To Ναυάγιο στη Φαλκονέρα είναι μία από τις υδάτινες τραγωδίες που στιγμάτισαν την Ιστορία της Ελλάδας, καθώς οι άνθρωποι που έχασαν τη ζωή τους σε αυτό ήταν πάνω από 200.
Ήταν Τετάρτη 7 Δεκεμβρίου του 1966 και ώρα 7:30μ.μ. όταν το πλοίο «Ηράκλειον» ξεκινούσε, με μισή ώρα καθυστέρηση, το καθιερωμένο ταξίδι του από τη Σούδα των Χανίων για τον Πειραιά, ένα ταξίδι που έμελλε, όμως, να είναι το τελευταίο του.
Πάνω στο πλοίο εκείνη τη μέρα βρίσκονταν 71 μέλη πληρώματος και 212 επιβάτες, ωστόσο τα πρώτα στοιχεία των εφημερίδων της εποχής έκαναν λόγο για 226 επιβάτες, από τους οποίους 132 ήταν ιδιώτες και 94 στρατιωτικοί.
Για μεγάλο χρονικό διάστημα ήταν άγνωστο πόσοι επιβάτες επέβαιναν. Και αυτό γιατί τότε επιτρεπόταν η έκδοση εισιτηρίων μέσα στο πλοίο.
Το πλοίο ταξίδευε με ταχύτητα περίπου 15 κόμβων και λίγο μετά τα μεσάνυχτα βρισκόταν σε απόσταση περίπου 8 μιλίων από τις βραχονησίδες Ανάννες.
Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Εθνικής Μετεωρολογικής Υπηρεσίας, που υπήρχαν στη δικογραφία, εκδόθηκε, στις 4.17 το απόγευμα, «έκτακτον δελτίον κακοκαιρίας», κατά το οποίο επικρατούσαν νότιοι άνεμοι έντασης 7-8 Μποφόρ, με επιδείνωση το επόμενο 12ωρο για το Κρητικό πέλαγος.
Η κακοκαιρία που υπήρχε στο Κρητικό πέλαγος ανάγκασε το Λιμεναρχείο να απαγορεύσει τον απόπλου των μικρών σκαφών, αλλά τα αναμενόμενα, στο ανοιχτό πέλαγος, 5 ή 6 μποφόρ, δεν θεωρήθηκαν επικίνδυνα για το 19.000 τόννων πλοίο.
Το ίδιο βράδυ, πολλοί αθηναϊκοί κινηματογράφοι πρόβαλαν ένα διαφημιστικό φιλμ για τα σκάφη της «Εταιρίας Τυπάλδου», τα οποία παρουσιάζονταν ως «τα πολυτελέστερα, τα ανετότερα και, φυσικά, τα ασφαλέστερα», με πρώτο και καλύτερο το καύχημα της εταιρίας, «το ασυναγώνιστον φέρι-μποτ Ηράκλειον, ταχύτητος 19 μιλλίων».
Στις δύο μετά τα μεσάνυχτα της 8ης Δεκεμβρίου, το πλοίο βρισκόταν στη μέση της διαδρομής, κοντά στη βραχονησίδα Φαλκονέρα, όπου άρχισε να κλυδωνίζεται επικίνδυνα εξαιτίας της σφοδρής θαλασσοταραχής, ενώ καθώς η ένταση των ανέμων αυξήθηκε σε 8 μποφόρ.
Τα αυτοκίνητα μετακινήθηκαν και στο γκαράζ άρχισαν να μπαίνουν νερά.
Συγκεκριμένα, από τις αναταράξεις, ένα μεγάλο φορτηγό-ψυγείο 5 τόνων με φορτίο πορτοκάλια, που φορτώθηκε κάθετα προς το διάμηκες επίπεδο συμμετρίας του πλοίου, απασφαλίστηκε από τους διαρκείς κλυδωνισμούς και χτύπησε με φόρα στην μπουκαπόρτα.
Κάποιος ναύτης έτρεξε να ειδοποιήσει τον οδηγό να πάει να το ασφαλίσει. Δεν πρόλαβε.
Κατά μαρτυρίες, ο καταπέλτης άνοιξε σταδιακά από τις παλινδρομικές προσκρούσεις του φορτηγού-ψυγείου, γεγονός που επιβεβαιώνει τις υποθέσεις ότι δεν είχε ασφαλισθεί σταθερά με τους 6 πείρους που διέθετε.
Από τον πλευρικό καταπέλτη που υποχώρησε κι άνοιξε, το φορτηγό-ψυγείο έπεσε στη θάλασσα η οποία και κατέκλυσε στη συνέχεια όλο το χώρο των οχημάτων.
