Τον Απρίλιο του 1947 μια ομάδα ανταρτών του «Δημοκρατικού Στρατού» στην προσπάθειά τους να διαφύγουν, συνάντησαν στην Νιάλα Αγράφων τους στρατιώτες του εθνικού στρατού. Εν μέσω φοβερής χιονοθύελλας οι στρατιώτες που ήταν μέσα στα αντίσκηνα δέχτηκαν τους αντιπάλους τους και τους πρόσφεραν φιλοξενία.
Έτσι αντάρτες και στρατιώτες συμφιλιώθηκαν στη βουνοκορφή ώστε να αντιμετωπίσουν από κοινού τη σφοδρή χιονοθύελλα σε υψόμετρο 2.000 μ. Η «συμφιλίωση της Νιάλας» αποτελεί το μοναδικό περιστατικό ανακωχής μεταξύ των αντιμαχόμενων πλευρών κατά τη διάρκεια του ελληνικού εμφυλίου πολέμου, που όμως σημαδεύτηκε από πολλούς θανάτους λόγω της κακοκαιρίας.
«Επιχείρηση Αετός» για την εκδίωξη των ανταρτών από τη νότια Πίνδο Στις αρχές του 1947 ο εμφύλιος πόλεμος ήταν σε πλήρη εξέλιξη και ο κυβερνητικός στρατός προσπαθούσε με οργανωμένες επιχειρήσεις να εγκλωβίσει τις δυνάμεις των ανταρτών.
Έτσι, στις 7 Φεβρουαρίου η κυβέρνηση του εξωκοινοβουλευτικού πρωθυπουργού Δημητρίου Μάξιμου ενέκρινε το «Σχέδιο Τέρμινους» του Γενικού Επιτελείου Στρατού (ΓΕΣ), που αποτελούσε την πρώτη συστηματική εκκαθαριστική επιχείρηση. Βασικό στόχος του σχεδίου ήταν ο εγκλωβισμός των μονάδων του ΔΣΕ και η εξουδετέρωση ή η εκδίωξή τους έξω από τα σύνορα της χώρας. Στο πλαίσιο αυτού του σχεδίου στις 5 Απριλίου 1947, τέθηκε σε εφαρμογή η «Επιχείρηση Αετός«, με την οποία επιδιωκόταν η εξόντωση των ανταρτών στην περιοχή της νότιας Πίνδου.
Χαρακτηριστικά η ιστορία του στρατού αναφέρει: «Η ζώνη αυτή προεκρίθη δι’ επιχειρήσεις λόγω της στρατιωτικής αξίας του υψιπέδου της Νευροπόλεως, η κατοχή του οποίου επέτρεπεν εις του Κ/Σ εκ μιας κεντρικής και δυσπροπελάστου περιοχής την ενέργειαν επιδρομών προς Θεσσαλίαν, Δυτικήν Στερεάν και την Ήπειρον.»την επιχείρηση έλαβαν μέρος επτά ταξιαρχίες, με την υποστήριξη πυροβολικού, αεροπορίας και ανδρών της χωροφυλακής και των παραστρατιωτικών ΜΑΔ (Μικτά Αποσπάσματα Δίωξης)….
Στην περιοχή της Νεβρόπολης, εκεί όπου σήμερα βρίσκεται η λίμνη Πλαστήρα, μεταξύ των άλλων ανταρτικών ομάδων δρούσε και το τάγμα υπό τον ταγματάρχη Σοφιανό. Οι δυνάμεις του εθνικού στρατού κινήθηκαν εναντίον του από τρεις διαφορετικές κατευθύνσεις: το Καρπενήσι, την Καρδίτσα και την Άρτα. Ο Σοφιανός όταν κατάλαβε ότι θα περικυκλωθεί αποφάσισε να εγκαταλείψει τα Βραγγιανά, όπου βρισκόταν, και να κατευθυνθεί προς τον αυχένα της Νιάλας των Αγράφων και στη συνέχεια μέσω των χωριών Σάικα και Καροπλέσι να βγει στην περιοχή Βουλγάρα, όπου βρισκόταν το Αρχηγείο Αγράφων και το Αρχηγείο Θεσσαλίας του ΔΣΕ.
