«Πιθανότατα την έχει χτυπήσει, ίσως και να την έχει σκοτώσει…» ανέφερε η κλήση στο 112 που τον περασμένο Μάρτιο κινητοποίησε αστυνομικούς και διασώστες του ΕΚΑΒ, οι οποίοι έσπευσαν σε σπίτι, σε χωριό της Μεσαράς.
Μία 57χρονη γυναίκα κείτονταν γυμνή χωρίς τις αισθήσεις της, σκεπασμένη με μία κουβέρτα. Ήταν βρεγμένη και χτυπημένη. Έφερε μώλωπες και εκδορές στο πρόσωπο και στο σώμα. Το δέρμα της είχε «ποτίσει» από την έντονη μυρωδιά υγραερίου. Στο δωμάτιο υπήρχε μία σόμπα που δεν άναβε, ωστόσο η φιάλη ήταν ανοιχτή. Στο σπίτι βρισκόταν και ο 63χρονος σύζυγος της, ο οποίος οδηγήθηκε στο Τμήμα.
Η γυναίκα συνήλθε την επόμενη ημέρα στο νοσοκομείο. Ήταν ακόμα σε σοκ όταν έδωσε την πρώτη κατάθεση στους αστυνομικούς, περιγράφοντας με λεπτομέρειες χρόνια κακοποίησης και εξευτελισμών. Ύβρεις, απαξίωση, σκισμένα κεφάλια, σπασμένα πλευρά, σφαλιάρες, χτυπήματα με σκουπόξυλα και γκλοπ. «Το σώμα μου είναι γεμάτο από τα παράσημα του…» αναφέρεται χαρακτηριστικά στην κατάθεση αυτή.
Ο 63χρονος είχε κριθεί προσωρινά κρατούμενος με τις κατηγορίες της απόπειρας ανθρωποκτονίας από πρόθεση και της σκοπούμενης πρόκλησης σωματικής βλάβης με μεθοδευμένη πρόκληση έντονου σωματικού πόνου και σωματικής εξάντλησης, επικίνδυνης για την υγεία, κατ’ εξακολούθηση.
Χθες, ένα χρόνο μετά, κάθισε στο εδώλιο του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Ηρακλείου.
Η 57χρονη βρέθηκε στη δικαστική αίθουσα, όμως η κατάθεση της προκάλεσε ερωτηματικά στην έδρα, με την πρόεδρο να σχολιάζει και να ρωτάει ευθέως: «Βλέπουμε ένα άγχος, μία αγωνία για να τον ρίξετε στα μαλακά. Θέλετε να τον αθωώσετε;»
Θέλω να τον βοηθήσω επειδή ο άνθρωπος αυτός είναι άρρωστος ψυχικά. Αυτή είναι η αλήθεια. Θέλει ψυχιατρική βοήθεια» υποστήριξε η 57χρονη.
Απέκλεισε 100% ότι ο 63χρονος ήθελε να την σκοτώσει, όπως του αποδίδεται. Όπως είπε, δεν ήθελε να την πνίξει, αλλά να την συνεφέρει επειδή δεν ξυπνούσε από τα χάπια. Στην προσπάθεια του αυτή απέδωσε και τα πολλά χτυπήματα στο πρόσωπο και στο σώμα της, καθώς επίσης και στο γεγονός ότι την έσυρε μέχρι το μπάνιο για να της ρίξει νερό με αποτέλεσμα να χτυπήσει σε σκάλες και πόρτες.
Ο κατηγορούμενος επιχείρησε κατ’ επανάληψη, όπως είπε, να καλέσει το 166, όμως επειδή είχε γερμανική σύνδεση στο τηλέφωνο, έπρεπε να πληκτρολογήσει μπροστά το +030, κάτι που ο ίδιος αγνοούσε.
Η μάρτυρας κατέθεσε ότι ο σύζυγος της είχε διαγνωστεί χρόνια πριν, ενώ ζούσαν ακόμα στη Γερμανία, με διπολική διαταραχή. Όπως είπε, όταν έπαιρνε την αγωγή του ήταν ένας διαφορετικός άνθρωπος. Από την άλλη είχε διπλή δισκοπάθεια και υπέφερε από φρικτούς πόνους σε 24ωρη βάση. «Έπαιρνε οπιούχα για να αντέξει τους πόνους και όλη αυτή η κατάσταση σε σαλεύει» είπε χαρακτηριστικά.
Πολλές φορές η πρόεδρος ανέτρεξε σε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από την κατάθεση-μαχαιριά που είχε δώσει η παθούσα μέσα στο νοσοκομείο. Η 57χρονη παραδέχτηκε ότι όλα όσα αναφέρονται σε αυτή είναι αληθή, υποστήριξε όμως ότι είχαν αποδοθεί με δραματικότερη χροιά, κάτι που ώθησε την πρόεδρο να επανέλθει σε περιγραφόμενες καταστάσεις, οι οποίες ήταν άκρως σοκαριστικές.
Σε όλη τη διάρκεια της εξέτασης η 57χρονη προσπάθησε πραγματικά να βοηθήσει τον κατηγορούμενο, εστιάζοντας στην κατάσταση της ψυχικής του υγείας. Όπως είπε, οι δρόμοι τους πλέον έχουν χωρίσει, όμως πιστεύει ακράδαντα ότι είναι ένας άνθρωπος που χρήζει ψυχιατρικής στήριξης.
Είπε ακόμα ότι επειδή τον έβλεπε σαν ασθενή, παρέμενε όλα αυτά τα χρόνια μαζί του ως μια μορφή υποχρέωσης, κάτι που δεν αισθάνεται πια. Κατέθεσε, επίσης, ότι τους τελευταίους μήνες πριν το σοβαρό συμβάν, ο 63χρονος είχε εμμονή ότι θα γίνει πόλεμος και μάζευε σε βαρέλια κονσέρβες…
Το δικαστήριο κήρυξε ένοχο τον 63χρονο και του επέβαλε συνολική ποινή κάθειρξης 18 ετών κατά συγχώνευση, με την έφεση να μην έχει αναστέλλουσα δύναμη.