Το έθιμο της βεντέτας είχε κυρίαρχη θέση στην κοινωνική ζωή μεγάλων περιοχών της χώρας μας, με προεξάρχουσα την Κρήτη, όπου ακόμα και σήμερα παραμένουν έντονα τα σημάδια της. Όμως αυτό που έγινε στα Βορίζια το καλοκαίρι του 1953 παραπέμπει περισσότερο σε ομαδική παράκρουση και σε ένα ασύλληπτο μακελειό παρά στην έννοια της βεντέτας όπου η εκδίκηση μπορεί να πάρει και χρόνια έως ότου καταλαγιάσουν τα πάθη και επέλθει ο σασμός. Στην περίπτωση αυτή, όλα έγιναν μέσα σε λίγες ώρες, με τραγικό επίλογο τον θάνατο έξι ανθρώπων και τον τραυματισμό άλλων 14, κάποιων εκ των οποίων ιδιαίτερα σοβαρά.
Πρόκειται για ένα από τα εγκλήματα που παρουσιάζονται στο βιβλίο «100 εγκλήματα στην Ελλάδα» που κυκλοφόρησε μαζί με το ΘΕΜΑ.
Τα Βορίζια είναι ένα μικρό χωριό στους πρόποδες του Ψηλορείτη, οι κάτοικοι του οποίου ασχολούνται εδώ και δεκαετίες με τη γεωργία και κυρίως την καλλιέργεια της ελιάς. Την ιστορία του χωριού βαραίνει η υπόθεση του 1953 που το έφερε στα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων και το έκανε γνωστό στην Ελλάδα για ένα πολύνεκρο φονικό.
Όλα έγιναν στις 27 Αυγούστου, την ημέρα που κάθε χρονιά το χωριό γιόρταζε τον Άγιο Φανούριο με ένα μεγάλο πανηγύρι όπου συνέρρεαν κάτοικοι και από τα γύρω χωριά. Μέσα στη γιορτινή ατμόσφαιρα και στα τραπεζώματα με το κρασί και τη ρακή να ρέουν άφθονα, ένας χωριανός, ο 31χρονος Μανούσος Β. πλησίασε κρυφά και από πίσω τον 38χρονο δασοφύλακα Γιάννη Φρ. και χωρίς να προλάβει κανείς να επέμβει, τον άρπαξε από τα μαλλιά και με ένα μεγάλο μαχαίρι του κατάφερε πολλές μαχαιριές, με αποτέλεσμα να τον αφήσει νεκρό έξω από το καφενείο. Τα αίτια που προκάλεσαν αυτή την κίνηση δεν έγιναν ποτέ γνωστά, με τους περισσότερους να υποστηρίζουν ότι ο δασοφύλακας είχε δει τον Μανούσο να έχει κόψει παράνομα ξύλα, με τον τελευταίο να θέλει να τον βγάλει από τη μέση προτού τους καταδώσει στη Χωροφυλακή.
Το φονικό προκάλεσε μεγάλη αναστάτωση και όλοι οι κάτοικοι βγήκαν στους δρόμους για να δουν τι είχε συμβεί. Μεταξύ αυτών και ο 18χρονος Μανούσος Β., γιος του προέδρου της κοινότητας και συνονόματος του δράστη του φονικού. Ευρισκόμενος στο μπαλκόνι του σπιτιού του ο νεαρός δέχεται μια σφαίρα στην κοιλιακή χώρα, η οποία αποδεικνύεται θανάσιμη.
Το χτύπημα στον 18χρονο δεν ήταν τυχαίο, μια και επρόκειτο για πρώτο εξάδελφο του δράστη του πρώτου φονικού, οπότε ήταν ξεκάθαρο ότι μέσα σε λίγα λεπτά είχε ξεκινήσει ο αιματηρός κύκλος της βεντέτας. Αργότερα, και μετά από επίπονες έρευνες, αποκαλύφθηκε ότι δράστης αυτής της δολοφονίας ήταν ο Ζαχαρίας Χ., 28 ετών, ανιψιός της συζύγου του δασοφύλακα. Όμως τα επεισόδια στα Βορίζια δεν σταματούν εκεί.
