέ ότι βγάνει το χωράφι σου».

Κάποτε… δύο “συνέταιροι” της εποχής, ο γέρο Χρύσανθος ο Λουπάσης και ο Σκορδυλογιώργης είχαν στήσει τη δική τους “επιχείρηση” πουλώντας ψάρια.

Ο κόσμος τους αποκαλούσε μανάβηδες…

Με δύο ψαροκασέλες φορτωμένες στο μουλάρι, γύριζαν όλο το χωριό.

Οι χωριανοί ενώ ζητούσαν να αγοράσουν καμιά οκά ψάρι, συνήθως έμεναν χρεώστες.

Εκείνοι τα έγραφαν βερεσέ στο τεφτέρι τους, αφού τα χρόνια ήταν δύσκολα και χρήματα δεν υπήρχαν .

Έτσι έμεινε κι ακούγεται έως σήμερα πειραχτικά η φράση: «Ζύγιαζε Χρύσανθε, γράφε Σκορδυλογιώργη».

Άλλη φορά… στο μανάβικο – ψαράδικο του χωριού (κοντά στους φούρνους του Τσατσαρωνάκη), κάποιος χωριανός πιάνει ένα ψάρι και το μυρίζεται από την ουρά.

Τότε γυρίζει ένας άλλος και του λέει: «Μα από την κεφαλή τα μυρίζουνε τα ψάρια».

Κι εκείνος με αλέγρα διάθεση του απαντά: «Μα θέλω να δω αν έφτασε η βρώμα στην ουρά».

Τα νάκλια του χωριού μας αποτελούν σημαντικό κομμάτι της τοπικής ιστορίας του τόπου μας, χαρίζοντας γέλιο σε κάθε τους αναφορά.

Ψυγεία δεν υπήρχαν εκείνα τα χρόνια, έτσι οι νοικοκυρές τηγάνιζαν τα ψάρια και τα έκαναν σαβόρι.

Στη γειτονιά μας, στο πάνω χωριό, ροσμαρί είχε μόνο ο Ευθύμης ο Σκουλάκης, θυμάται ο πατέρας μου.

Με αυτόν τον τρόπο συντηρούσαν πάνω από μήνα τα ψαρικά και είχαν ανά πάσα ώρα και στιγμή έτοιμο το μεζέ .

Κοντά στον Λιμενίσκο, στη θέση Καϊκάκι, βρίσκονται τα λαξευτά βράχια όπου έκοβαν την σιδερόπετρα οι προπαππούδες μας για να φτιάξουν τους χειρόμυλους.

Η εικόνα τους ακόμη και σήμερα είναι εντυπωσιακή.

Ο Πλάτανος, το μεγάλο κεφαλοχώρι μας… είναι ένας ευλογημένος τόπος και μία ξεχωριστή επιλογή για όσους αγαπούν βουνό και θάλασσα.

Ίσως… ο Άγιος που κάποτε περπάτησε σε αυτά τα χώματα, να του έδωσε καλή ευχή: Η θάλασσά του να ‘χει πάντοτε ζωή και η γη του να παράγει κάθε λογής καρπό.

Τελικά…

Όπως λέει κι ένα γνωμικό, η θεραπεία για όλα είναι το αλμυρό νερό: Ιδρώτας, Δάκρυα, Θάλασσα.

ΜΑΡΙΑ ΤΖΟΥΓΑΝΑΚΗ

 



ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