Στη μεταπολεμική Ελλάδα, με τις πολλές και σημαντικές κοινωνικές ανακατατάξεις, τα εγκλήματα τιμής αποτελούσαν ένδειξη αντίστασης μεγάλου μέρους του πληθυσμού στα νέα ήθη που είχαν αρχίσει να εμφανίζονται στις πόλεις. Ιδίως σε περιοχές όπως η Κρήτη όπου τέτοιου είδους ζητήματα βρίσκονται ψηλά στον αξιακό κώδικα των κατοίκων του νησιού. Η περίπτωση της Ανδρομάχης αποτελεί μία από τις πιο χαρακτηριστικές ιστορίες φονικού για λόγους τιμής της δεκαετίας του ’50. Η 26χρονη Κρητικιά είχε αναγκαστεί να φύγει από το σπίτι και την οικογένειά της σε κάποιο ορεινό χωριό και να αναζητήσει δουλειά και την τύχη της στο Ηράκλειο. Εκεί ξεκίνησε να δουλεύει σε μια αποθήκη σταφίδας και με τα λίγα χρήματα που έπαιρνε ζούσε πολύ φτωχικά σε ένα μικρό σπίτι, στέλνοντας και όσα της περίσσευαν στην οικογένειά της στο χωριό.
***
Οι ημέρες κυλούσαν ήσυχα για τη νεαρή Ανδρομάχη, μέχρι τις 9 Νοεμβρίου, όταν μια εξαδέλφη της θέλησε να της συστήσει έναν γοητευτικό νεαρό. Παρά τις αντιρρήσεις της, η εξαδέλφη της την έπεισε ότι ο νεαρός με το όνομα Στέφανος ήταν ένα ηθικό άτομο και δεν είχε κάποιο άλλον σκοπό πέρα από μία απλή γνωριμία. Συναντήθηκαν εκείνο το βράδυ, περνώντας αρκετές ώρες μαζί. Για την επόμενη έδωσαν ραντεβού για να πάνε σε ένα πανηγύρι, στο οποίο γλέντησαν και ήπιαν αρκετό κρασί. Στην επιστροφή στο Ηράκλειο, ο Στέφανος άρχισε να δείχνει έναν διαφορετικό χαρακτήρα και με τα λόγια κατάφερε να πείσει την Ανδρομάχη να περάσουν μαζί τη νύχτα. Η νεαρή Κρητικιά, έχοντας και αυτή ζαλιστεί από το ποτό, δέχθηκε τις ερωτικές διαθέσεις του Στέφανου, αν και αργότερα δήλωσε ότι από τη μέθη δεν είχε πλήρη επίγνωση της κατάστασης.
***
Το πρωί, όταν η Ανδρομάχη κατάλαβε τι είχε συμβεί, του είπε ότι της έκανε μεγάλο κακό. Και ότι της πήρε ό,τι πιο πολύτιμο είχε. Ο νεαρός τής υποσχέθηκε ότι θα την παντρευτεί και έτσι την έπεισε να περάσουν μερικές ακόμα ερωτικές νύχτες μαζί. Όμως κάποιο πρωί εξαφανίστηκε, έχοντας αναχωρήσει για την Αθήνα. Η Ανδρομάχη, νιώθοντας ατιμασμένη και εξαπατημένη, πήγαινε τακτικά στο σπίτι του Στέφανου και ζητούσε έντονα από τον πατέρα της να τον υποχρέωσει να επιστρέψει στο νησί και να την παντρευτεί. Ακόμα και η Αστυνομία ανακατεύτηκε στην υπόθεση, χωρίς όμως να μπορεί να έχει κάποιο αποτέλεσμα όπως ήταν αναμενόμενο.
***
Μετά από αρκετούς μήνες, στις 19 Μαΐου του 1960, υπήρξε η μοιραία συνάντηση των δύο νέων, καθώς ο Στέφανος είχε επιστρέψει κρυφά στο Ηράκλειο. Του ζήτησε και πάλι να την παντρευτεί, όμως εκείνος την αποπήρε και την έβρισε εν μέση οδώ. Το ίδιο έγινε και την επόμενη ημέρα. Στις 21 Μαΐου, όμως, η Ανδρομάχη βγήκε να τον συναντήσει έχοντας επάνω της το πιστόλι που είχε στο μεταξύ προμηθευτεί. Ακολουθώντας τον Στέφανο, μπήκε στο καφενείο «Κάντια» στον κεντρικό δρόμο του Ηρακλείου, που την ώρα εκείνη, περίπου 9 το βράδυ, ήταν κατάμεστος από περαστικούς. Η Ανδρομάχη πλησίασε και πάλι τον Στέφανο και του ζήτησε να μάθει αν θα την παντρευτεί. Αυτός άρχισε να της φωνάζει και τότε η Ανδρομάχη έβγαλε το πιστόλι και τον πυροβόλησε τρεις φορές μπροστά στους εμβρόντητους πελάτες του καφενείου. Στη συνέχεια πήγε στο αστυνομικό τμήμα και παραδόθηκε, λέγοντας ότι «Καλά έκανα και τον σκότωσα, θα αγιάσουν τα χέρια μου».
***
Την επόμενη ημέρα είπε στους χωροφύλακες ότι δεν είχε άλλο δρόμο από το να σκοτώσει τον Στέφανο, ο οποίος της είχε πάρει ότι πιο πολύτιμο είχε. «Είμαι μία άτιμη» είπε, και πρόσθεσε ότι το σπίτι της και η οικογένειά της την έβγαλαν στο περιθώριο, και έτσι από το να κυκλοφορεί ατιμασμένη προτίμησε να μπει στην φυλακή. Ο πατέρας του Στέφανου υποστήριξε κατά την ανάκριση ότι ο γιος του δεν είχε κάνει την πράξη που του καταμαρτυρούσε η κοπέλα, και ότι τα πράγματα ήταν διαφορετικά, καθώς η μεγαλύτερη σε ηλικία Ανδρομάχη ήταν αυτή που πίεζε ερωτικά τον 21 ετών Στέφανο. Το δικαστήριο την καταδίκασε σε 20ετή κάθειρξη για δολοφονία εν ψυχρώ και χωρίς να της αναγνωριστεί κάποιο ελαφρυντικό.
Όλες οι δολοφονίες που συγκλόνισαν από το βιβλίο «100 εγκληματα στην Ελλάδα»
πηγή: protothema.gr