Η ανάβαση στη Νιάλα
Η πορεία της φάλαγγας ξεκίνησε το βράδυ της Μεγάλης Παρασκευής 11 Απριλίου, μέσα σε έντονη βροχή και κρύο. Μπροστά μπήκε ο 1ος και 2ος λόχος, στην μέση ακολουθούσαν πολιτικά στελέχη, άμαχοι και τραυματίες, ενώ στην οπισθοφυλακή τοποθετήθηκε ο 3ος λόχος υπό τον λοχαγό Γιάννη Παπαϊωάννου (Ερμής).
Όπως προκύπτει από μαρτυρίες και αναφορές, η ομάδα με τους άμαχους και τα πολιτικά στελέχη ξεστράτισε. Πιθανόν παρέσυραν σε λάθος πορεία και τον τρίτο λόχο που ακολουθούσε. Έτσι αποκόπηκαν από την πορεία του τάγματος και ακολούθησαν ένα μονοπάτι που τους οδήγησε σε αφάνταστη δοκιμασία και αφανισμό. Το μονοπάτι προς τη Νιάλα ήταν εξαιρετικά δύσβατο και επικίνδυνο. Όσο προχωρούσαν η έντονη βροχή μετατράπηκε σε χιονοθύελλα. Η πορεία προς την κορυφή εξελίχθηκε σε εφιαλτική εμπειρία, καθώς το μονοπάτι ήταν σαθρό και κατέρρεε. Έτσι πολλοί οδοιπόροι έπεφταν και τσακίζονταν στις χαράδρες.
Η μαρτυρία του Μενέλαου Μούστου (Δάφνης) από το Λαμπερό Καρδίτσας είναι συγκλονιστική. «Το χιόνι πέφτει πυκνό. Ο αυχένας αρχίζει να κοντοζυγώνει μα είναι ακόμη μακριά. Θέλει δρόμο, ανήφορο πολύ. Κι εμείς, δεν μπορούμε άλλο, αποκάναμε. […]. Δεν αντέχω άλλο πια. Μούδιασε το σώμα μου και με μυρμηγκίζει. Βαδίζουμε νηστικοί και ξυπόλητοι, χωρίς στάση, χωρίς ανάσα, κάτω από τη βροχή και το χιόνι […] Η φάλαγγα προχωρεί, αλλά όλο και κλονίζονται πιο πολλοί. Το βήμα γίνεται αργό. Τα πόδια ασήκωτα από την κούραση. Εκατό οκάδες το ένα. Η φάλαγγα κόβεται […] Πλησιάζουμε στον αυχένα της Νιάλας. […] Μια απεγνωσμένη κραυγή και ύστερα το κατρακύλισμα στο γκρεμό. Κάποιος γλίστρησε και χάθηκε. Κόπηκαν τα ήπατα. Τρέμουν τα πόδια». …
Στο βιβλίο του Μενέλαου Μούστου (Δάφνη) «Αφηγήσεις για το Δημοκρατικό Στρατό», ο συγγραφέας περιγράφει το πέρασμα της Νιάλας, στο οποίο συμμετείχε και ο ίδιος ως μαχητής: Μια τρομερή χιονοθύελλα σηκώνεται άξαφνα από παντού. Ένα άσπρο σύννεφο τα κάλυψε όλα. Τίποτα δε φαίνεται. Μουγκρίζει μανιασμένα ο αέρας και παρασέρνει ό,τι βρει στο δρόμο του. Θέλει να μας ξεριζώσει, λες, από τη γη. […] Ταλαντεύεται πάλι η φάλαγγα. […] Ένας έπεσε ξερός. Ο διπλανός κάνει μια υπεράνθρωπη προσπάθεια να τον σηκώσει και μένει και κείνος κόκκαλο. «Θα πεθάνουμε», σκέφτηκα, «από το κρύο». Τρεις πολίτες σβήνουν από το κρύο. Όσο προχωρούμε, τόσο πιο μανιασμένος φυσάει ο αγέρας. Θα μας παρασύρει. Θα μας κατρακυλήσει στον γκρεμό. Προχωράμε. Μα να, άλλοι δύο πέφτουν. Τους τρίβουμε με χιόνι, τους κουνάμε, τίποτα. Πέθαναν. Κάναμε μερικά βήματα και πέφτει κι άλλος. Τι είναι τούτο; Στα καλά- καλά, ο άνθρωπος ενώ βαδίζει να ξεραίνεται. Ο Λάμπρος Οικονόμου, ο οπλοπολυβολητής, πάγωσε και μας έφραξε τον δρόμο. Πάλι σταματάει η φάλαγγα. Τραβάμε να του πάρουμε το οπλοπολυβόλο μα δεν ξεκολλάει από το ώμο του. Πάγωσε κι έγινε σάρκα και σίδερο ένα πράγμα. Φρίκη»….