Οι άνεμοι στη θαλάσσια περιοχή την ώρα του ναυαγίου υπολογίστηκαν σε 10, τουλάχιστον, μποφόρ.
Οι επιβάτες άρχισαν να ξυπνάνε στις καμπίνες τους και τα παιδιά να κλαίνε.
«(…) Πήγαμε για ύπνο και κατά τη 1.30’ μας ξύπνησε ένας επιβάτης λέγοντας ότι δεν μπορούσε να κοιμηθή λόγω της θαλασσοταραχής (…), ο επιβάτης σηκώθηκε να βγη έξω αλλά δεν μπόρεσε να σταθή και σηκώθηκα και εγώ, αλλά έπεσα. Έρποντας βγήκα έξω και τη στιγμή που ανέβαινα προς το σαλόνι άκουσα ένα καμπανάκι να χτυπά και τα φώτα έσβησαν», είχε καταθέσει ο 23χρονος τότε Δημήτρης Μαυράκης, που υπηρετούσε τη θητεία του (ΓΑΚ, Πρακτικά της δίκης στο Εφετείο, σελ. 152).
Μετά την πτώση του φορτηγού ψυγείου στη θάλασσα, το πλοίο ήλθε πάλι στη θέση του και επέπλεε στην επιφάνεια της θάλασσας με μόνο τις ηλεκτρογεννήτριες ασφαλείας σε ενέργεια και κατόπιν, λόγω της μεγάλης πλέον ελεύθερης επιφάνειας υδάτων που είχαν κατακλύσει το γκαράζ, το πλοίο άρχισε να παίρνει πολύ μεγάλες κλίσεις.
«(…) Εμένα με ξύπνησε ένας ξάδελφός μου και όταν βγήκα από την καμπίνα μου το καράβι είχε γείρει και από την πόρτα έμπαιναν νερά(…)», είχε πει ο θαλαμηπόλος Ηλίας Κουκουνάκης.
Στη συνέχεια επικράτησε χάος και σε λίγα λεπτά το πλοίο βυθίστηκε.
Στις 2.13′, μόλις 8 λεπτά από το πρώτο σήμα κινδύνου, ο ασύρματος του Ηράκλειον εξέπεμψε για τελευταία φορά: «SOS! Πορθμείον Ηράκλειον SOS, βυθιζόμεθα! Στίγμα 36.52 βόρειον και 24,8 ανατολικόν! SOS βυθιζόμεθα!» και ακολούθησε σιγή.
Τελικά, μόλις 47 επιβάτες και μέλη του πληρώματος κατάφεραν να σωθούν.
Η κρατική μηχανή δεν είχε το 1966 τις δυνατότητες γρήγορης επέμβασης και κανένα πολεμικό πλοίο δεν ήταν σε ετοιμότητα, με αποτέλεσμα τα πλοία να αποπλεύσουν για τον τόπο της τραγωδίας μετά από ώρες…
Η επιχείρηση διάσωσης των ναυαγών του «Ηράκλειον» αποτέλεσε άλλο ένα μελανό σημείο της τραγικής ιστορίας.
Όλη τη νύχτα οι ναυαγοί έμειναν αβοήθητοι να κολυμπάνε στα παγωμένα νερά του Αιγαίου, βλέποντας δίπλα τους να πεθαίνουν όσοι δεν άντεξαν την πολύωρη προσπάθεια παραμονής στην επιφάνεια…
Οι ήρωες της τραγωδίας
Ηρωικές πράξεις ανθρώπων της «διπλανής πόρτας», που υπερέβησαν τον εαυτό τους για τον συνάνθρωπο, αλλά και ανείπωτες τραγωδίες σε συνδυασμό με απίστευτες συμπτώσεις, στα όρια του μεταφυσικού, εξακολουθούν, εδώ και 50 χρόνια, να «αναδύονται» από το ναυάγιο του «Ηράκλειο» και να συγκλονίζουν.
Κορυφαία μορφή σε αυτή την τραγωδία ήταν αναμφισβήτητα η 22χρονη φοιτήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών Άλκηστις Αγοραστάκη, που ενθαρρύνοντας και βοηθώντας διέσωσε επιβαίνοντες στο πλοίο, για να χάσει τελικά η ίδια τη ζωή της κολυμπώντας στα παγωμένα νερά του Αιγαίου.
Η ηρωίδα της Κρήτης, όπως την περιέγραφαν αργότερα διασωθέντες, ήταν «η μόνη γυναίκα που δεν φώναζε, μήτε έκλαιγε με λυγμούς, όπως οι άλλες», ενώ ταυτόχρονα ενθάρρυνε και βοηθούσε άνδρες και γυναίκες.
