Σήμερα Kυριακή 21η Απριλίου συμπληρώνονται 57 χρόνια από το πραξικόπημα των συνταγματαρχών και την εγκαθίδρυση της επταετούς Χούντας. Αν και επρόκειτο για μια από τις πλέον μελανές σελίδες της νεότερης ιστορίας της Ελλάδας, τα ανέκδοτα που κυκλοφορούσαν στα στέκια την εποχή εκείνη κυριολεκτικά τσάκιζαν κόκαλα.
Επιλέξαμε μερικά από αυτά και σας τα παραθέτουμε:
Ο Παττακός σε συνέδριο επιστημόνων
Ο Παττακός παρευρίσκεται σε συνέδριο επιστημόνων την εποχή της Χούντας. Οι συμμετέχοντες επιστήμονες προσπαθούν να προσδιορίσουν την ηλικία ενός δεινόσαυρου.
Ο πρώτος επιστήμονας κάνει μια εκτίμηση: “Πρέπει να είναι ηλικίας περίπου 100.000 ετών”.
Ο δεύτερος επιστήμονας εκτιμά: “Πρέπει να είναι ηλικίας περίπου 110.000 ετών”.
Ο επόμενος επιστήμονας κάνει μια πιο ακριβή Προσέγγιση: “Πρέπει να είναι ηλικίας περίπου 113.000 ετών”.
Οπότε παρεμβαίνει ο Παττακός και ξεκάθαρα τονίζει: “Είναι ηλικίας 114.452 ετών, 7 μηνών και 14 ημερών.
Όλοι οι επιστήμονες τον κοιτάζουν έκπληκτοι και με απορία ρωτούν:
-Μα πως τα καταφέρατε κύριε Παττακέ και προσδιορίσατε με τόση ακρίβεια την ηλικία του;
-Μα είναι απλούστατο… Ομολόγησε! Απαντά ο Παττακός.
Ακούει Θεοδωράκη
Βραδάκι και κάποιος περπατά σιγοσφυρίζοντας ένα από τα απαγορευμένα τραγούδια του Μίκη Θεοδωράκη. Τον ακούει ένας χαφιές και τον παίρνει από πίσω. Μπρος ο ένας, πίσω ο χαφιές, που παρακολουθεί, προχωρούν και φτάνουν ως ένα αστυνομικό τμήμα. Περνώντας μπροστά από το φυλάκιο, ο πρώτος σταματά να σιγοσφυρίζει, δείχνει τον χαφιέ και λέει στον αστυφύλακα φρουρό:
-Πιάσ’ τον αυτόν: Ακούει Θεοδωράκη.
Νόμισα πως έπεσε η χούντα
ΕΣΑτζήδες σπρώχνουν μπροστά στον βασιλικό επίτροπο τέσσερις λαϊκούς τύπους, μια λαϊκή γυναίκα κι έναν ακόμα, που μιξοκλαίει. Ο επικεφαλής των ΕΣΑτζήδων αναφέρει:
– Λαμβάνω την τιμήν ν’ αναφέρω ότι οι κατηγορούμενοι συνελήφθησαν στο λεωφορείο της γραμμής Πατήσια – Αμπελόκηποι, διότι, άνευ ουδεμιάς αφορμής, επέπεσαν, ομού και οι πέντε και έδειραν ανύποπτον αξιωματικόν, ο οποίος και νοσηλεύεται στο 401.
Εξαγριώνεται ο βασιλικός επίτροπος:
– Είπες, ετόλμησαν να χτυπήσουν αξιωματικό;
Στρέφεται στους τέσσερις και καλεί τον πιο μεγάλο:
– Τι έχεις να πεις για την βαρύτατη αυτή κατηγορία;
Ο κατηγορούμενος κοιτάζει τον βασιλικό επίτροπο αφοπλιστικά:
– Το Σουλάκι, το καμάρι μου. Είμαστε στο λεωφορείο. Κόσμος πολύς, πατείς με, πατώ σε. Και, τότες, να σου ο λεγάμενος. Ο αξιωματικός. Μέσα στο στριμωξίδι, απλώνει τη χερούκλα του και, χραπ, πατάει μια τσιμπιά στο Σουλάκι.
