Η Καλλιόπη η Σταματάκη στο κέντρο του τραπεζιού του Μυστικού Δείπνου. Και δεξά και αριστερά μια παρέα. Ετούτηνα ήτανε η πρώτη εικόνα που διαφήμιζε το σήριαλ «Σασμός» και επαραξενευτήκαμε, γιατί στην Κρήτη οι γυναίκες δε καθίζουνε στο τραπέζι, όταν έχουνε γιορτή. Εκτός και αν είναι καλεσμένες σε ξένο σπίτι, αλλά και πάλι στο κέντρο δεν θα κάθουνταν.
Το βιβλίο του Σπύρου του Πετρουλάκη, το ‘χαμε διαβάσει χρόνια πριν. Στα χωστά σχολιάζαμε, ότι θα το μεταφέρουνε στη τηλεόραση, γιατί αυτή η ιστορία έμοιαζενε πολύ με κάποια που είχαμε ακούσει, μια κακή και άγρια και σκληρή ιστορία, που ‘χε γενεί στα μέρη μας χρόνους πριν και δε θέλαμε να τα δούμε αυτά στο γυαλί.
Για μήνες, αφού εξεκίνησε το σήριαλ μας ερωτούσε ο κόσμος, αθηναίοι και απ’ άλλους τόπους, ήντα σημαίνει η λέξη «σασμός». Το «σάξιμο μιας ιστορίας που ξέφυγε απ’ τα όρια» ελέγαμε εμείς, μα και πάλι ήτανε δύσκολο να το καταλάβουνε. Με την εξέλιξη που ΄χει βέβαια το σήριαλ μέχρι σήμερα, αμφιβάλω αν θα το καταλάβουνε ποτέ.
Το πήραμε απόφαση ογλήγορα, πως ο «Σασμός» στον ΑΛΦΑ, θα ήτονε η ώρα μηδέν για πολλούς. Σε σπίθια, σε καφενεία, σε ταβέρνες και όπου υπάρχει τηλεόραση, σε ούλη την Ελλάδα. Στη Κρήτη ας πούμε, σε ορεινό χωριό στο Ρέθυμνο, γατέω καφενείο που άμα χτυπήσει κινητό την ώρα που παίζει το Σασμό και τολμήσει κιανείς να το σηκώσει, είναι ικανοί οι υπόλοιποι να το νε βγάλουνε όξω. Κιχ δεν ακούγεται. Ιερή στιγμή.
Δυό σεζόν μετά, το σενάριο δεν ακολούθησενε την ιστορία του βιβλίου. Γιατί θα ‘χανε αποθάνει ούλοι και θα ‘χε τελειώσει προώρας. Θυμούνται πότε πότε, τη λέξη «σασμός» βέβαια, για να μη ξεχνιούμαστε, μα κυρίως για να μη ξεφεύγομε από το θέμα, που είναι η αιώνια έχθρα, η βεντέτα, ανάμεσα στσι Σταματάκηδες και στσι Βρουλάκηδες.
ΠΟΣΑ ΜΑΘΑΜΕ ΟΙ ΚΡΗΤΙΚΟΙ ΑΠ ΤΟ ΣΑΣΜΟ
Στο «Σασμό» εμάθαμε και μαθαίνουμε ακόμη πολλά για τη Κρήτη μας. Μας εδείχνει κάτι πράματα, που ούτε στα όνειρα μας εμείς οι Κρητικοί δε θωρούμε. Πρώτο και καλύτερο ας πούμε, το γεγονός ότι σε δυό λεφτά πας από το Ρέθυμνο στα Χανιά. Και στο Ηράκλειο. Στο Λασίθι θαρρώ δεν έχουνε πάει ακόμη στο άψε σβήσε, αλλά θα γενεί και αυτό.
Είσαι να πούμε στο χωριό στο ορεινό Ρέθυμνο, λες στον άλλο στο τηλέφωνο «έρχομαι» και πας αστραπιαία στα Χανιά, πίνετε 2-3 ρακές και γυαγέρνεις πίσω και είναι ακόμη πρωί. Κανονικά αυτό, δεν θα ‘πρεπε ούτε στα ψόμματα να το λέμε, γιατί θα μας επάρουνε με τσι πέτρες ούλοι οι αθρώποι, απ’ ούλο το πλανήτη, που έχουνε επισκευτεί το νησί μας. Ρέγομαι τη μυθοπλασία, μα πρέπει να ‘χει κάποιο όριο και σεβασμό, στη πρική αλήθεια. Οι δρόμοι στη Κρήτη, είναι οι μισή τζη ντροπή.