Ενας άνθρωπος που διασώθηκε χάρη στην Άλκηστη ήταν ο 23χρονος τότε θαλαμηπόλος Ηλίας Κουκουνάκης, ο οποίος την επόμενη μέρα του ναυαγίου έφτασε στον Πειραιά με το αντιτορπιλικό «Δόξα».
Ο νεαρός ναυτικός δεν χαιρόταν για τη σωτηρία του. Ήταν απαρηγόρητος.
Κατά μια τραγική σύμπτωση στο ίδιο πλοίο με αυτόν βρισκόταν και η νεαρή σωτήρας τους και την είχε δει. Ήταν όμως νεκρή…
Στο ρεπορτάζ της εφημερίδας «Τα Νέα» (φ. 10.12.1966) διαβάζουμε ότι ο Κουκουνάκης προ του ναυαγίου κοιμόταν.
Από τη φασαρία ξύπνησε και πετάχτηκε έξω από την καμπίνα του.
«Κάποιο χέρι τον έσπρωχνε στους διαδρόμους. Το ίδιο χέρι τον πέταξε στη θάλασσα. Δεν ήξερε να κολυμπά. Το ίδιο χέρι τον εβοήθησε και ανέβηκε σε μια σχεδία. Ήταν μια νεαρή γυναίκα 25 ετών, περίπου. Σε λίγο, ένα κύμα έκοψε στα δύο την σχεδία. Η γυναίκα χάθηκε στα κύματα. Ηταν ο σωτήρας του. Μεταφέρθηκε (ενν. η γυναίκα) στον Πειραιά με το αντιτορπιλικό “Δόξα”, το οποίο μετέφερε και τον απαρηγόρητο για τον χαμό της Κουκουδάκη» (σ.σ. η εφημερίδα είχε γράψει λανθασμένα το όνομα).
Η Άλκηστις, όπως είχε πει αργότερα ο διασωθείς συμπολίτης της Σ. Λαγωνικάκης, πάλευε με τα κύματα μέχρι τις 6 το πρωί και πέθανε από το κρύο και την εξάντληση.
Η Ακαδημία Αθηνών, στην ετήσια απονομή των ηθικών διακρίσεων της 27ης Δεκεμβρίου 1967, «ετίμησε με το Χαλκούν Μετάλλιον -που σπανιώτατα απονέμεται σε πρόσωπα-: α) μεταθανατίως στη φοιτήτρια της Φιλοσοφικής Σχολής Αθηνών Αλκηστι Αγοραστάκη, που έδειξε συγκινητικό ηρωισμό και αυταπάρνηση στο ναυάγιο του οχηματαγωγού “Ηράκλειον” και που, σώζοντας ναυαγούς, πνίγηκε την τρομερή εκείνη νύχτα (…)», είχε γράψει σε επιφυλλίδα του στην εφημερίδα «Το Βήμα» (φ. 16.1.1968) ο ακαδημαϊκός Ηλίας Βενέζης.
Η κηδεία της Άλκηστης έγινε στα Χανιά, όπου, όπως διαβάζουμε σε εφημερίδες της εποχής, σε μια μέρα γίνονταν «επτά κηδείες, η μια δίπλα στην άλλη. Πολλοί πήγαιναν σε περισσότερες από μία, αλλού ο συγγενής, αλλού ο φίλος». Άλλωστε, όπως υπολογιζόταν, μόνο στην πόλη των Χανίων η συμφορά έπληξε περισσότερες από 58 οικογένειες.
Μια από τις πιο σπαρακτικές σκηνές, που έκαναν και τους απεσταλμένους του αμερικανικού περιοδικού «Life» να δακρύσουν, ήταν στην κηδεία του 35χρονου οδηγού φορτηγού Νικόλαου Πατσουράκη, τον οποίο αποχαιρέτησε η σύζυγός του Μαρία, κρατώντας στην αγκαλιά της το μόλις 8 μηνών κοριτσάκι της, ενώ τα τέσσερα άλλα παιδιά τους, όλα κορίτσια, έκλαιγαν αναζητώντας τον πατέρα τους (εφ. «Μακεδονία», φ. 13.12.1966).
Ωστόσο, η πλοιοκτήτρια εταιρεία -σύμφωνα με τις εφημερίδες της εποχής- δεν είχε στείλει ούτε στεφάνι!
Όμως, μέσα σε αυτή τη θεομηνία υπήρξαν και άλλες περιπτώσεις ανθρώπων που ξεπέρασαν τον εαυτό τους βοηθώντας τον συνάνθρωπο.