Ο βασιλικός επίτροπος καλεί τον δεύτερο να του πει, τι έγινε. Εκείνος αρχίζει:
– Η τιμή της αδερφής μου…
Τον σταματά ο βασιλικός επίτροπος:
– Κατάλαβα. Έλα ο επόμενος. Γιατί χτύπησες τον αξιωματικό;
Ο τρίτος της παρέας απολογείται:
– Η τιμή της βαφτισιμιάς μου…
Τον κόβει ο βασιλικός επίτροπος και καλεί τον τέταρτο:
– Το Σουλάκι μου, κορώνα στο μέτωπο. Αρραβωνιάρα να ούμε κι ο λεγάμενος…
Τον σταματά ο βασιλικός επίτροπος:
– Εντάξει, κατάλαβα. Για έλα δω εσύ;
Πλησιάζει μουδιασμένος ο τελευταίος από τους συλληφθέντες. Ο επίτροπος τον ρωτά:
– Εσύ, ποια συγγένεια έχεις με την κοπέλα;
Ψελλίζει ο άνθρωπος:
– Ούτε που την ξέρω.
Εκνευρίζεται ο επίτροπος:
– Δεν την ξέρεις και χτύπησες τον αξιωματικό; Για ποιον λόγο;
Καταρρέει ο κατηγορούμενος:
– Παρεξήγηση, κύριε. Τραγική παρεξήγηση. Τους είδα όλους αυτούς να τον βαράνε και νόμισα πως έπεσε η χούντα.
Θα τους κρεμάσουμε όλους
Στο δημοτικό σχολείο, η δασκάλα απευθύνεται στα παιδιά:
– Είπαμε χθες ότι θα εξηγήσουμε στους γονείς μας πως οι πρωτεργάτες της 21ης Απριλίου έσωσαν τη χώρα από τον κομμουνισμό. Και ότι θα συστήσουμε στους δικούς μας να αναρτήσουν τα πορτρέτα τους σε περίοπτα σημεία του σπιτιού. Το κάναμε;
Απαντούν όλα μαζί:
– Μάλιστα.
Ενθουσιάζεται η δασκάλα:
– Ωραία. Πες μας, Κωστάκη. Τι κάνατε εσείς στο σπίτι σας;
Περήφανα ο Κωστάκης:
– Εμείς, κυρία, κρεμάσαμε στο σαλόνι τη φωτογραφία του κυρίου Παπαδόπουλου
– Μπράβο, Κωστάκη. Εσύ, Γιάννη;
– Εμένα ο μπαμπάς μου κρέμασε στο σαλόνι μια φωτογραφία και με τους τρεις τους.
– Εσύ, Σπύρο; Κρέμασες καμιά φωτογραφία;
Ντροπαλά, ο Σπύρος:
– Όχι, κυρία.
Επιτιμητικά, η δασκάλα:
– Όχι; Μήπως το ξέχασες;
Πάντα ντροπαλά, ο Σπύρος:
– Το θυμήθηκα, κυρία. Όμως… Η μαμά είπε να μην ανησυχώ και πως, όταν γυρίσει ο μπαμπάς από το νησί, θα τους κρεμάσουμε όλους.
Σπείρε τώρα
Εποχή σποράς κι ο εκτοπισμένος στη Λέρο αγρότης βρίσκεται σε βαθιά θλίψη. Κάποια στιγμή, πάει στο τηλεφωνείο και καλεί το σπίτι του, στην Ήπειρο. Το σηκώνει η γυναίκα του. Ο αγρότης φωτίζεται:
– Ελα, εγώ είμαι. Μ’ ακούς;
Ταράζεται η γυναίκα:
– Νικόλα μου, εσύ είσαι; Πώς είσαι;
– Καλά είμαι. Δεν μπορώ να σου πω περισσότερα. Δεν έχουμε καιρό. Άκουσέ με καλά, χωρίς να με διακόπτεις. Θυμάσαι το χωράφι μας πίσω από την εκκλησία; Έχω θάψει εκεί κάτι όπλα. Θέλω να πας να τα πάρεις και να τα πετάξεις, μην τα βρει κανείς κι έχουμε μπελάδες.
Την επομένη, τον φωνάζουν, επειγόντως, στο τηλεφωνείο. Είναι η γυναίκα του που μιλά εξαγριωμένη:
– Τι ’ναι αυτό που μου ’κανες, Νικόλα; Δεν πρόλαβα καλά – καλά να κλείσω το τηλέφωνο και πλάκωσαν τα τανκς κι οργώσανε το χωράφι και..
Τη διακόπτει ο Νικόλας:
– Τ’ οργώσανε, είπες;
– Ναι. Τ’ οργώσανε.
Κι ο Νικόλας:
– Ωραία. Σπείρε τώρα.