Μόλις 13 χρόνια χρειάστηκε ο νεαρός ηγεμόνας του βασιλείου της Μακεδονίας για να εξασφαλίσει τη συμμαχία των ελληνικών πόλεων-κρατών και να ολοκληρώσει την εκστρατεία για την κατάληψη όλης της περσικής αυτοκρατορίας.
Ένας πραγματικά ασύλληπτος κατακτητικός άθλος που θα μελετούν διαχρονικά οι ιστορικοί, θέλοντας να φέρουν στην επιφάνεια τα πώς και τα γιατί.
Οι Μακεδόνες ήταν υπολογίσιμη δύναμη της εποχής, επαρκούσαν όμως οι στρατιωτικές δυνάμεις και η οικονομική τους ευρωστία για έναν τόσο μεγαλεπήβολο στόχο; Ή μήπως τα περισσότερα έγιναν δυνατά χάρη στη διάνοια του στρατηλάτη;
Ερωτήματα επίμονα και δύσκολα στην απάντησή τους, καθώς η πλήρης ανασυγκρότηση της ιστορίας του Αλέξανδρου Γ’ είναι ακόμα ζητούμενο.
Ξέρουμε πάντως πως μέσω της στρατιωτικής του ιδιοφυΐας, των απαράμιλλων ηγετικών του ικανοτήτων και της τρομακτικής διπλωματικής του ρητορείας κατάφερε να κάνει την οικουμένη να του παραδοθεί, με μεγαλύτερη ή μικρότερη αντίσταση.
Τα όρια της αυτοκρατορίας του κάλυπταν ένα σημαντικότατο κομμάτι του τότε γνωστού κόσμου. Ήταν πράγματι το μεγαλύτερο βασίλειο που είχε δει ποτέ ο αρχαίος κόσμος.
Η εποχή του Αλέξανδρου στάθηκε αναμφίβολα μια ιστορική τομή. Πώς έγιναν όμως όλα αυτά;
Ο Αλέξανδρος Γ’ ο Μακεδών χρωστά σίγουρα ένα τμήμα της επιτυχίας του στην προνοητικότητα του πατέρα του, Φιλίππου Β’. Οι πολεμικοί άθλοι του νεαρού βασιλιά έλκουν ωστόσο την καταγωγή τους από ακόμα παλιότερα, από την εποχή που οι ελληνικές πόλεις-κράτη θεσπίζουν τις οπλιτικές φάλαγγες.
Περί το 700 π.Χ., πόλεις όπως η Σπάρτη, η Κόρινθος και το Άργος καταφεύγουν σε μια νέα στρατηγική μάχης, μαζικούς σχηματισμούς από βαριά οπλισμένο πεζικό δηλαδή που πολεμούσε σε φάλαγγες.
Ο νέος τύπος στρατιώτη, ο οπλίτης, θα αποδεικνυόταν αποτελεσματικότατος στη μάχη και θα έδειχνε τι τρανό μπορούσε να κάνει κατά την εισβολή των Περσών, πρώτα του Δαρείου Α’ και μετά του γιου του, Ξέρξη Α’.
Αυτή τη βαριά παρακαταθήκη πήρε ο Φίλιππος και τη μετέτρεψε σε μακεδονική φάλαγγα. Το δόρυ έγινε πιο μακρύ (σάρισα), η ασπίδα μικρότερη και η βοιωτική περικεφαλαία εγκαταλείφθηκε, με τους οπλίτες να φορούν πια μία φρυγικού τύπου (επέτρεπε καλύτερη περιφερειακή όραση).
Ο Φίλιππος επινόησε νέες τακτικές μάχες για τις φάλαγγες των πεζέταιρών του, όπως έκανε και για το ιππικό του, υιοθετώντας εν πολλοίς τη θρακική τριγωνική παράταξη για το μακεδονικό ιππικό.
Κι έτσι ο σχετικά μη αποτελεσματικός στρατός που κληρονόμησε όταν έγινε βασιλιάς το 359 π.Χ. μεταμορφώθηκε σε μια δύναμη πυρός που θα ξάφνιαζε τον κόσμο.
Η αναδιοργάνωση του στρατεύματος έφερε ωστόσο και αλλαγές στα νούμερα. Από τους 10.000 μακεδόνες οπλίτες που του παραδόθηκαν, έφτασε το νούμερο στους 24.000, αυξάνοντας ταυτοχρόνως τους ιππείς του από τους 600 στους 3.500, σύμφωνα με τις καταγραφές του Φλάβιου Αρριανού.