Ο θερμαστής του πλοίου Αργύρης Στριγγάρης, μιλώντας σε δημοσιογράφους στο κρεβάτι του Τζάνειου Νοσοκομείου, διηγιόταν ότι «το κύμα μου έφερε μπροστά μου μια ξύλινη “μπουκαπόρτα” (…). Ανέβηκα πάνω κι’ ύστερα πήρα μαζί μου ένα παιδί, που δούλευε χυτροκαθαριστής στο “Ηράκλειο” και το είδα εκεί κοντά μου να δίνει μάχες με τα κύματα».
Ο χυτροκαθαριστής ήταν ο 16χρονος Κώστας Καράμπελας, που βρισκόταν σε ένα άλλο κρεβάτι του ίδιου νοσοκομείου (εφ. «Το Βήμα», 10.12.1966).
Ένα σωρό νέα, 20χρονα παλικάρια, που υπηρετούσαν τη θητεία τους στο Ναυτικό και γύριζαν στον Πειραιά με άδεια, έχασαν τη ζωή τους στο ναυάγιο. Μαζί με αυτά ξεκληρίστηκαν ολόκληρες οικογένειες.
«Ο γιος μου Γιώργος και η νύφη μου πνίγηκαν», είχε πει στο Εφετείο Αθηνών η Αικατερίνη Τσαπέ. Εκεί χάθηκαν ο Νικ. Στυλιανακάκης, η σύζυγός του Παναγιώτα και η κόρη τους, η Ειρήνη Ευθυμίου έχασε τον σύζυγό της Χρήστο και την 8χρονη κόρη τους Ελένη.
Ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει σε ορισμένες συμπτώσεις που θα μπορούσαν να προκαλέσουν ακόμα και μεταφυσικές συζητήσεις και αποδείχτηκαν είτε σωτήριες είτε μοιραίες για κάποιους ανθρώπους.
Μια τέτοια τραγική σύμπτωση ήταν η απώλεια του ραδιοτηλεγραφητή του πλοίου Ηλία Ματή.
Ο άτυχος άνδρας είχε διασωθεί από ένα άλλο πολύνεκρο ναυάγιο, του φορτηγού «Ρόζα Βλάσση», που είχε γίνει στις 24 Δεκεμβρίου 1959, ανοιχτά του Σουνίου. Όμως, αυτή τη φορά δεν τα κατάφερε.
Επίσης, αξιοσημείωτα τραγικό ήταν το γεγονός ότι η οικογένεια Τζαγκαράκη από την Αγία Βαρβάρα Ηρακλείου έχασε δύο παιδιά σε ναυάγια.
Ο ένας, ο Δημήτρης, ήταν ο αδικοχαμένος ανθυποπλοίαρχος του «Ηράκλειον» και ο αδελφός του είχε χάσει τη ζωή του σε παλαιότερο ναυάγιο (εφ. «Τα Νέα», φ. 10.12.1966).
Ο πλοίαρχος του «Ηράκλειον» Εμμ. Βερνίκος, 58 χρόνων, ήταν σε αυτή τη θέση μόλις 18 μέρες (είχε ναυτολογηθεί στις 19 Νοεμβρίου).
Είχε αντικαταστήσει τον Μιχ. Μπενά, που σύμφωνα με το ρεπορτάζ των εφημερίδων της εποχής ζήτησε να φύγει επειδή η γυναίκα του ήταν ετοιμόγεννη και ήθελε να είναι κοντά της στη γέννα.
Ο αρχιμάγειρας του πλοίου Νίκος Λυμπεράτος διασώθηκε καθώς την προηγούμενη ημέρα του ναυαγίου δεν ταξίδεψε από τον Πειραιά με τον «Ηράκλειον» διότι είχε ζητήσει και πάρει άδεια ώστε να περάσει την ονομαστική εορτή του (σ.σ. 6/12) κοντά στους δικούς του.
Μάλιστα, τις πρώτες ώρες εθεωρείτο αγνοούμενος μέχρι να διαπιστωθεί ότι δεν βρισκόταν στο πλοίο.
Τέλος, ο Αριστόδημος Σπυρόπουλος ήταν υπάλληλος του ΙΚΑ. Από ημέρες είχε βγάλει εισιτήριο, μα λίγη ώρα πριν αποπλεύσει το «Ηράκλειον» το έχασε.
Μέχρις ότου το βρει, το πλοίο είχε φύγει για το τελευταίο του ταξίδι (Πηγή: εφ. «Μακεδονία», 11.12.1966).