Δεκαπενταύγουστος του 1940. Στην Τήνο το ιερό νησί της Παναγιάς εκατοντάδες πιστοί περιμένουν την ευλογία της Μεγαλόχαρης. Το παλαιό ιστορικό καταδρομικό του ελληνικού στόλου « Έλλη», σημαιοστολισμένο, έχει καταπλεύσει στο νησί για να συμμετάσχει στη μεγάλη θρησκευτική γιορτή. Ξαφνικά στις 8.30 το πρωί , ενώ το « Έλλη» βρίσκεται αγκυροβολημένο περίπου 800 μέτρα από τον λιμενοβραχίονα , περιμένοντας να αποδώσει τιμές την περιφορά της ιερής εικόνας , πλήττεται απρόκλητα από υποβρύχιο αγνώστου εθνικότητας.
Από τις τρεις τορπίλες που εκσφενδονίστηκαν κατά του σκάφους , οι δύο εξεράγησαν στον λιμενοβραχίονα ενώ η τρίτη έπληξε το « Έλλη» στο μέσο της δεξιάς πλευράς, κάτω από το εν λειτουργία λεβητοστάσιο, δημιουργώντας μεγάλο ρήγμα και προκαλώντας έκρηξη. Μάλιστα το πλήρωμα με τη βοήθεια αγκυροβολημένων εμπορικών πλοίων, προσπάθησε να ρυμουλκήσει το πλοίο. Η πυρκαγιά είχε εξαπλωθεί στο εσωτερικό του και το « Έλλη» βυθίστηκε στις 9.45’.Από το πλήρωμα, τα θύματα σύμφωνα με το κυβερνητικό ανακοινωθέν της επομένης , ήταν ένας νεκρός, ο κελευστής μηχανικός Παπανικολάου και 29 τραυματίες. Μεταξύ του αστικού πληθυσμού που βρισκόταν εκείνη τη στιγμή στην προκυμαία μερικοί τραυματίστηκαν ελαφρά ενώ μια γυναίκα αρμένικης καταγωγής πέθανε από συγκοπή.
Η ιερόσυλη πράξη άφησε άφωνο το πανελλήνιο. Εν καιρώ ειρήνης ένα ξένο υποβρύχιο έπληξε αναίτια και αιφνιδιαστικά ένα ελληνικό πολεμικό σκάφος σε θρησκευτική αποστολή και έθεσε σε κίνδυνο τις ζωές εκατοντάδων προσκυνητών. Η ταυτότητα του υποβρυχίου παρέμεινε « άγνωστος», σύμφωνα με το επίσημο ανακοινωθέν στις εφημερίδες της επόμενης μέρας. Η κυβέρνηση Μεταξά σε μια προσπάθεια να διατηρήσει την ουδετερότητα και να εμποδίσει την εμπλοκή της Ελλάδας στον πόλεμο, απαγόρευσε κάθε δημοσίευση «περί εθνικότητος του υποβρυχίου (…)ως και γενικώς περί τορπιλισμού του εύδρομου». Λίγοι ωστόσο αμφέβαλαν για την ταυτότητα του δράστη. Από τα θραύσματα των ναρκών εξακριβώθηκε αμέσως ότι το υποβρύχιο ήταν ιταλικό ( μετά το τέλος του πολέμου αποκαλύφθηκε ότι επρόκειτο για το υποβρύχιο « Ντελφίνο », γεγονός που δεν γνωστοποιήθηκε παρά δύο μέρες μετά την ιταλική επίθεση της 28ης Οκτωβρίου.
Το ίδιο απόγευμα της 15ης Αυγούστου, το ελληνικό ατμόπλοιο « Φρίντων »ευρισκόμενο στον όρμο Μπαλή της Κρήτης, κτυπήθηκε από δυο ιταλικά αεροπλάνα. Σύμφωνα με την αναφορά του πλοιάρχου « Φρίντων», τα χαρακτηριστικά στην ουρά των αεροσκαφών ήταν ιταλικά.
Στις 16 Αυγούστου ο ελληνικός τύπος στο σύνολο του χαρακτήρισε « δόλιο και άνανδρο πλήγμα » την απρόκλητη επίθεση κατά του « Έλλη» που « χτυπήθηκε πισώπλατα από εχθρικό στιλέτο », ενώ ο ιταλικός τύπος απέδωσε τον τορπιλισμό σε τέχνασμα των Άγγλων «ίνα δηλητηριασθούν έτι μάλλον αι ελληνοιταλικαί σχέσεις». Ο Τσιάνο, γράφοντας στο ημερολόγιο του της ίδια μέρα, κατηγόρησε τον ανισσόροπον Ιταλό διοικητή Δωδεκανήσου De Vecchi ως εμπνευστή της επιχείρησης, ενώ κατά τον Γκράτσι ,υπεύθυνος για τον τορπιλισμό ήταν ο Μουσολίνι, ο οποίος έτσι ήθελε να αποδείξει στους Άγγλους πως κυρίαρχος της Μεσογείου ήταν η Ιταλία και όχι η Αγγλία.