Λίγη ώρα αργότερα βρίσκεται νεκρός σε έναν δρόμο του χωριού, χτυπημένος από πολυβόλο ο Μιχάλης Λ. Για το χτύπημα αυτό κατηγορήθηκε ο 54χρονος κτηνοτρόφος Γιάννης Β., συγγενής του δράστη του πρώτου φονικού. Η επόμενη πράξη του δράματος ήταν και η πιο τραγική. Ένας συγγενής του τρίτου νεκρού, ο 29χρονος Θεοχάρης Λ., άρπαξε μια χειροβομβίδα και κατευθύνθηκε προς το σπίτι του σκοτωμένου δασοφύλακα, όπου είχαν συγκεντρωθεί συγγενείς και φίλοι για να τον κλάψουν.
Ο 29χρονος ανέβηκε ψηλά στην ταράτσα του σπιτιού και έριξε τη χειροβομβίδα μέσα στο πλήθος, με αποτέλεσμα να σκοτωθούν επιτόπου άλλοι τρεις κάτοικοι του χωριού και να τραυματιστούν 14, αρκετοί εκ των οποίων διαμελίστηκαν και έμειναν ανάπηροι για μια ζωή. Ο αριθμός των θυμάτων θα μπορούσε να είναι μεγαλύτερος αν ο δράστης είχε καταφέρει να ρίξει τη χειροβομβίδα μέσα στο σπίτι, όμως από τη βιασύνη του χτύπησε στο επάνω μέρος της πόρτας και έμεινε στην αυλή.
Η είδηση για το πρωτοφανές μακελειό, και μάλιστα μέσα σε λίγες ώρες, έγινε αμέσως πρώτο θέμα σε όλες τις μεγάλες εφημερίδες της χώρας, οι οποίες έστειλαν απεσταλμένους στο χωριό για να καλύψουν από πρώτο χέρι τα γεγονότα. Όμως και η Χωροφυλακή είχε φτάσει εκεί με μεγάλη δύναμη ανδρών, μια και ήταν πολύ πιθανόν να συνεχιζόταν η βεντέτα με νέο γύρο επιθέσεων.
Γι’ αυτόν τον λόγο η δίκη έγινε στην Αθήνα, έπειτα από έναν χρόνο, με πλήθος κοινού να παρακολουθεί με μεγάλο ενδιαφέρον τις καταθέσεις των μαρτύρων ενώ η Αστυνομία Πόλεων είχε πάρει δρακόντεια μέτρα για να αποφευχθούν επεισόδια μεταξύ των συγγενών που είχαν κατακλύσει την αίθουσα. Στο εδώλιο κάθισαν συνολικά έξι άτομα, τα οποία κατηγορούνταν για την εμπλοκή τους στα φονικά με τον έναν ή τον άλλον τρόπο.
Ο φονιάς του δασοφύλακα κατέθεσε ότι είχε πιει μεγάλες ποσότητες αλκοόλ και δεν καταλάβαινε τι έκανε, ενώ υποστήριξε ότι ο δασοφύλακας τον είχε βρίσει. Και οι άλλοι κατηγορούμενοι αρνήθηκαν ότι είχαν την παραμικρή συμμετοχή σε όσα τους καταλογίζονταν. Η απόφαση ήταν καταδικαστική για τον δολοφόνο του δασοφύλακα και τον άνδρα που είχε σκοτώσει τον 18χρονο νεαρό, ενώ η μεγαλύτερη ποινή επιβλήθηκε στον Θεοχάρη Λ. για τη χρήση της χειροβομβίδας.
Ο Μανούσος Β. έμεινε στη φυλακή μέχρι το 1968, ενώ ο Θεοχάρης Λ., που είχε και τη μεγαλύτερη ποινή της κάθειρξης των 25 ετών αποφυλακίστηκε έχοντας εκτίσει περίπου 15 χρόνια από την ποινή του. Η υπόθεση στα Βορίζια έμεινε στην ιστορία ως μία από τις πιο αιματηρές βεντέτες στον ελληνικό χώρο, με ιδιαιτερότητες που ακόμα και σήμερα απασχολούν τους ειδικούς της Εγκληματολογίας.
Όσο για το χωριό, όπως αναφέρεται στο βιβλίου του Δημήτρη Ξυριτάκη «Λόγω τιμής – Ιστορίες κρητικής βεντέτας», προσπάθησε να αποτινάξει από πάνω του αυτό το συλλογικό τραύμα γιορτάζοντας πλέον το πανηγύρι του Αγίου Φανουρίου χωρίς μπαλωθιές και μουσικές και κυρίως δίχως την κατανάλωση αλκοόλ, για να τιμήσουν όλους όσοι χάθηκαν σε εκείνη την φονική παραζάλη του 1955.
ΠΗΓΗ: protothema.gr