Ακόμη ένα πράμα, πάρα πολύ παράξενο σε αυτό το σήριαλ, είναι η παντελής απουσία τω προβάτω. Δηλαδή, 68 επεισόδια πέρσι και κιαμιά πενηνταρέ οφέτος και δε έχομε δει ένα ωζό, ένα βοσκό, ένα κουράδι, μια φουριάρα αίγα. Ανεξήγητο είναι αυτό και ελπίζομε να διορθωθεί στο μέλλον, γιατί λείπει ένα βασικό στοιχείο των χωριών και των βουνών τση Κρήτης. Λείπει ο λόγος, που κοντεύει να γενεί κρανίου τόπος, αφού τα πρόβατα και οι αίγες πάνε όπου θένε και τρώνε ότι θένε. Δεν λέω, έχει και γεωργούς και μάλιστα μεγάλους, μα αυτοί δεν είναι στα βουνά, είναι στσι κάμπους με τα θερμοκήπια.
Είδαμε και τούτο. Αμπέλια λέει έχουνε στην Άνω Ποριά, μα ούλοι στο χωριό πίνουνε συχνά (όντε δε πίνουνε ρακές) κρασί. Εμφιαλωμένο. Σε κολονάτα ποτήρια. Δε λέω, μακάρι να ‘ταν ετσά, γιατί έχομε πια πολλά οινοποιία με καλά κρασιά στη Κρήτη, αλλά το μόνο εμφιαλωμένο πιοτό που κυκλοφορεί στα χωριά, είναι το ουίσκι. Το οποίο ρέει άφθονο σε γάμους και πανηγύρια και το πίνουνε κούπες (νεροπότηρα σκουφιδάτα), μικιοί και μεγάλοι. Ολόκληρο σι-ντι είχενε γράψει κάποτε, ο θρύλος, ο Γιώργης ο Ζερβάκης ο λυράρης, για το Τσίβας (Chivas).
Είδαμε και τ’ άλλο. Το νοσοκομείο του Ρεθέμνους να ‘ναι από μέσα σα το αμερκάνικο στο Γκρέις Ανάτομι, καθαρό, εξοπλισμένο, με μονόκλινα, τίγκα στσι γιατρούς και τσι νοσοκόμες. Πρική η αλήθεια, αλλά μόνο τα πλάνα απόξω είναι πραγματικά. Για το μέσα όποιος γκουγκλάρει θα καταλάβει και θα φρίξει. Όσο για το Αστυνομικό Μέγαρο, δε το σχολιάζω καθόλου, ούτε τα κρατητήρια, γιατί θα μας πάρουν πάλι με τσι πέτρες. Μην αρρωστήσεις και μη σε συλλάβουνε στο Ρέθεμνος με απλά λόγια, γιατί θα βλαστημάς το σκηνοθέτη του Σασμού, αιώνια.
ΠΑΜΕ ΔΑ ΠΙΣΩ ΑΠ’ ΤΗΝ ΑΡΧΗ
Ο Σασμός, δείχνει μια Κρήτη που λίγο πόλυ γατένε οι ξένοι, Έλληνες και απ΄ άλλες χώρες και θαρρούνε πως έτσι είναι, ή μάλλον έτσι ήτανε πάντα. Τη Κρήτη τση ρακής, με τα καπετανιλίκια, με τα μπιστόλια, τους σκοτωμούς και τα μαύρα ρούχα. Αυτά δεν έχουνε καμία σχέση με τη Κρητική παράδοση και τσι ανθρώπους. Μα δυστυχώς κάποια, έχουνε σχέση με τη σημερνή εικόνα και τη καθημερινότητα σε αρκετές περιοχές, όχι μόνο του Ρεθύμνου, αλλά σε όλο το νησί. Κυρίως ορεινές, εκεί που υπάρχουνε πολλοί κτηνοτρόφοι, μα και άλλοι, που ακόμη και να δουλεύουνε στο Δήμο, ή φυτεύουνε δεντρά (και τους τα ξεριζώνει η αστυνομία) ή και αλλού (στου Ξαπλώπουλου π.χ.), έχουνε 4×4 διπλοκάμπινο (άνω των 50.000€) με κάγκελα και σκύλο στη καρότσα. Κι ας μην έχουνε φορτώσει απάνω ούτε ένα πρόβατο, ούτε ένα σακί ελές. Ποτές.