Εκείνο το παγωμένο βράδυ του Μεγάλου Σαββάτου οι αποκαμωμένοι μαχητές του Δημοκρατικού Στρατού μαζί με τους πολίτες που τους ακολουθούσαν, συνάντησαν ένα τμήμα του εθνικού στρατού που τους καταδίωκε. Η χιονοθύελλα είχε αποδυναμώσει και τους άντρες του κυβερνητικού σταρτού. Πολλοί από αυτούς είχαν πεθάνει μέσα στις σκηνές τους.
Τα επόμενα λεπτά στην κορυφογραμμή της Νιάλας γράφτηκε μια ασυνήθιστη ιστορία μεγαλείου και ανθρωπιάς ανάμεσα σε διώκτες και καταδιωκόμενους. Οι στρατιώτες άνοιξαν τις σκηνές τους και μπροστά στην απειλή του θανάτου, ενώθηκαν όλοι μαζί. Έγιναν μια αγκαλιά.
«Ταχματάρχα, δεν σκοπεύετε καλά»
Την επόμενη ημέρα, πρωί της Κυριακής του Πάσχα, 13 Απριλίου, κι ενώ οι καιρικές συνθήκες είχαν βελτιωθεί οριακά, ο υποδιοικητής του 617 ΤΠ ταγματάρχης Δημοσθένης Αλευράς έφτασε από το χωριό Άγραφα στη Νιάλα «προς συγκρότησιν του λόχου μετά πολιτών και στρατιωτών”.
Εκεί διαπίστωσε πως στα αντίσκηνα του στρατιωτικού φυλακίου είχαν βρει καταφύγιο και οι αντάρτες του ΔΣΕ, μαζί με πολιτικά στελέχη του ΚΚΕ και πολίτες. Αμέσως ζήτησε από τον ασυρματιστή του λόχου να μεταδώσει το ακόλουθο σήμα προς τον διοικητή της 72ης Ταξιαρχίας: «Από δριμύτατον ψύχος, συμμορίται Σοφιανού επάγωσαν άπαντες είς κορυφήν Νιάλας. Υπολείμματα περί τους εκατό συμμορίτας, κρατούνται αιχμάλωτοι εις τα αντίσκηνά μας. Αποστείλατε άνδρες προς παραλαβήν. Ταγματάρχης Αλευράς». Την ίδια ώρα ο Παπαϊωάννου (Ερμής) αναζητούσε τους διμοιρίτες του λόχου του για να συνεχίσει την πορεία προς τη Σάικα. Τέσσερις δεκαετίες αργότερα, ο ίδιος διηγήθηκε πως τον πυροβόλησε ο ταγματάρχης του εθνικού στρατού και εκείνος ανταπέδωσε και τον σκότωσε: «Όταν εγώ εκείνη τη στιγμή περνούσα κατά σύμπτωση από κοντά τους (τους άνδρες του κυβερνητικού στρατού), ένα χέρι έφραξε το στήθος μου και ταυτόχρονα μου λέει κάποιος: «Πού πας εσύ;» […]»Και ποιος είσαι εσύ;», του απαντάω. «Ο ταγματάρχης», λέει με βροντερή και