Την ίδια ώρα, η πλήρης επικράτησή του στη νότια Ελλάδα σήμαινε πως οι άντρες του είχαν αποκτήσει μεγάλη εμπειρία στη μάχη. Πριν φτάσουμε στην καθοριστική Μάχη της Χαιρώνειας, ο Φίλιππος πήρε μέρος στον Γ’ Ιερό Πόλεμο και υπέταξε τη Θεσσαλία (προσαρτώντας εδώ το περίφημο θεσσαλικό ιππικό στον στρατό του).
Και το 338 π.Χ. αντιμετώπισε λίγο έξω από τη Λιβαδειά έναν συνασπισμό πόλεων-κρατών, κάμπτοντας και τους τελευταίους πυλώνες αντίστασης στα σχέδιά του. Η Χαιρώνεια, στην οποία πολέμησε με τον 18χρονο γιο του στο πλευρό, αποτέλεσε το αρχιμήδειο σημείο της μακεδονικής κυριαρχίας στον ελληνικό κόσμο…
Ο Αλέξανδρος ξεκίνησε την εκστρατεία του κατά της περσικής αυτοκρατορίας των Αχαιμενιδών, ως ηγεμόνας της Πανελλήνιας Συμμαχίας, κατά την άνοιξη του 334 π.Χ.
Ο Αρριανός μας βεβαιώνει στην «Αλεξάνδρου Ανάβασις» πως ο μακεδόνας στρατηλάτης πέρασε τον Ελλήσποντο με στρατό 30.000 οπλιτών και πάνω από 5.000 ιππείς, μεταξύ των οποίων και το επίλεκτο βαρύ ιππικό των Εταίρων. Μαζί του είχε και 160 πλοία.
Αναλύοντας ακόμα περισσότερο τον στρατό του, είχε 12.000 μακεδόνες οπλίτες –9.000 πεζέταιρους και 3.000 υπασπιστές– και πάνω από 7.000 πεζικάριους από την υπόλοιπη Ελλάδα, που προόριζε κυρίως να παραμένουν φρουρά στα εδάφη που θα κατακτούσε. Είχε ακόμα και πεζούς Ιλλυριούς, Τριβαλλούς, Παίονες, Αγρίανες ακοντιστές κ.ά.
Και μιας και ο Αλέξανδρος ήταν ο ηγεμόνας του Πανελληνίου Συνεδρίου, είχε επίσης στις τάξεις του επιπρόσθετο ιππικό, πεζικό και πολεμικά πλοία από τις πόλεις-κράτη.
Οι ιστορικοί μας λένε σήμερα πως η στρατιωτική του δύναμη ήταν ομολογουμένως περιορισμένη αναφορικά με τις προθέσεις του. Ο Αλέξανδρος ήθελε να τιμωρήσει τους Πέρσες και να καταλάβει όλα τα εδάφη τους, μια τεράστια αυτοκρατορία που μπορούσε να αντιπαρατάξει πολλαπλάσιες δυνάμεις.
Μόνο που ο Αλέξανδρος δεν βασιζόταν τελικά στην αριθμητική υπεροχή, αλλά στην άρτια εκπαίδευση του στρατού του. Και στη στρατηγική του διάνοια, αλίμονο.
Ο Αλέξανδρος, όπως και ο πατέρας του, γνώριζε καλά πως το μόνο μειονέκτημα της πανίσχυρης μακεδονικής φάλαγγας ήταν το γεγονός ότι λειτουργούσε καλύτερα σε επίπεδες επιφάνειες. Παρά το μικρό ψεγάδι, την επιστράτευσε με υποδειγματική επιτυχία.
Σε κάθε μάχη, ο σχηματισμός του παρέμενε σχεδόν απαράλλακτος, με εξαίρεση την αιματοβαμμένη μάχη με τον Πώρο στον Υδάσπη ποταμό, όταν έβγαλε μπροστά τους τοξότες του για να αντιμετωπίσει τους ελέφαντες του βασιλιά, κατά την εκστρατεία στην Ινδία πια.
Σε όλες τις άλλες μάχες εφάρμοσε τη λεγόμενη τακτική «σφύρας και άκμωνος», εγκλωβισμός του αντίπαλου στρατού με τις φάλαγγες δηλαδή και χτύπημα με το βαρύ ιππικό. Η μονάδα κρούσης του μακεδονικού στρατού ήταν το ιππικό και όχι οι οπλίτες.