Η ιστορία του σήριαλ «Σασμός», είναι ας πούμενε μια κλασική ιστορία, από αυτές που ακόμη συμβαίνουν στο νησί. Μια βεντέτα. Σκοτωμοί και έχθρες ανάμεσα σε χωριανούς, συγχωριανούς, ακόμη και μέσα σε οικογένειες, που έχουνε διαφορές για ζωοκλοπές, για κτήματα. Που πίσω κρύβουνε παράνομους έρωτες, δουλειές που στραβώσανε, ασήμαντες και σημαντικές αφορμές και λόγους. Το σήριαλ εδά βέβαια έχει ξεφύγει, καθώς δεν υπολογίσανε καλά τη μεγάλη επιτυχία και έπρεπε να βγούνε παραπάνω επεισόδια. Και αφού δεν ακλουθεί την ιστορία όπως τη λέει το βιβλίο του Πετρουλάκη, κιανείς δεν μπορεί να προβλέψει τα ξέτελα του.
Ανέ γενεί εδαέ γκάλοπ και ρωτήξουνε ανθρώπους απ’ ούλη τη χώρα που θωρούνε Σασμό, να πούνε την άποψη τους για το Ρέθεμνος, μάλλον δεν θα αρέσει στους Ρεθεμνιώτες. Μα στην ευχέρεια και διάθεση του καθενός είναι να γνωρίσει αυτό το τόπο και τσ’ αθρώπους του, τους αυθεντικούς, τση παράδοσης και τση λεβεντίας, για να βγάλει τα συμπεράσματα του.
ΣΤΗ ΚΡΗΤΗ ΔΕΝ ΥΠΑΡΧΟΥΝΕ ΑΝΕΞΙΧΝΙΑΣΤΕΣ ΒΕΝΤΕΤΕΣ
Για να γενεί Σασμός στη Κρήτη, πάει να πει ότι υπάρχει βεντέτα. Και βεντέτες ανεξιχνίαστες δεν υπάρχουνε. Αργά οι γρήγορα ακόμα και το κρυφό έγκλημα θα αποκαλυφθεί. Μάλιστα αυτοί που σκοτώνουνε κάποιον για να εκδικηθούνε, δεν το κάνουνε κρυφά, αλλά φανερά. Είναι εγκλήματα τιμής, που πρέπει να ακουστούν ότι έγιναν, για να αποκατασταθεί η τιμή τση οικογένειας. Δυστυχώς η Κρήτη βρίσκεται ακόμη και σήμερα σε αυτό το Μεσαίωνα και υπάρχουν αθρώποι που παίρνουνε το νόμο στα χέρια τους. Ο Σασμός, αν επιτευχθεί, μπορεί και να σε βγάλει ακόμη και από τη φυλακή, ενώ έχεις σκοτώσει. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που δίνουνε και τα κοπέλια τους να τα βαφτίσουνε οι οχτροί τους, προκειμένου να γίνει ο Σασμός. Η συντεκνιά, είναι το πιο ιερό πράμα, κι όμως το χρησιμοποιούνε για να σάξουνε τσι δουλειές τους. Πάνω από το Σασμό, να μη ξεχνούμε πάντως, πως είναι ο Όρκος των Βοσκών. Ένας όρκος πάνω απ’ το Θεό και τσι αθρώπους, που ουσιαστικά αναγκάζει όποιον το νε δώσει, να μην παραβεί ποτέ τους όρους του Σασμού.
Στο σήριαλ, έχομε ένα σοβαρό ανεξιχνίαστο έγκλημα. Αυτό του Μαθιού, που σκότωσε το ξάδερφο του, γιατί αγάπανε τη γυναίκα του. Και καλά τα λέει το βιβλίο και έπρεπε να έχει αποκαλυφθεί ο ένοχος, αλλά είπαμε είναι πολλά τα επεισόδια.
Ας δούμενε όμως τσι χαρακτήρες απ’ τσι πρωταγωνιστές.