Ο τορπιλισμός του « Έλλη» δεν αποτελούσε ένα μεμονωμένο τυχαίο γεγονός, αλλά την κορωνίδα μιας σειράς ιταλικών προκλήσεων σχετιζόμενων με την είσοδο της Ιταλίας στον Ευρωπαϊκό πόλεμο στις 10 Ιουνίου 1940.Στις 12 Ιουλίου, τρία ιταλικά βομβαρδιστικά αεροπλάνα έβαλαν εναντίον του πλοίου « Ωρίων » και του αντιτορπιλικού « Ύδρα» ,στην Κρήτη. Στις 31 Ιουλίου έγινε νέα από αέρος ιταλική επίθεση εναντίον των αντιτορπιλικών «Βασιλεύς Γεώργιος » και « Βασίλισσα Όλγα »,στον κόλπο της Κορίνθου, και κατά δύο ελληνικών υποβρυχίων , στο λιμάνι της Ναυπάκτου.
Οι πιο σημαντικές ωστόσο προκλήσεις και η πολεμική του ιταλικού τύπου κατά της Ελλάδας αφορούσαν την διαβόητη υπόθεση « Νταούτ Χότζα», που άρχισε στις 11 Αυγούστου, θέτοντας απερίφραστα αλυτρωτικό ζήτημα σε βάρος της Ελλάδας και προς όφελος της Ιταλοκρατούμενης Αλβανίας. Το πρακτορείο Στέφανι, εξέδωσε ανακοίνωση με την οποία κατήγγειλε διεθνώς ότι ο Αλβανός πατριώτης, Νταούτ Χότζα ( στην πραγματικότητα ληστής και εγκληματίας καταδικασμένος σε θάνατο από τα ελληνικά δικαστήρια) « εφονεύθη αγρίως από Έλληνες επί Αλβανικού εδάφους ».Συγχρόνως μια συντονισμένη εκστρατεία, του Ιταλικού Τύπου και ραδιοφώνου ενοχοποιούσε τις ελληνικές αρχές, για την δολοφονία του Χότζα, και έθετε ζήτημα « απελευθέρωσης της Τσαμουριάς από τον ελληνικό ζυγό». Οι ανακοινώσεις του Αθηναϊκού Πρακτορείου στις 12, 13 και 14 Αυγούστου, οι οποίες κατέρριπταν τους Ιταλικούς ισχυρισμούς, παραθέτοντας αφ΄ ενός αδιάψευστα στοιχεία και αφετέρου τα ονόματα των πραγματικών δολοφόνων του, που ήταν Αλβανοί και συνελήφθησαν στην Ελλάδα, όπου είχαν καταφύγει, αποσιωπήθηκαν από τον Ιταλικό Τύπο. Αντιθέτως το σύνολο των Ιταλικών εφημερίδων, κατηγορούσε την Ελλάδα για επεκτατισμό και αξίωνε απόδοση εδαφών ( Τσαμουριά) στην Αλβανία.
Ο πρεσβευτής της Ελλάδας στη Ρώμη, Ιωάννης Πολίτης, τηλεγράφησε στις 14 Αυγούστου στην Ελληνική κυβέρνηση : « Ούτω η Ιταλία ζητεί αναφαδόν τον ακρωτηριαμόν της Ελλάδος και δη επειγόντως. Όλα τα μέχρι τούδε γνωστά αποτελούν προοιμίον του κεφαλαίου τούτου».
Κανείς δεν φανταζόταν την συνέχεια του « κεφαλαίου τούτου», που ξεκίνησε την επόμενη στις 15 Αυγούστου, στο λιμάνι του νησιού της Μεγαλόχαρης , για να ολοκληρωθεί στις 28 Οκτωβρίου, με την επίθεση της Ιταλίας κατά της Ελλάδας. Ωστόσο ο τορπιλισμός του «Έλλη» αφύπνισε και ξεσήκωσε τον ελληνικό λαό, προετοιμάζοντάς τον ψυχολογικά να αντιμετωπίσει τον εισβολέα που δε σεβάστηκε « ιερά και όσια». Οι ιταλοί διέπραξαν τον δεκαπενταύγουστο του 1940 ένα μεγάλο λάθος, ένα έγκλημα που επρόκειτο να πληρώσουν λίγο αργότερα πολύ ακριβά.
Εφημερίδα Καθημερινή, Αύγουστος 2001