Ο Αρριανός μας λέει πως ο Αλέξανδρος αναπλήρωνε τακτικά τον στρατό του, δίνοντας μεγάλο βάρος στο ιππικό. Στη μάχη στα Γαυγάμηλα, την τελευταία και αποφασιστικότερη νίκη του κατά του Δαρείου Γ’ που σήμανε την πτώση της περσικής αυτοκρατορίας, ο Αλέξανδρος έχασε 1.000 άλογα.
Είχε προνοήσει ωστόσο να δημιουργήσει έναν μηχανισμό σταθερής προμήθειας αλόγων, που ήταν διαθέσιμα ανά πάσα στιγμή.
Στη μάχη του Γρανικού, την πρώτη σύγκρουση του εκστρατευτικού σώματος του Αλέξανδρου στη Μικρά Ασία, όταν αντιμετώπισε τον ενωμένο στρατό των Αχαιμενιδών, βρέθηκε απέναντι σε 20.000 στρατιώτες πεζικού και 20.000 ιππείς.
Κατά τον Αρριανό αυτά, γιατί ο Διόδωρος τους ανεβάζει στους 110.000 και ο ιστορικός Ιουστίνος μιλά (στην «Επιτομή των Φιλιππικών Ιστοριών») ακόμα και για 600.000. Στην πρώτη μεγάλη νίκη του, ο μακεδόνας βασιλιάς έχασε μόλις 110 άντρες.
Στη μάχη της Ισσού, ο Δαρείος Γ’ παρέταξε έναν πολυπληθέστατο στρατό. Μιλάμε για 30.000 ιππείς, 20.000 «ψιλούς», ελαφρά οπλισμένους δηλαδή, και 90.000 οπλίτες. Αλλά και μια εφεδρεία 20.000 ανδρών σε ένα ύψωμα. Κατ’ άλλες πηγές, οι Πέρσες είχαν μαζέψει 60.000 οπλίτες, 100.000 ιππείς και δεκάδες χιλιάδες πεζούς.
Ο Αλέξανδρος κέρδισε εύκολα. Αρριανός, Διόδωρος και Κούρτιος Ρούφος («Ιστορίες του Μεγάλου Αλεξάνδρου») συμφωνούν πως οι Πέρσες έχασαν 110.000 άντρες, ενώ ο Ιουστίνος τοποθετεί τον αριθμό των απωλειών στις 71.000. Ο στρατός του Μακεδόνα έχασε 450 άντρες, μετρώντας και 4.500 τραυματίες.
Στα Γαυγάμηλα το 331 π.Χ., ο Αλέξανδρος πληροφορήθηκε πως ο Δαρείος είχε συγκεντρώσει στρατιά ακόμα μεγαλύτερη και από εκείνη της μάχης της Ισσού. Ο Αρριανός μαρτυρεί πως ο περσικός στρατός που συγκεντρώθηκε εδώ άγγιζε τους 1.000.000 πεζούς και 40.000 ιππείς, μια εκτίμηση που οι ιστορικοί θεωρούν εξόχως παρατραβηγμένη.
Ξέρουμε πάντως πως οι Πέρσες είχαν μαζέψει ό,τι καλύτερο διέθεταν, μεταξύ αυτών και δρεναπηφόρα άρματα, αλλά και 15 οπλισμένους ελέφαντες. Είναι η πρώτη φορά όπου οι αρχαίοι ιστορικοί που έγραψαν για τη μακεδονική εκστρατεία αναφέρουν ελέφαντες σε πεδίο μάχης.
Ο Αλέξανδρος παρέταξε στα Γαυγάμηλα 47.700 άντρες. Και πήρε τη μεγαλύτερη νίκη σε ολάκερη την εκστρατεία, έναν θρίαμβο που έπληξε τους Πέρσες όχι μόνο στρατιωτικά, αλλά και στο γόητρο.
Μας παραδίδεται πως έχασε από 100-500 άντρες. Οι σύγχρονοι ιστορικοί τοποθετούν τις περσικές απώλειες στους 30.000 άντρες. Αν πιστέψουμε πάντως τον Αρριανό, έχασαν πάνω από 300.000, και αν ακούσουμε τον Διόδωρο, απώλεσαν ακόμα και 900.000 στρατιώτες.
