Στην αρχή, η απόλυτη Ελληνίδα σταρ είχε πει το «ναι». Λογικό, εν πολλοίς, μιας και το σενάριο του Γιώργου Τζαβέλλα (ο οποίος θα αναλάμβανε και την σκηνοθεσία) είχε ενθουσιάσει τόσο τη μέλλουσα πρωταγωνίστρια- άλλωστε πάνω σ’ αυτήν είχε γραφτεί-, όσο και τους ανθρώπους της παραγωγής.
Το ημερολόγιο έδειχνε αρχές της δεκαετίας του 1970 και η Αλίκη Βουγιουκλάκη ετοιμαζόταν για μια υποκριτική βουτιά στα (σχεδόν ανεξερεύνητα για την ίδια) νερά του «απτού» δράματος, σ’ έναν ρόλο που θα ξένιζε το ευρύ κοινό: θα υποδυόταν μια νεαρή ιερόδουλη, η οποία θα αφηγείτο σε κάθε της πελάτη μια διαφορετική ιστορία για το πώς κατέληξε να κάνει την συγκεκριμένη δουλειά.
Η ταινία, υπό τον… γαργαλιστικό, για τα δεδομένα της ελληνικής κοινωνίας του τότε, τίτλο «Στον αστερισμό της παρθένου», ξεκίνησε να μπαίνει σε φάση προ-παραγωγής, όμως τα νέα για το στόρι της και τις «τολμηρές» σκηνές της διαρρέουν στον Τύπο.
Οι δημοσιογράφοι γεμίζουν τα πρωτοσέλιδα των εφημερίδων αλλά και των περιοδικών με λεπτομέρειες για την υπόθεση του φιλμ και, όπως είναι σύνηθες στα μέρη μας, σχεδόν αυτοστιγμεί αρχίζουν ν’ ακούγονται και οι πρώτες φωνές.
Η Αλίκη γίνεται ολοένα και πιο διστακτική, μέχρι που ρέπει προς το οριστικό «όχι» όσον αφορά την συμμετοχή της στο πρότζεκτ. Μάλιστα, λίγο αργότερα, ο Γιώργος Τζαβέλλας θα υποστεί εγκεφαλικό επεισόδιο, κάτι που κατέστησε αδύνατο το να σκηνοθετήσει την ταινία.
Έτσι, ο «Αστερισμός της παρθένου» μπαίνει στον πάγο κι ετοιμάζεται για τον κινηματογραφικό επιθανάτιο ρόγχο του.
Λίγο πριν συμβεί αυτό, όμως, το σενάριο πέφτει στα χέρια του αείμνηστου Φίνου, που το διαβάζει και καταπλήσσεται από τη δομή και τα διαλογικά του μέρη. Έτσι, με συνοπτικές διαδικασίες αναθέτει την σκηνοθεσία στον Γιάννη Δαλιανίδη, ενώ ολοκληρώνει την κίνηση-ματ επιλέγοντας για πρωταγωνίστρια, αντί της Αλίκης, το απόλυτο θηλυκό: την Ζωή Λάσκαρη.
Η Ελληνίδα ηθοποιός είχε καταθέσει ήδη τα διαπιστευτήριά της (ήταν στην ηλικία των 29 ετών όταν θα έβγαινε, τελικά, η ταινία στις αίθουσες), με πολλές από τις παραγωγές που συμμετείχε να σημειώνουν αξιοζήλευτη επιτυχία σε εισπρακτικό επίπεδο.
Η παραγωγή στήνεται εκ νέου και δουλεύοντας σε πυρετώδεις ρυθμούς παραδίδει το φιλμ προς τέρψιν των θεατών τον Δεκέμβριο του 1973. Η ιστορία του φιλμ δεν αλλάζει, με τον σκληρό της χαρακτήρα (πραγματευόταν ζητήματα όπως ο υπόκοσμος, τα παιδιά της νύχτας, την «ωμή» παρανομία και την ολοένα και μεγαλύτερη διάβρωση των πολιτών, ενώ είχε αρκετές σκηνές με την Λάσκαρη, αλλά και τους συμπρωταγωνιστές της, χωρίς ρούχα) να αποδίδεται με αριστοτεχνικό τρόπο από τον Δαλιανίδη μέσω των τριών σπονδυλωτών ιστοριών της.
Η Λάσκαρη, απαστράπτουσα παρά τα μουντά χρώματα, δίνει μάλλον την καλύτερη ερμηνεία της καριέρας της, με τον Χρήστο Πολίτη (ναι, ο γνωστός Γιάγκος Δράκος), τον Χρήστο Νομικό, τον Σπύρο Καλογήρου, την Μπέτυ Βαλάση και τον Γιάννη Αργύρη να στέκονται κι αυτοί αρκετά κλικ ψηλότερα από το δυσθεώρητο ύψος των περιστάσεων.
Φυσικά, η συντηρητική κοινωνία αντιτάχθηκε στην κυκλοφορία του φιλμ (πριν καν πάρει διανομή!), με τις διαμαρτυρίες έξω από τους κινηματογράφους που παιζόταν να πληθαίνουν και τον κόσμο να φωνάζει πως ο «Αστερισμός της Παρθένου» προσβάλλει τα χρηστά ήθη.
Ωστόσο, αυτό δεν την εμπόδισε να «γράψει» στο… box office 120.010 εισιτήρια, νούμερο διόλου ευκαταφρόνητο δεδομένου (και) του άτυπου πολέμου που δέχτηκε. Παράλληλα, αναγνωρίζεται στο εξωτερικό με αρκετές διακρίσεις να κοσμούν το ενεργητικό της.
Παρ’ ολ’ αυτά, η ταινία κρίνεται ακατάλληλη στην Ελλάδα, ακόμα και όταν θα προβληθεί, χρόνια αργότερα, στην τηλεόραση.
Αν, ωστόσο, βγάλει κάποιος τις παρωπίδες ποτισμένες με αχρείαστη σεμνοτυφία, θα δει πως η ερμηνεία της Λάσκαρη είναι μνημειώδης και, συνολικά, ο «Αστερισμός της παρθένου» είναι, στην πραγματικότητα, κάτι που συνήθως ανακαλύπτεται μέσα σε πολλή σκόνη και λάσπη: Ένα διαμαντάκι…
ΠΗΓΗ: menshouse.gr