ΚΑΛΛΙΟΠΗ ΣΤΑΜΑΤΑΚΗ – Η ΚΑΠΕΤΑΝΝΙΣΑ – Η ΣΤΑΜΑΤΑΚΕΝΑ
Δεν θα εμπόριενε να παίξει αυτό το ρόλο μια γυναίκα που δεν είναι κρητικιά. Και η Μαρία η Τζομπανάκη και είναι και φαίνεται, με το χαρακτήρα, την αρχοντιά και την ομορφιά τζη. Χήρα γυναίκα, δύσκολος ρόλος στη Κρήτη, ειδικά αν έχεις αρσενικά να μεγαλώσεις και είσαι και από μεγάλο σόι. Δεν υπάρχει περίπτωση να παίξει επεισόδιο και να μη κουνήσει κρητικός και κρητικιά τη κεφαλή ντου/τζη, γιατί του θυμίζει τη δική ντου μάνα. Από τότε που ξεπήρενε δε και μιλεί κρητικά φουλ, δε πιάνεται. Στσι μισές λέξεις θέλει υπότιτλους, αλλά δε βάνουνε, γιατί και η ίδια τσι λέει αυθόρμητα και που να γυρεύγουνε μεταφραστή.
Είναι μητριαρχικές οι οικογένειες στη Κρήτη και κουμάντο κάνουνε οι μάνες. Όσο χρονώ κι αν είσαι και 100 να ‘σαι, η μάνα σου, όχι μόνο γατέει το καλό σου καλύτερα από σένα, μα και θα σου πει ήντα θα κάμεις σε κάθε περίπτωση. Κι άμα δε το κάμεις, θα γενεί πράμα κακό στο υπογράφω. Κάπου θα στραβώσει η δουλειά και θα βρει την ευκαιρία να σου παίξει την αματέ και να σου πει, «καλά να πάθεις που δεν ακούς τη μάνα σου». Α σε πιάνει ξανακάμε το.
Τα μάθια τζη τα λένε ούλα, τσι περισσότερες φορές. Αν έπαιζε η σειρά μόνο στη Κρήτη, δεν θα χρειαζότανε να μιλεί καθόλου η Σταματάκενα. Ούλα θα τα καταλαβαίναμε. Μεγαλονοικοκερά και κατασταδόρισα, θέλει να κάνει το κουμάντο στη ζωή τω γιώ τζη. Το μεγάλο, το Μαθιό τον έχει έγνοια γιατί ήταν απάντρευτος, μα κατά βάθος δεν τη νε πολύνοιαζε, γιατί κιαμιά νύφη δεν θα τα νε καλά καλή για να τον πάρει. Υποχώρησε στην ακραία επιλογή ντου να παντρευτεί τη χήρα του ξαδέρφου του, όπως υποχωρούνε οι Κρητικές μάνες ακόμα και σε τόσο σκανδαλώδεις ιστορίες. Μέσα τζη βέβαια, δεν θα το ευχότανε ούτε στον εχθρό τζη, όμως έκαμε πίσω, για τη θέληση του κοπελιού της, να ‘ναι ευτυχισμένο. Για το μικιό, τον Αστέρη, το κατέει ότι είναι μιάολια αμερκανάκι και θαρρούσενε ότι τον έχει κάτω από το φουστάνι της. Τον έχει, άλλο ήντα θαρρεί αυτός.
Το κάθε δράμα που τη βρίχνει, το αντιμετωπίζει με στωικότητα. Σχεδόν σα να το περιμένει. Κάνει το σταυρό τζη και ξεκινά τη κάθε μέρα, κιανένα δε φοβάται παρά μόνο το Θεό. Αν και κιαμιά φορά του λέει και αυτού ήντα να κάμει.
Γατέει τσι νόμους τση οικογένειας, τους άγραφους του τόπου τζη και με αυτούς αποφασίζει. Αψηφά το σωστό για να κάμει το πρεπό. «Ήντα θα πει ο κόσμος». Με αυτή τη φράση ξυπνά και κοιμάται. Δεν έχουν χρώματα στη ζωή τος αυτές οι γυναίκες και υπάρχουνε πολλές τέτοιες στη Κρήτη. Χήρες και μη. Σκληρές γυναίκες, που συνήθως είχανε σκληρές μάνες, μεγαλωμένες σχεδόν σαν άντρες. Στσι γιούς φέρονται εντελώς διαφορετικά απ’ τσι κόρες. Οι κόρες έχουνε μοίρα, οι γιοι τη διαλέγουνε. ‘Η νομίζουν ότι τη διαλέγουνε. Το ότι γατέει από μπιστόλια και μαχαίρια, κάμποσες κρητικές γατένε και τα μεταχειρίζουνται, κυρίως για να κάμουνε φιγούρα σε γάμους και χαρές.