Αφού κατέλαβε και τα Εκβάτανα, η περσική αυτοκρατορία είχε ουσιαστικά καταλυθεί, όλες οι εξουσίες ήταν πια στα χέρια του Μακεδόνα. Ο σκοπός της εκστρατείας του είχε ολοκληρωθεί με πάσα επιτυχία.
Συνεπής με τις δεσμεύσεις του, άφησε να γυρίσουν πίσω οι έλληνες σύμμαχοί του, όσοι ήθελαν τουλάχιστον. Για τον ίδιο όμως η ιστορία δεν είχε τελειώσει. Ο Δαρείος ήταν ακόμα ζωντανός και όλες οι ανατολικές σατραπείες ανοιχτές στις ορέξεις του.
Τα επόμενα τρία χρόνια (330-327 π.Χ.) ο Αλέξανδρος θα τα περνούσε ξανά στο πεδίο της μάχης, θέλοντας να εξασφαλίσει τον έλεγχο όλων των εδαφών των Αχαιμενιδών και των συμμάχων τους.
Τώρα θα κυνηγούσε τον Βήσσο, σατράπη της Βακτρίας, που όχι μόνο είχε σκοτώσει άδοξα τον Δαρείο, αλλά εποφθαλμιούσε κιόλας τις ασιατικές κτήσεις των Μακεδόνων.
Ο Αρριανός μάς λέει εδώ πως το εκστρατευτικό του σώμα είχε υποστεί δραστικές αλλαγές στη σύνθεσή του, εξαιτίας και των απωλειών αλλά και όσων έπρεπε να παραμένουν πίσω ως φρουρές στις πόλεις που κατακτούσε ή ίδρυε.
Μετά την καταδίωξη και την εκτέλεση του Βήσσου και την καταστολή των εξεγέρσεων σε Βακτρία και Σογδιανή, χωρίς μεγάλης έκτασης μάχες ωστόσο, ο Αλέξανδρος στράφηκε προς τα νότια, την Ινδία.
Πριν ξεκινήσει και γνωρίζοντας πως οι πορείες θα ήταν δύσκολες μέσα σε δύσβατες και ορεινές περιοχές, άλλαξε ξανά τη σύσταση του στρατού του. Ο Αρριανός βεβαιώνει πως αύξησε την αριθμητική δύναμη των δυνάμεών του, κάνοντάς τες ταυτοχρόνως και πιο ευέλικτες.
Ένα καλό τμήμα της Πανελλήνιας Συμμαχίας είχε επιστρέψει εξάλλου στον ελλαδικό χώρο (μεταξύ αυτών και το περίφημο θεσσαλικό ιππικό), την ίδια ώρα που πολλοί από τους Μακεδόνες που είχαν βαδίσει μαζί είχαν παραμείνει φρουρά στις κατακτημένες πόλεις.
Ξέρουμε ότι έφερε ενισχύσεις πεζών και ιππέων από τη Μακεδονία, προσέλαβε έλληνες μισθοφόρους, αλλά και πολλούς Ασιάτες. Πλάι στους οπλίτες, τους ιππείς και τους στρατιώτες με τον ελαφρύ οπλισμό (τοξότες, πελταστές, βελίτες, ακοντιστές), τώρα είχαν προστεθεί και ντόπιοι ιπποτοξότες και ιππακοντιστές.
Παρά τη νέα ανομοιογένεια του στρατού του, ο Αλέξανδρος κατάφερε για μια άλλη μια φορά να τους διοικήσει υποδειγματικά. Οι πρώτες του μάχες μάλιστα για την κατάκτηση της ινδικής χερσονήσου έγιναν με ένα ακόμα μικρότερο τμήμα του στρατού του.
Μέχρι να επανενωθεί με το κύριο σώμα των δυνάμεών του το 326 π.Χ. στον Ινδό ποταμό, είχε κατακτήσει τα βασίλεια των Ασπασίων και των Ασσακηνών, σε μια ιδιαιτέρως απαιτητική εκστρατεία που λίγο έλειψε να του στοιχίσει τη ζωή του.
Σειρά είχε μετά ο γενναίος Πώρος, που του παρήγγειλε πως δεν παραδίνεται και θα τον περιμένει ένοπλος στον Υδάσπη ποταμό. Ο Αλέξανδρος είχε μαζί του σε αυτή τη φάση της εκστρατείας και 5.000 ινδούς στρατιώτες.
Στη μάχη του Υδάσπη το 326 π.Χ., ο μακεδόνας στρατηλάτης αντιμετώπισε για πρώτη φορά 200 πολεμικούς ελέφαντες. Ο Πώρος αριθμούσε 30.000 πεζούς, 4.000 ιππείς, 300 άρματα και τους ελέφαντες.
