Σύμφωνα με τις μετεωρολογικές προβλέψεις, τα κύρια χαρακτηριστικά του καύσωνα που πρόκειται να δοκιμάσει τη χώρα μας θα είναι η μεγάλη διάρκεια αλλά και οι ακραίες θερμοκρασίες που κατά τόπους αναμένεται να αγγίξουν τους 45 βαθμούς Κελσίου.
Επιπλέον, αίσθηση έχει προκαλέσει, ειδικά στους παλιότερους, η πρόβλεψη του μετεωρολόγου Κλέαρχου Μανουσάκη ο οποίος είπε πως «Δεν αποκλείεται και στην Αθήνα να βλέπουμε θερμοκρασίες κοντά στο 32 με 34 βαθμούς Κελσίου το βράδυ ή νωρίς το πρωί, άρα ο ανθρώπινος οργανισμός δεν θα προλαβαίνει να πάρει αυτό που λέμε ανάσα για να αντιμετωπίσει την επόμενη θερμή ημέρα.
Αυτό το κύμα καύσωνα θυμίζει το 1987 που είχαμε τον φονικό καύσωνα στη χώρα μας» σπεύδοντας βεβαίως να αποσαφηνίσει πως «Βέβαια, σήμερα είναι εντελώς διαφορετικές οι δομές, σήμερα έχουμε συστήματα ψύξης, κλιματισμούς σε πολλούς χώρους σε σπίτια και αυτοκίνητα, άρα δεν θα έχουμε να κάνουμε με το κακό που μας είχε βρει τότε».
Ποιό ήταν όμως το κακό που είχε βρει τότε τη χώρα και που κάνει τους μετεωρολόγους, 34 χρόνια μετά να το θέτουν ως σημείο αναφοράς στις προβλέψεις τους;
Πράγματι, μιλάμε για τον πιο φονικό καύσωνα στη χώρα, που άφησε πίσω του χιλιάδες νεκρούς.
Ήδη από τις 19 Ιουλίου 1987, η θερμοκρασία είχε ξεπεράσει τους 35 βαθμούς και για μια εβδομάδα, 20-27 Ιουλίου, ο υδράργυρος ήταν καρφωμένος στους 44 βαθμούς Κελσίου την ημέρα, με μέση θερμοκρασία στη χώρα τους 43, ενώ πρωτόγνωρο ήταν το γεγονός πως ακόμα και το βράδυ η θερμοκρασία δεν έπεφτε κάτω από τους 32 βαθμούς.
Αυτές οι συνθήκες συνεπικουρούμενες από το νέφος των μεγάλων αστικών κέντρων (υπενθυμίζεται πως είμαστε στο 1987 και δεν υπάρχει μετρό, κάτι που σημαίνει πως οι ρύποι των ΙΧ οχημάτων είναι πολλαπλάσιοι), τη σχεδόν παντελή έλλειψη κλιματιστικών, ενώ αρκετά σπίτια δεν διέθεταν ούτε ανεμιστήρες, την άπνοια που επικρατούσε στην ατμόσφαιρα αλλά και την μη επαρκή ενημέρωση των πολιτών, δημιούργησαν ένα αποπνικτικό και θανάσιμο «κοκτέιλ».
Τα διαμερίσματα στα αστικά κέντρα μετατράπηκαν σε «φούρνους» αφού το σκυρόδεμα των πολυκατοικιών διατηρούταν ζεστό ακόμα και τη νύχτα, με αποτέλεσμα να βρίσκουν τραγικό θάνατο, κυρίως ηλικιωμένοι από θερμοπληξία και αναπνευστικά προβλήματα.
Ήδη οι πρώτοι θάνατοι είχαν σημειωθεί από τις 22 Ιουλίου. Εντούτοις, το γεγονός ότι αφορούσαν άτομα με υποκείμενα προβλήματα υγείας, βοήθησε ούτως ώστε να διατηρηθεί αρχικά η ψυχραιμία. Τις ημέρες που ακολούθησαν όμως, η κατάσταση δεν άργησε να ξεφύγει από τον έλεγχο.
Εν μέσω των καλοκαιρινών διακοπών, πολλοί ήταν εκείνοι που είχαν εγκαταλείψει τις πόλεις για την καλοκαιρίνη ανάπαυλα, αφήνοντας πίσω ηλικιωμένους συγγενείς. Οι άνθρωποι αυτοί ενημερώνονταν μέσω των δελτίων ειδήσεων πως έπρεπε να επικοινωνήσουν με τις αρχές για «οικογενειακή τους υπόθεση».
Τις επόμενες ημέρες με αποκορύφωμα από τις 23 έως τις 26 Ιουλίου, οι νεκροί αυξάνονταν εκθετικά και τα ψυγεία των νοσοκομείων δεν μπορούσαν να εξυπηρετήσουν τα περιστατικά.
Αρχικά επιστρατεύτηκαν τα ψυγεία των στρατιωτικών νοσοκομείων αλλά γρήγορα γέμισαν και αυτά με αποτέλεσμα να χρησιμοποιηθούν βαγόνια – ψυγεία τρένων του ΟΣΕ. Η τότε κυβέρνηση βρέθηκε προ ενός προβλήματος, που κανείς δεν περίμενε πως θα δημιουργηθεί.
Ενδεικτικό των υψηλών θερμοκρασιών που επικρατούσαν ήταν ότι η διαστολή που είχαν υποστεί οι ράγες του ηλεκτρικού σιδηροδρόμου Αθήνα – Πειραιά, ήταν τέτοια, ώστε τα δρομολόγια είχαν διακοπεί για πολλές ώρες μέσα σε εκείνες τις ημέρες.
Τελικά, μετά από επτά ημέρες συνεχούς καύσωνα, η θερμοκρασία άρχισε να υποχωρεί. Ήδη όμως ο καύσωνας είχε αφήσει πίσω του 1.300 νεκρούς εκ των οποίων οι 1.115 στην Αττική.
#pgnews