Ο ΜΑΘΙΟΣ Ο ΣΤΑΜΑΤΑΚΗΣ
Κι όμως υπάρχουνε πολλοί άντρες Κρητικοί που δε παντρευτήκανε για το καημό μιας γυναίκας. Του πρώτου τους έρωτα και του παντοτινού. Αν ο Δημήτρης ο Λάλος, εμίλιενε καλιά τα Κρητικά, θα έλεγε κιανείς ότι όντως έχει μεγαλώσει στ’ αόρι. Σκληροτράχηλος, απότομος, μονόχνοτος, εσωστρεφής. Ατρόμητος είναι και δε λυγά και είναι ικανός να τα πάρει ούλα απάνω του, για να σώσει τσι εδικούς του. Θερμόαιμος, έτοιμος μόνιμα για καυγά, βγάνει μια εικόνα ότι ο Ρεθεμνιώτης του βουνού το ΄χει εύκολο το μπιστόλι σε χρήση. «Ήντα να κάνομε απόψε κοπέλια, πάμε να σκοτώσομε δυό τρεις». Ε, δεν είναι ετσά καθόλου.
Ο ΑΣΤΕΡΗΣ Ο ΣΤΑΜΑΤΑΚΗΣ
Ο Ορφέας ο Αυγουστίδης το γατέμενε πόσο αγαπά τη Κρήτη κι είναι και ο μισός Κρητικός, όμως και αυτός Κρητικά δε γατέει να μιλεί. Πρόβατο, στη σκιά τση μάνας και του αδερφού ντου. Αυτό το κοπέλι έχει ασχοληθεί μόνο με τη καρδιά του και είναι δύσκολο να καταλάβει κιανείς αν έχει και άλλα ενδιαφέροντα στη ζωή του. Σίγουρα αν άκουγε τη μάνα ντου, θα είχενε παντρευτεί τη δικηγορέσσα απ’ την αρχή και στα επεισόδια που παίζονται εδά, θα πάντρευε το πρώτο του κοπέλι. Αλλά που νους.
ΟΙ ΒΡΟΥΛΑΚΕΝΕΣ
Ετούτες σας οι Βρουλάκενες, είναι άλλου παπά ευαγγέλιο. Η γρε Βρουλάκενα χαροκαμένη μάνα, μιλεί ποιητικά και αλληγορικά, στοιχειωμένη απ’ τα πουλιά και τα σημάδια. Κουβαλεί κρίματα πολλά και μυστικά και έχει κάμει λάθη που οδήγησαν σε εγκλήματα. Δεν είναι καλή γυναίκα μάλλον και ας έχει αυτό το πρόσωπο. Η νύφη τζη η Μαρίνα, σιγανό ποταμάκι, παλεύγει να κρατήξει ισορροπίες και επιβάλει την ειρήνη. Η κόρη, η Αργυρώ, που ναι και πρωταγωνίστρια καμιά σχέση δεν έχει με τη Κρήτη και καλά κάνει η Σταματάκενα και τη λέει Αστραλέζα.
Ο ΑΣΤΥΝΟΜΟΣ
Τα λέει τραγουδιστά ο αστυνόμος ο Αντώνης και με προφορά όμορφη και έχει κάμει διάσημες ούλες τσι Μαρίνες τση Κρήτης. Αδέκαστος και ταβλαδόρος, μα και ψαράς. Για ψάρια δε γατέω αν έχει η Κρήτη και πόσοι αθρώποι το ΄χουνε χόμπι το ψάρεμα. Εντύπωση μου κάνει, που το είδανε και το σκεφτήκανε οι σκηνοθέτες. Βέβαια, τόσους πολλούς χρόνους που περίμενε τη καλή ντου, το ‘χενε ρίξει ο κακομοίρης στο ψάρεμα.