αυστηρή φωνή. Έκανα ένα σάλτο παραμερίζοντας το χέρι του και προχώρησα το δρόμο μου, χωρίς να του πω τίποτα.. «Στάσου, στάσου!», άρχισε να φωνάζει θυμωμένα. Εγώ πήγαινα χωρίς να του δώσω σημασία. Όμως αγρίεψε, φώναζε δυνατά και απειλούσε: «Θα πυροβολήσω, σταμάτα!». Θα είχα απομακρυνθεί, όταν γύρισα κατά μέτωπο προς αυτούς για να δω τι συμβαίνει. Βλέπω τον ταγματάρχη με το περίστροφο στο χέρι να απειλεί κι να βρίζει […]. Ακαριαία, έχωσα το χέρι μου κάτω από τη χλαίνη, και τράβηξα από τη θήκη το πιστόλι μου, που κατά καλή τύχη δεν είχε παγώσει τελείως η σκανδάλη του. Τη στιγμή εκείνη, μια σφαίρα πέρασε και πήρε ξυστά τη χλαίνη πάνω από τον αριστερό μου ώμο. «Δεν σκοπεύετε καλά, ταγματάρχα» του λέω και τράβηξα κι εγώ τη σκανδάλη. Η σφαίρα τον χτύπησε στο κεφάλι και ο ταγματάρχης σωριάστηκε πάνω στο χιόνι. Ούτε ένα «αχ» δεν πρόλαβε να πει[…]. Μετά το σκοτωμό του ταγματάρχη όλοι ησύχασαν, οι αξιωματικοί τους μούδιασαν και λούφαξαν στα αντίσκηνα. Οι δυο πολίτες- σύνδεσμοι του Αλευρά- προθυμοποιήθηκαν να εξυπηρετήσουν τώρα εμάς και να μας οδηγήσουν μέχρι το χωριό Σάικα […]»….
Η επίσημη εκδοχή του ελληνικού στρατού για το τέλος του ταγματάρχη είναι ότι έπεσε νεκρός σε ενέδρα: » Εν ω χρόνω, ο εν Αγράφοις ευρισκόμενος υποδιοικητής του Τάγματος Ταγ/ρχης Αλευράς Δημοσθένης μετέβαινε προς Καυκία [..] προπορευόμεος προς διάνοιξιν οδού ενέπεσε εις ενέδραν βληθείς εξ αποστάσεως 2 μέτρων και εφονεύθη […]».
Οι συλλήψεις και οι εκτελέσεις
Λίγη ώρα μετά τον θανάσιμο τραυματισμό του Αλευρά, ο Παπαϊωάννου συγκέντρωσε τους άνδρες του και αναχώρησε από τη Νιάλα προς τη Σάικα. Όμως, το παράγγελμά του για την αναχώρηση δεν είχαν αντιληφθεί τα μέλη της πολιτικής οργάνωσης του ΚΚΕ και οι άμαχοι πολίτες, που βρίσκονταν στα πιο απομακρυσμένα αντίσκηνα. Όταν έφτασαν ενισχύσεις στο σημείο από στρατιώτες του κυβερνητικού στρατού, κάποιοι τους αντελήφθησαν και έφυγαν. Οι υπόλοιποι συνελήφθησαν.