Ο Αλέξανδρος στάθηκε απέναντί του με 15.000-20.000 πεζούς και 5.000 ιππείς και σημείωσε άλλη μια σπουδαία νίκη, παρά τις πρωτόγνωρες συνθήκες που δημιούργησαν για τον μακεδονικό στρατό οι ελέφαντες.
Ο Αρριανός θέλει τον Αλέξανδρο σε αυτή τη φάση της προέλασής του να αριθμεί 11.000 άντρες, 6.000 οπλίτες και 5.000 ιππείς. Και μας λέει πως οι στρατοί που αντιμετώπισε σε ινδικό έδαφος ήταν πάντα υπέρτεροι αριθμητικά, της τάξης του 3:1 ή ακόμα και 5:1.
Κατά τον έλληνα ιστορικό, ο Αλέξανδρος έχασε μόλις 310 άντρες, ενώ ο Διόδωρος Σικελιώτης βεβαιώνει στην «Ιστορική βιβλιοθήκη» του πως οι απώλειες ανήλθαν στους 1.000 νεκρούς. Όσο για τον Πώρο, έχασε 23.000 άντρες κατά τον Αρριανό και 12.000 κατά τον Διόδωρο, ο οποίος λέει ωστόσο ότι άλλοι 9.000 πιάστηκαν αιχμάλωτοι.
Ο Αλέξανδρος έβαλε επίσης στο χέρι και 80 πολεμικούς ελέφαντες. Έχασε όμως τον Βουκεφάλα του. Προχωρώντας ακόμα βαθύτερα, στον Υδραώτη ποταμό αυτή τη φορά, ήρθε αντιμέτωπος με τον πολεμοχαρή λαό των Καθαίων.
Τους νίκησε εύκολα και τους ανάγκασε σε απώλειες 17.000 αντρών, πιάνοντας και 70.000 αιχμαλώτους. Οι Μακεδόνες έχασαν 100 άντρες και μέτρησαν άλλους 1.200 τραυματίες.
Για μια από τις τελευταίες του εκστρατείες, την κατάληψη των Μαλλών, που μετατράπηκε σε πολιορκία των Μαλλών (Νοέμβριος του 326 π.Χ. έως Φεβρουάριος του 325 π.Χ.), ο Αλέξανδρος έφερε ενισχύσεις από τη Θράκη 5.000 πεζούς και 7.000 ιππείς.
Σύγχρονοι ιστορικοί εκτιμούν τις δυνάμεις των Μαλλών στους 90.000 πεζούς, 10.000 ιππείς και 900 άρματα. Και πάλι όμως αποδείχτηκαν λίγοι.
Ο Αλέξανδρος έφτασε τελικά ως και το δέλτα του Ινδού, όταν πια ήταν ώρα να επιστρέψει. Διάλειμμα ήταν ουσιαστικά, γιατί από την άνοιξη του 324 π.Χ. άρχισε να οργανώνει νέες εκστρατείες.
Ήθελε να κατακτήσει την αραβική χερσόνησο, τη Βόρεια Αφρική, που ήταν το ορμητήριο της πανίσχυρης Καρχηδόνας, και κάτι είχε ακούσει και για μια ανερχόμενη δύναμη στην ιταλική χερσόνησο.
Ο θείος του, Αλέξανδρος Α’ της Ηπείρου, και του είχε πει για κάποιους… Ρωμαίους που γίνονταν ολοένα και πιο δυνατοί. Έτσι έφυγε από τη ζωή τον Ιούνιο του 323 π.Χ., έτοιμος να αναχωρήσει για νέες δόξες στην Αραβία.
Μέχρι τότε ήταν σαφές σε όλο τον κόσμο πως δεν ήταν οι πανίσχυρες φάλαγγές του ούτε το βαρύ ιππικό του ο λόγος που έφτασε τόσο μακριά. Ούτε οι αποδυναμωμένοι Πέρσες ή οι εύθραυστες συμμαχίες των λαών της Ασίας.
Ήταν πρώτα και πάνω από όλα ο ίδιος ο Αλέξανδρος. Νικούσε παρά το γεγονός ότι ήταν μονίμως κατώτερος αριθμητικά και πολύ συχνά περικυκλωμένος από τον εχθρό.
ΠΗΓΗ: newsbeast.gr