Τι κι αν βρίσκεται μόλις 7 χλμ. από τα Μάταλα, το χωριό Σίβας ίσα που το έχει χαϊδέψει ο τουρισμός, με μονάχα λίγους ταξιδιώτες να παρεκκλίνουν της πορείας τους από τη διαδρομή που ενώνει το Ηράκλειο με τα Μάταλα, για να κάνουν μια σύντομη στάση στο μικρό χωριό των 400 κατοίκων. Τα παλιά χρόνια το όνομα του χωριού ήταν θηλυκού γένους, όμως τελικά επικράτησε το αρσενικό «ο Σίβας», έτσι ώστε να ξεχωρίζουν αυτό το χωριό, που βρίσκεται στη νοτιοδυτική άκρη της πεδιάδας της Μεσαράς, από το συνονόματό του στην επαρχία Μαλεβιζίου. Στο κέντρο του Σίβα υπάρχει μια μεγάλη ανοιχτωσιά, μια φαρδιά πλατεία πλάι στον καθεδρικό ναό του Αγίου Ιωάννη του Προδρόμου, που ολόγυρά της έχουν απλωμένα τα τραπέζια τους δύο τρία ταβερνάκια και κάποια σύγχρονα και παραδοσιακά καφέ. Ορισμένα από αυτά είναι καλόγουστα και περιποιημένα, όμως το ιδιότυπο καφενείο του Κώστα, που βρίσκεται λίγο παράμερα, επί του κεντρικού δρόμου που διασχίζει το χωριό, 100 μέτρα από το ξωκλήσι του Αγίου Ιωάννη του Ξένου που γεννήθηκε στον Σίβα, είναι μοναδικό στο είδος του.
Ογδόντα χρόνια καπηλειό στο ίδιο ακριβώς σημείο, μισοκρυμμένο πίσω από τη σγουρή φυλλωσιά μιας σχεδόν αιωνόβιας αγριοπιπεριάς. Εκεί βρήκαμε τον Κώστα, να αναπαύεται στη σκιά του ψηλού δέντρου, αναπόσπαστος, παρά τη φασαρία των τζιτζικιών, αφοσιωμένος να μελετά κείμενα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας. Ο καφενές άνοιξε προπολεμικά από τους γονείς του Κώστα, τον Στέλιο και την Ειρήνη. «Εδώ μέσα έχουν γίνει μνημειώδεις παρέες», μας διηγείται. «Έφερναν στους γονείς μου λαγούς, ψάρια, όσπρια και ό,τι μπορούσαν να βρουν εκείνα τα χρόνια, κι εκείνοι έπιαναν και τα μαγείρευαν και γινόντουσαν σπουδαία συμπόσια κεκλεισμένων των θυρών. Να, δες στον τοίχο, όλες αυτές οι παλιές φωτογραφίες από τότε είναι. Από εδώ έχουν περάσει ποιητές, καθηγητές και διανοούμενοι, μεταξύ των οποίων ο συνθέτης και λογοτέχνης Γιώργος Σταυριανός, ο πολιτικός Κώστας Ζουράρις, ακόμα κι ο Αμερικανός Τζερόμ Μπρούνερ, ψυχολόγος ισάξιος του Φρόιντ! Περνώντας τα χρόνια, όλα αυτά ατόνησαν, μέχρι που εξαλείφτηκαν. Το πνεύμα που συνένωνε τις παρέες δεν υπάρχει πλέον».
Μια σούδα με όλα κι όλα τέσσερα ξύλινα τραπεζάκια έξω, παμπάλαια κειμήλια οικογενειακά που χρονολογούνται από τον 19ο αιώνα, κι άλλα τόσα στο εσωτερικό. Ανάμεσά τους και μια μουσειακής αξίας ξύλινη καρέκλα με ψάθινο κάθισμα και με ένα μπράτσο μόνο, κάτι που εξυπηρετούσε όταν επί Τουρκοκρατίας ο καθούμενος χρειαζόταν να τραβήξει αιφνιδιαστικά το κουμπούρι ή το σπαθί του. Στους τοίχους του μαγαζιού δεν υπάρχει εκατοστό ακάλυπτο. Κάθε σπιθαμή τους είναι ντυμένη με παλιές φωτογραφίες, κυρίως όμως στο μεγαλύτερο μέρος τους οι τοίχοι είναι καλυμμένοι με θρησκευτικές εικόνες, πορτρέτα Φαγιούμ, αντίγραφα έργων του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου, ένα πλήθος από αντίγραφα σε ξύλο, από διάφορα μουσεία, όπως το Μουσείο Μπενάκη, το Βυζαντινό Μουσείο Βενετίας, αλλά και από το Άγιον Όρος και την Αγία Αικατερίνη στη Μονή Σινά. Αυτόν τον ιδιόμορφο και περίτεχνο διάκοσμο τον επιμελήθηκε ο Κώστας όταν ανέλαβε σεμνά και ταπεινά τον καφενέ των γονιών του το 1995.
Σκυμμένος πίσω από το φθαρμένο πετρόλ τεζιάκι, μας ψήνει τον καφέ και εξηγεί πως του αρέσει να περνάει τις ώρες του ξεκοκαλίζοντας βιβλία ψυχολογίας και φιλοσοφίας κυρίως, αλλά και επί παντός επιστητού. Εξασκεί με κάθε ευκαιρία τα αρχαία ελληνικά και τα λατινικά του, είναι ερασιτέχνης φωτογράφος και στην πραγματικότητα είναι πολύ πιο απορροφημένος από τούτες εδώ τις ασχολίες παρά από τη λειτουργία του καφενέ. Τόσο πολλή ώρα που καθίσαμε στον εσωτερικό χώρο, που το φως άλλαξε, χαμήλωσε κι έμπαινε λοξά μέσα από τα μισάνοιχτα παραθυρόφυλλα κι οι αχτίδες του φώτιζαν μυσταγωγικά τον καφενέ. Στο μεταξύ ο καφές μας έξω στα τραπεζάκια, μισοπιωμένος, είχε κρυώσει εντελώς πια και είχε απομείνει δίχως καϊμάκι. Πριν πάρουμε ξανά τον δρόμο, ο Κώστας μάς έβγαλε μια ρακή, αγγουράκι, αλατσολιές γλυκόπικρες και ντόπια παξιμαδάκια ούζου με σουσάμι. Μας κέρασε και λικέρ «λιμονίνα», που έμαθε να φτιάχνει μόνος του στα χρόνια που έζησε στη Ρώμη.