Μετά το πέρας των μαθημάτων, τα σχολαρούδια εφηβικής κυρίως ηλικίας, δημοτικού αλλά και γυμνασίου, παίζανε διάφορα παιγνίδια, όμως στα χωριά είχαν περισσότερη άνεση χώρου, και μπορούσαν να παίξουν ότι παιγνίδι θέλανε, και μεταξύ αυτών και τον «ντελιμά».
Πολύ δημοφιλές παιγνίδι όλων των εποχών, και σε όλη την Ελλάδα, ήταν ο «ντελιμάς» η «μότζος». Στην υπόλοιπη Ελλάδα τον λέγανε «ξυλίκι».
Πιθανολογείται η λέξη «ντελιμάς» να έχει σχέση με το τούρκικο «deli» που σημαίνει «αίμα», καθ’ ότι το παιγνίδι αυτό ενίοτε ήταν και αιματηρό!
Επειδή ήταν ιδιαίτερα αγαπητό παιγνίδι ο νταλιμάς, ενίοτε έπαιζαν και κορίτσια!
Αφού λοιπόν είχαν μαζευτεί κάποια παιδιά στη παρέα δυο ή τρία αγόρια, φτιάχνανε τη «μάνα», που ήταν δυο πέτρες στημένες δίπλα – δίπλα σε απόσταση 15 με 20 εκατοστών, σε μέρος που να διαθέτει αρκετό χώρο. Στη συνέχεια έκοβαν από μια ελιά δυο κλαριά, το ένα πιο μακρύ από πενήντα έως εξήντα περίπου εκατοστά που ήταν η «βέργα», και ένα άλλο μικρότερο, δεκαπέντε με είκοσι εκατοστά, που ονομαζόταν «ντελιμάς».
Τον ντελιμά τον ακουμπούσαν πάνω στις δυο πέτρες, σαν γεφυράκι.
Το ποιό παιδί θα ξεκίναγε πρώτη το παιγνίδι, αυτό το κανόνιζε ο αρχηγός της παρέας με το λεγόμενο «νικάρισμα», που γινόταν με διάφορους τρόπους. Ή θα πέταγαν από μια πλακουτσή πέτρα σε ένα τοίχο, και όποιος πήγαινε πιο κοντά την πέτρα του, εκείνο θα άρχιζε πρώτο. Μπορούσαν να τραβήξουν μια γραμμή στο έδαφος, και όποιου η πέτρα ήταν πιο κοντά στη γραμμή, πάλι εκείνο άρχιζε πρώτο. Καμιά φορά ένας έπαιρνε μια πλακουτσή πέτρα, την έφτυνε από τη μια μεριά, και αυτή ήταν το «χλωρό». Η αντίθετη πλευρά ήταν το «ξερό». Ρωτούσε τον έναν τι προτιμά, «το χλωρό ή το ξερό»? Αφού του έλεγαν ένα από τα δύο, την πετούσε στον αέρα, και πέφτοντας η πέτρα στο έδαφος, κέρδιζε ή έχανε, και ο κερδισμένος, και αν ήταν και τρίτος στη παρέα, ο νικητής έπαιζε και με αυτόν και ο τελικός νικητής άρχιζε πρώτος!
Ο κερδισμένος παίχτης βάζει τον ντελιμά επάνω στις πέτρες.
Με την βέργα από κάτω από τον ντελιμά προσπαθούσε να τον ισορροπήσει επάνω στη βέργα του, και μετά να την σηκώσει στον αέρα, και με ένα χτύπημα δυνατό, να πετάξει τον ντελιμά όσο πιο μακριά γίνεται! Ο άλλος ή οι άλλοι δύο παίχτες είχαν απλωθεί στο χώρο με σκοπό να πιάσουν τον ντελιμά στον αέρα!
Αν στην προσπάθεια του ο παίχτης που ήταν στη «μάνα» δεν πετύχαινε τον ντελιμά και απλά του έπεφτε κάτω, τότε έχανε τη σειρά του, και άρχιζε ο επόμενος στη σειρά παίχτης, και ούτω καθ εξής.
Αν η μάνα πέταγε μακριά τον ντελιμά και έπεφτε κάτω, τότε τον έπαιρνε όποιος ήταν πιο κοντά του ή ο πιο γρήγορος, και τον πετούσε στη μάνα, με σκοπό να φτάσει πιο κοντά από μια «βεργιά», οπότε θα κέρδιζε και θα έκανε εκείνος τη μάνα. Έτσι θα πέταγε τον ντελιμά προς τη μάνα, αλλά αν ο παίχτης που ήταν στη μάνα θα τον απέκρουε με τη βέργα του και θα τον έστελνε μακριά, τότε από το σημείο που θα έπεφτε στη συνέχεια, μέτραγε «βεργιές», δηλαδή η βέργα πόσες φορές χωράει.
Τα νούμερα αυτά ο κάθε ένας τα σημείωναν κάπου χωριστά. Όταν όμως η μάνα πέταγε τον ντελιμά, και κάποιος παίχτης τον έπιανε στον αέρα, τότε υπήρχε τιμωρία! Η τιμωρία ήταν να πάει και να τον σηκώσει στην πλάτη του, και να τον πάει σηκωτό μέχρι τη μάνα, γιατί η μάνα που πέταξε τον ντελιμά γινόταν «γάιδαρος»!
Εδώ είναι τώρα που το παιγνίδι είχε γέλια και χάχανα, από τους άλλους! Φυσικά εκείνος που ήταν καβάλα, θα συνέχιζε κατόπιν το παιγνίδι!
Στο παιγνίδι υπήρχε ένα πλαφόν, στις πέντε βεργιές ας πούμε και κάτω στην απόκρουση της μάνας, έμπαινε ο επόμενος στο παιγνίδι. Όσο πιο πολλές βεργιές πάντως για ένα παίχτη στην απόκρουση, τόσο το καλύτερο! Όταν ο παίχτης πέταγε τον ντελιμά προς τη μάνα, και η μάνα δεν κατάφερε να τον αντικρούσει και απλά έπεφτε κάτω, η μάνα συνέχιζε να πετά τον ντελιμά. Άμα όμως ο άλλος παίχτης που πέταξε τον ντελιμά και δεν τον απέκρουσε η μάνα, και πέφτοντας ήταν σε απόσταση μικρότερη μιας «βεργιάς» τότε εκείνος που πέταξε τον ντελιμά συνέχιζε πλέον το παιγνίδι. Κερδισμένος από τους παίχτες ήταν εκείνος που είχε τις περισσότερες «βεργιές» στο τέλος!
Δεν ήταν όμως και λίγες οι φορές που υπήρχαν μικροτραυματισμοί κυρίως στο κούτελο με τον ντελιμά ή στο κεφάλι, με αποτέλεσμα να τρέχουν αίματα!
Κείμενο – φωτογραφία: Γεώργιος Χουστουλάκης