Υπάρχει στην επαρχία Σφακίων ένα χωριό με το όνομα Καλλικράτης.
Κτισμένο στα 750 μέτρα υψόμετρο και ο επισκέπτης στην είσοδο του χωριού συναντά μια πλάκα που τον πληροφορεί ότι το χωριό χρωστά το όνομα του στο Μανούσο Καλλικράτη αρχηγό σώματος 1500 εθελοντών που το Μάρτη του 1453 ξεκίνησε να βοηθήσει στην άμυνα της Πόλης.
Το τι απέγιναν αυτοί οι εθελοντές, μας πληροφορεί αρχικά ο Φραντζής: «Όταν μπήκαν οι εχθροί στην Πόλη, έδιωξαν τους Χριστιανούς που είχαν απομείνει στα τείχη με τηλεβόλα, βέλη, ακόντια και πέτρες. Έτσι έγιναν κύριοι ολόκληρης της Κωνσταντινούπολης, εκτός των πύργων του Βασιλείου του Λέοντος και του Αλεξίου, τους οποίους κρατούσαν οι ναύτες από την Κρήτη που πολέμησαν από τις 6 μέχρι τις 8 το απόγευμα και σκότωσαν πολλούς Τούρκους.
Βλέποντας το πλήθος των εχθρών που είχαν κυριεύσει την πόλη, δεν ήθελαν να παραδοθούν, αλλά έλεγαν ότι προτιμούσαν να πεθάνουν παρά να ζήσουν. Κάποιος Τούρκος ειδοποίησε τότε το Σουλτάνο για την ηρωική άμυνά τους κι εκείνος συμφώνησε να τους επιτρέψει να φύγουν με το πλοίο και όλα τα πράγματα που είχαν μαζί τους».
(Χειρόγραφο Βατοπεδίου)
(Κώδικας της Μονής Αγκαράθου)
“Εις τους αονγ΄, Ιουνίου θ΄ και ημέρα Σαββάτου, ήρθαν από την Κωνσταντινούπολιν καράβια τρία Κρητικά του Σγουρού, Υαλινά και Φιλομμάτου, λέγοντες ότι εις την κθ΄ του Μαϊου μηνός, της Αγίας Θεοδοσίας, ημέρα Τρίτη, ώρα γ΄ της ημέρας, εσέβησαν οι Αγαρηνοί εις την Κωνσταντινούπολιν, το φουσσάτον του Τούρκου Τζελεπή Μεμέτη. Και είπον ότι απέκτειναν τον βασιλέα κυρ Κωνσταντίνον τον Δραγάσην και Παλαιολόγον. Και εγένετο ουν θλίψις και πολύς κλαυθμός εις την Κρήτην δια το θλιβερόν μήνυμα όπερ ήλθε, ότι χείρον τούτου ου γέγονεν, ούτε γενήσεται. Και Κύριος ο Θεός ελεήσαι ημάς της φοβεράς αυτού απειλής….”
Σύμφωνα, λοιπόν, με το χειρόγραφο αυτό, το τελευταίο δεκαήμερο του Μάρτη του 1453 χίλιοι πεντακόσιοι Κρήτες εθελοντές ξεκίνησαν με πέντε καράβια και με σκοπό την ενίσχυση της άμυνας της Κωνσταντινούπολης. Αρχηγός τους ήταν ο Μανούσος Καλλικράτης από τα Σφακιά, ιδιοκτήτης των τριών καραβιών και καπετάνιος του ενός.
Στα άλλα δύο καράβια του καπετάνιοι ήταν ο Γρηγόρης Βατσιανός Μανάκης από τ’ Ασκύφου Σφακίων και ο Πέτρος Κάρχας από την Κυδωνία, γνωστός και με το παρανόμι Γραμματικός. Το τέταρτο καράβι ανήκε στον Ανδρέα Μακρή από το Ρέθυμνο και είχε κυβερνήτη τον ίδιο και στο πέμπτο, ιδιοκτησίας του καπετάν Νικόλα του Στειακού, τη διοίκηση ανέλαβε ο Παυλής Καματερός από την Κίσσαμο. Όταν έφτασαν οι Κρήτες στην Βασιλεύουσα, επάνδρωσαν 3 πύργους , από τους 112 που υπήρχαν συνολικά στα προστατευτικά τείχη της.
Οι Κρήτες αυτοί αντιστάθηκαν μέχρι τέλους στους τρεις πύργους που βρίσκονταν την είσοδο του Κερατίου και παρά τις αλλεπάλληλες προσπάθειές τους, οι Οθωμανοί δεν κατόρθωσαν να εκπορθήσουν τους πύργους ή να κάμψουν την αποφασισμένη αντίσταση των υπερασπιστών.
Οι ανώτεροι αξιωματικοί του σουλτάνου, εντυπωσιασμένοι από την παλικαριά των τελευταίων ζωντανών υπερασπιστών της Πόλης, τους πρότειναν παράδοση υπό τους δικούς τους όρους. Εκείνοι δέχτηκαν να παραδοθούν υπό τον όρο να τους επιτραπεί να φύγουν χωρίς να πειραχτούν, με όλα τους τα υπάρχοντα και άρματα και με τιμή.
Οι ηγέτες των Οθωμανών, που εκτίμησαν τη γενναιότητα και που, βεβαίως, δεν ήθελαν να υποστούν δυσανάλογα μεγάλες απώλειες για να ολοκληρώσουν την κατάκτηση της πόλης που ήταν ήδη δική τους, ενώ πιθανόν έκριναν ότι αν χρονοτριβούσαν ακόμη περισσότερο στο σημείο αυτό, δεν θα είχαν το ανάλογο μερίδιο από τη λεηλασία, δέχτηκαν.
Σύμφωνα με την παράδοση, τα μαντήλια στην Κρήτη μετά την είδηση της άλωσης, βάφτηκαν μαύρα και μπήκαν κρόσσια, συμβολίζοντας τα δάκρυα των Κρητών για την απώλεια της Πόλης.
Στους εορτασμούς της επιστροφής τους λέγεται ότι χορεύτηκε για πρώτη φορά ο “ο «συρτός χανιώτικος», ο «βασιλιάς» των κρητικών χορών.
Πηγή: vizantinaistorika.blogspot.gr