Ο ΚΑΦΕΤΖΗΣ
Σωστός κι ολόσωστος ο χαρακτήρας του (Μ)Παντελή, του καφετζή του χωριού. Η μέση κατά κεφαλήν κατανάλωση ρακής βέβαια στο καφενείο του, πρέπει να γραφτεί ο βιβλίο Γκίνες. Περίεργος και κουτσομπόλης, ολόιδιο το πραχτορείο Ρόιτερς. Πες του το μυστικό σου να το μάθει ούλη η Κρήτη στο φτερό. Να πούμενε βέβαια ότι ναι, παίζουνε τάβλι στα καφενεία τση Κρήτης, μα κυρίως παίζουνε πρέφα. Απού τα δύσκολα παιχνίδια τση τράπουλας, που απαιτεί κοφτερό νου και η Κρήτη διαθέτει μεγάλους πρεφαδόρους. Και κουμ-καν παίζουνε και παλιότερα και κουμάρι, ζάρια δηλαδή.
ΤΑ ΞΑΔΕΡΦΙΑ ΑΠ’ ΤΑ ΧΑΝΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΗΡΑΚΛΕΙΟ
Εκείανα τα κοπέλια που διαλέξανε στο κάστρινγκ (που λέμε και στο Μέρωνα) για να παίξουνε τα ξαδέρφια και τα ανήψα από Χανιά και Ηράκλειο, πρέπει να τα βγάλουλε σε αφίσες. Να τα ΄χουνε στη τραπεζαρία οι μανάδες, για να τρώνε τα δικά τους κοπέλια το φαϊ. Όχι ότι δεν είναι ωραία, αλλά είναι ολίγον τρομαχτικά. Ειδικά με τα ανήψα τση Σταματάκενας, καλιά είναι να μη μαλώνεις.
Ο ρόλος τω κοπελιώ που κάνουνε τσι συγγενείς, είναι να πετούνε χειροβομβίδες, να κάνουνε κόλπα τη νύχτα, να γλακούνε σα τζη διαόλους με τα αγροτικά αμάξα, κ.α. Σα να διαβάζεις ημερήσιο δελτίο τοπικού αστυνομικού τμήματος, σε ορεινά χωριά στη Κρήτης. Κακά τα ψόμματα.
ΟΙ ΚΑΙΝΟΥΡΙΟΙ
Ανε βγάλομε απόξω το καινούριο Βρουλάκη, που εγυάγυρε στο χωριό απ’ το πάτο τση θάλασσας που ‘τανε χωσμένος, οι υπόλοιποι είναι ξενομπάτες και δεν έχουνε καμιά δουλειά σε ετούτο το κείμενο.
Ο ΠΑΠΑΣ
Μεγάλο βάρος να γατές τόσα μεγάλα και μικιά μυστικά. Ο παπάς είναι ωραίος και αυθεντικός και καλά τα καταφέρνει. Είναι ο κλασικός παπάς, παλαιάς κοπής, που το νε συναντάς στα χωριά ούλης τση χώρας.
Ο ΓΑΜΟΣ ΤΣΗ ΧΡΟΝΙΑΣ
Τα ‘χομενε γράψει αυτά σε παλιότερο άρθρο, μη λέμενε τα ίδια.
ΝΑ ΠΟΥΜΕ ΚΑΙ ΜΙΑ ΚΟΥΒΕΝΤΑ ΓΙΑ ΤΟ ΤΕΛΟΣ
Το λοιπό. Καλά και άγια τα σήριαλ. Μη θαρρείτε όμως πως ετσά ‘ναι η Κρήτη και το Ρέθεμνος. Έχομε αθρώπους και καταστάσεις σήμερο δυστυχώς που μας κάνουνε να ντρεπόμαστε. Και αυτοί και αυτά πρέπει να διορθωθούνε, μέσα απ’ στι οικογένειες, τσι κοινωνίες και την αστυνομία. Και κάπου είδαμε ότι το σήριαλ αυτό, δεν είναι και τόσο καλή επιρροή σε κάποιους επιρρεπείς, «καπετάνιους» στο νησί.
Και επαέ θα γράψω μια μαντινάδα του Γιώργη Καράτζη και θα κλείσω, που πιστεύω ότι εκφράζει τσι περισσότερους Κρητικούς: «Στο μετερίζι τσι αθρωπιάς, και στση τιμής στο χρέος, εκειά θα στέκω να παντώ*, κι ας είμαι ο τελευταίος».
BIKY BAMIEDAKH