Δήμος Κισάμου ΜΑΤΙΕΣ ΣΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ ΝΕΟΙ ΟΡΙΖΟΝΤΕΣ

Οι αρχαίες πόλεις της Κισάμου – Ένας ανεξερεύνητος πλούτος

«Οι Κρήτες, αν και πολλές φορές διχονοούσαν και φιλονικούσαν μεταξύ τους, όταν τους επετίθεντο εξωτερικοί εχθροί συμφιλιώνονταν και συμπαρατάσσονταν. Και αυτός ήταν ο ονομαζόμενος από τους ίδιους συγκρητισμός».

(Μετάφρ. από τα Ηθικά του Πλούταρχου, 1ος)

Τα Κισαμίτικα εδάφη από όσο γνωρίζομε κρύβουν πολλά μυστικά ακόμη που δεν έφερε σε φως η σκαπάνη των αρχαιολόγων. Πληροφορίες για την Κρήτη με τις εκατό πόλεις (Εκατόμπολις) έχομε αρκετές (από τον γεωγράφο και αστρονόμο Κλαύδιο Πτολεμαίο, από το γεωγράφο Στράβωνα, από τους ιστορικούς Πολύβιο και Πλούταρχο, από τον Ρωμαίο Πλίνιο, από τον Σκύλακα, τον Καρυανδέα, από τον Παυσανία, από επιγραφές κλπ.). Την παλιότερη μαρτυρία έχομε στην Οδύσσεια του Ομήρου (ραψωδία τ), όπου αναφέρει τα εξής:

Είναι μια γης κατάμεσα του μελανού πελάγου

Η Κρήτη, η ώρια κι η παχειά κι η τριγυρολουσμένη.

Κατοίκους έχει αρίθμητους και χώρες ενενήντα.

Κάθε λαός κι η γλώσσα του. Ζουν Αχαιοί στον τόπο,

Ζούνε νησιώτες Κρητικοί, παλληκαριάς ξεφτέρια, και Κύδωνες και Δωρικοί και Πελασγοί λεβέντες.

(Από μετάφραση του Αργ. Εφταλιώτη)

Δεν είναι εξακριβωμένο αν ήταν ενενήντα, εκατό ή κατ’ άλλους εκατό σαράντα οι πόλεις της μεγαλονήσου. Εικάζεται ότι η Κίσαμος είχε σαράντα αρχαίες πόλεις (άποψη του αρχαιολόγου Ναναδάκη). Από όσα γνωρίζουμε ο μινωικός πολιτισμός προσδιορίστηκε κυρίως από την ανεύρεση των ανακτόρων της Κνωσού, της Φαιστού και των Μαλλίων.

Την εποχή της ακμής του Μίνωα, η περιοχή της Κισάμου δεν έχει ανασκαφικά τουλάχιστον δώσει μαρτυρίες για αρχαίες πόλεις. