Οι νέοι σε όλες τις εποχές έχουν μέσα τους κινητικότητα και μια φυσική τάση για δημιουργία. Έτσι λοιπόν, από τα παιδικά χρόνια τις ιδιότητες αυτές τις εκφράζουν με μορφή παιχνιδιού. Τα κορίτσια και στην παλαιότερη εποχή έπαιζαν συνήθως με κούκλες.
Μόνο που τότε δεν υπήρχε η εμπορευματοποιημένη «Μπάρμπι» και η όμοια της «Σίντι» για να τις αγοράζουν οι γονείς και να δίνουν αρκετά χρήματα. Τα κορίτσια τότε δημιούργησαν μόνα τους μικρές κούκλες από κομμάτια ύφασμα που είχαν περισσέψει από κάποιο φόρεμα της μητέρας. Τέντωναν το κεφάλι γεμίζοντας το με μικρότερα κουρελάκια και σε ένα καθαρό τμήμα έκαναν το πρόσωπο, ζωγραφίζοντας με ειδικά μολύβια φρύδια, μάτια, μύτη, στόμα και αυτιά. Για μαλλιά έβαζαν από κάποια πλεξούδα της γιαγιάς ή της μητέρας ή ακόμα και από πρόβατα και κατσίκια. Τις έλεγαν «κουτσούνες» και τους έδιναν διάφορα ονόματα κάνοντας… βαφτίσια. Είχαν όμως τη χαρά της δημιουργίας, κάτι που δεν υπάρχει σήμερα.
Όταν μεγάλωσαν και πήγαιναν σχολείο έπαιζαν κι άλλα παιχνίδια, όπως το “κρυφτό”, ή το “κούκου”, το “περνά περνά η μέλισσα”, την “τυφλόμυγα”, το “μπιζ”, το “Βεζύρης Βασιλιάς”, τις “αμάδες” και το “κουτσό”.
Τα αγόρια έπαιζαν στην σχολική ηλικία “ξυλίκι – καμάκι”, “νερόμυλος”, “αμάδες”, “ποταμός”, πόλεμο με καλαμένια τουφεκάκια, αλλά και πετροπόλεμο!
Εκτός από αυτά, αγόρια και κορίτσια έπαιζαν και τα δύο άλλα δημοφιλή που σήμερα θα τα λέγαμε επιτραπέζια, το “τριώδιο” και το όμοιό του “εννιάπετρο”.
Άλλες δραστηριότητες
Τα κορίτσια μάθαιναν από τις μητέρες τους να φτιάχνουν κορδόνια για το παραδοσιακό σακούλι του πατέρα. Τα αγόρια έστηναν πλάκες (παγίδες) για να πιάνουν πουλιά – τσίχλες – ασπροκολίνες και κοτσυφούς, ακόμα και τρυγόνια στην εποχή τους.
Επίσης, κυνηγούσαν με σφεντόνες (χαρχάλες) με αρκετά καλή επιτυχία και μάθαιναν με αυτό το παιχνίδι τις αρχές της καλής σκόπευσης που αργότερα βοηθούσε στο να γίνονται καλοί σκοπευτές, κάτι σημαντικό στην Κρήτη.
Ανάλυση παιχνιδιών
Τα Σκλαβάκια: Χωρίζονταν τα παιδιά που θα έπαιζαν το παιχνίδι σε δύο ομάδες, 5-6 ατόμων ή κάθε μία. Σε απόσταση 30 – 40 μέτρων τοποθετούσαν ένα αντικείμενο, π.χ. ένα μικρό ξύλο. Ξεκινούσε ένας από κάθε ομάδα για να πάρει το αντικείμενο που βρισκόταν μέσα σε ένα κύκλο. Έφταναν όπως ήταν φυσικό σχεδόν ταυτόχρονα. Προσπαθούσαν και οι δύο με διάφορες προσποιήσεις να πάρουν το αντικείμενο και να απομακρυνθούν προς τη βάση της ομάδας τους χωρίς ο αντίπαλος της άλλης ομάδας να προφτάσει να τους αγγίξει. Αν τους άγγιζε τότε τους έπαιρνε αιχμάλωτους, δηλαδή «σκλάβους» εξ ου και η ονομασία του παιχνιδιού. Νικούσε η ομάδα που έπαιρνε περισσότερες φορές το αντικείμενο χωρίς να χάσει αιχμαλώτους.
Το ξυλίκι καμάκι: Ένα ξύλο 15-20 εκατοστών στηριζόταν σε μία μικρή πέτρα, ή ήταν κατασκευασμένο ώστε να είναι στο κέντρο χοντρό και στις άκρες λεπτό. Έτσι, αν το χτυπούσε ο παίχτης με ένα ξύλο 30-40 πόντων στην μία άκρη εκτινασσόταν σε μία απόσταση. Ενώ ακόμα βρισκόταν στον αέρα είχε δικαίωμα να το ξαναχτυπήσει. Όποιος κατάφερνε να στείλει το ξυλάκι σε μεγαλύτερη απόσταση αυτός ήταν και ο νικητής.
Αμάδες: Σε απόσταση 30-40 μέτρων στεκόταν μια όρθια μικρή πέτρα. Τα παιδιά της ομάδας προσπαθούσαν, πάντα πίσω από μια γραμμή, πετώντας μια πέτρα μεγέθους περίπου 10 εκατοστών, να ρίξουν την όρθια πέτρα. Κάποιος, που με κλήρο φύλαγε πρώτος, έπρεπε αν έπεφτε η πέτρα να την ξαναστήσει και να προσπαθήσει να πιάσει εκείνον που την έριξε πριν προλάβει να πάρει πίσω την αμάδα του. Αν προλάβαινε να τον αγγίξει τότε έμενε εκείνος να τα φυλάει.
Ποταμός: Το παιχνίδι το έπαιζαν τα αγόρια συνήθως στις τελευταίες τάξεις. Έμεναν σκυμμένα στηρίζοντας τα χέρια στα γόνατα και ο τελευταίος προσπαθούσε παίρνοντας μικρή φόρα να περνάει από πάνω τους αγγίζοντας τα χέρια του στη σκυμμένη πλάτη. Όταν τους περνούσε όλους έπαιρνε κι αυτός τη σκυφτή στάση και ξεκινούσε για να περάσει ο δεύτερος κλπ. Αν κάποια στιγμή ένας παίκτης, για οποιοδήποτε λόγο, δεν κατάφερνε να περάσει, δοκίμαζε για δεύτερη φορά ή έφευγε από το παιχνίδι.
Κουτσό: Στο έδαφος χαραζόταν ένα σχήμα σε μια σκάλα με 4 ή 5 σκαλοπάτια. Το κάθε παιδί που έπαιζε έπρεπε να προωθεί με το ένα πόδι μια πέτρα πλακουτσωτή ώστε κάθε φορά να την προωθεί μέχρι το επόμενο παραλληλόγραμμο της ζωγραφισμένης σκάλας. Αν την κτυπούσε με το ένα πόδι λίγο μπορεί να μην περνούσε στο επόμενο παραλληλόγραμμο. Αν την κτυπούσε δυνατά πήγαινε στο μεθεπόμενο ή έμενε πάνω στη γραμμή. Και στις δύο περιπτώσεις ξεκινούσε πάλι από την αρχή. Αυτός που κατάφερνε πρώτος να περάσει την πέτρα του επιδέξια από τα διαδοχικά αυτά τετράγωνα ήταν ο νικητής.
Μπούρμπαδα ή σφακομπούρμπαδα: Κατασκευάζονταν ως εξής: Βλαστός ίσιος από πικροδάφνη (σφάκα) διαμέτρου 1,5 πόντου κοβόταν και με προσεκτικές κινήσεις με το χέρι -την περίοδο που είχε πολλούς χυμούς- αποκολλούνταν από τον ξυλώδη ιστό ώστε να καταλήξει το σχήμα του σαν σωλήνας. Το τμήμα που δεν είχε ξεκολλήσει γινόταν έμβολο αφού κτυπούσαν την κάτω άκρη του ώστε να σχηματιστεί μικρός θύσανος που να μπορεί να συγκρατεί τον αέρα και το όλο σύστημα να λειτουργεί σαν έμβολο. Για να είναι πιο στερεός ο σωλήνας αυτός προσέθεταν εξωτερικώς ντύματα (πουκάμισα) 2-3-4 μέχρι και 7 από χοντρότερους βλαστούς.
Εν συνεχεία, κόβονταν μικρά τμήματα ίσου ή λίγο μεγαλύτερου πάχους από τον αρχικό σωλήνα και τοποθετούσαν ένα στο εσωτερικό ώσπου να φθάσει στην άκρη με πλήρη εφαρμογή. Δια παλινδρομικής κινήσεως του εμβόλου, η μικρή αυτή ξύλινη σφαίρα εκτινασσόταν με κρότο και μάλιστα σε αρκετή απόσταση. Γινόταν πόλεμος πραγματικός και εκείνος που είχε μπουρμπάδα με 4-5 ντύματα είχε βεβαίως καλύτερα αποτελέσματα και σε απόσταση και σε κρότο.
Τσουριά: Χρησιμοποιούνταν ένα στεφάνι, συνήθως μεταλλικό από παλιό ξύλινο κρασοβάρελο μικρού μεγέθους, και κτυπώντας το με ένα ξύλο προσπαθούσαν να το οδηγούν χωρίς να πέσει χάμω.
Εκτός από αυτό το σιδερένιο στεφάνι χρησιμοποιούσαν και από ελαστικά αυτοκινήτου το τμήμα που βρίσκεται στο εσωτερικό του ελαστικού και είχε μέσα τα λεπτά σύρματα που το έκαναν σκληρό.
Άλλο είδος τσουριά δημιουργούνταν όταν κάρφωναν στην άκρη ενός ξύλου άδειο κουτί από βερνίκι παπουτσιών. Παλαιότερα μια εταιρεία, η ΜΙΝΕΡΒΑ, έβγαζε τα βερνίκια μαύρο – κόκκινο και ουδέτερο σε μεγάλα κουτιά από λευκοσίδερο με διάσταση περίπου 10 εκατοστά. Αυτά ήταν ιδανικά για την περίσταση.
*Aπό το βιβλίο «Των προγόνων τα χρειώδη» του αείμνηστου Γρηγόρη Γ. Καρτσωνάκη, στρατηγού ΕΛ.Α.Σ