«Ξαφνικά, μέσα στο βουητό της χιονοθύελλας και τα σφυρίγματα του αέρα, ακούστηκαν πυροβολισμοί», αφηγείται ο Βασίλης Φυτσιλής που έζησε τα γεγονότα στο πλευρό των ανταρτών. «Μια κάννη αυτόματου γυάλισε στη σχισματιά του αντίσκηνου «Όλοι έξω!», ούρλιαξε άγρια ο «κυβερνητικός». Βγήκανε ένας ένας, προσπαθώντας να στηριχθούμε στα ξυλιασμένα πόδια μας […]. Μας συγκέντρωσαν όσο γινόταν πιο γρήγορα, δικούς τους και δικούς μας και μας έσπρωξαν σε ένα μονοπάτι που κατηφόριζε απότομα». …
Συνολικά, συνελήφθησαν 30 άτομα. Οι συλληφθέντες μεταφέρθηκαν διαδοχικά τα χωριά Άγραφα και Μοναστηράκι, στο Καρπενήσι και τελικά στη Λαμία, όπου στις 3 Μαΐου παραπέμφθηκαν στο στρατοδικείο της πόλης ως ηθικοί αυτουργοί και στρατολόγοι.
Στις 5 Μαΐου, δέκα από τους κατηγορούμενους καταδικάστηκαν σε θάνατο και οι άλλοι σε ποινές ισοβίων δεσμών. Ανάμεσά τους και η δασκάλα Βαγγελίτσα Δ. Κουσιάντζα η οποία περιέγραψε τα βασανιστήρια που υπέστη στην τελευταία επιστολή που παρέδωσε στους δικούς της. Στήθηκε μαζί με τους άλλους συναγωνιστές της στο εκτελεστικό απόσπασμα, ξημέρωμα της 9ης Μαΐου στο νεκροταφείο της Ξηριώτισσας στη Λαμία.
Επειδή οι οπλίτες αρνήθηκαν να πυροβολήσουν αντικαταστάθηκαν από μέλη των παραστρατιωτικών ΜΑΥ (Μονάδες Ασφαλείας Υπαίθρου). Οι μελλοθάνατοι στα τελευταία λεπτά της ζωής τους έστησαν χορό που έσυρε πρώτη η δασκάλα. Τραγουδούσαν: «έχε γεια καημένε κόσμε, έχε γεια γλυκειά ζωή, για μια ιδέα ευγενικιά δίνουμε την ζωή μας, χαρά σ΄αυτόν που παρατάει για μια τιμή τον κόσμο»…
Σήμερα, σε κοντινά σημεία της περιοχής, όπου εξελίχθηκαν τα δραματικά γεγονότα της 12ης και 13ης Απριλίου 1947, έχουν τοποθετηθεί από κατοίκους των γύρω χωριών δύο αναμνηστικές πλάκες. Στην πρώτη αναφέρεται πως στη «θέση αυτή έπεσαν χτυπημένοι από φοβερή χιονοθύελλα αντάρτες του ΔΣΕ, στρατιώτες του κυβερνητικού στρατού και άμαχοι πολίτες στις 12-4-1947«. Στη δεύτερη αναγράφεται ότι «στη θέση αυτή αντάμωσαν και συμφιλιώθηκαν μέσα στα ίδια αντίσκηνα αντάρτες του Δ.Σ.Ε. και στρατιώτες του Ε. Σ. στις 12-4-1947″.
Σύμφωνα με την μαρτυρία του Βασίλη Φυτσιλή από την Σέκλιζα στο σημείο όπου στήθηκε το μνημείο είχε πεθάνει από την παγωνιά και την εξάντληση μια μάνα με τα δύο ανήλικα παιδιά της. Πρόκειται για την Βάγια Ραγιά από τον Παλαμά Καρδίτσας και τα παιδιά της Ιουλία και Γιάννης. Είχε ακολουθήσει τους αντάρτες φοβούμενη αντίποινα στο χωριό της.
Με πληροφορίες:
-Ξεχασμένα πρωτοσέλιδα, ρεπορτάζ από τη νεοελληνική μικροϊστορία, Γιάννης Ράγκος, Εκδόσεις POLARIS
-«Νιάλα, μια ξεχασμένη σελίδα της ιστορίας» ντοκιμαντέρ του Στάθη Γαλαζούλια
-Ο ελληνικός στρατός κατά τον αντισυμμοριακόν αγώνα 1946-1949, ΓΕΣ/ΔΙΣ
-Φωτογραφικό υλικό: Μάκης Θεοδώρου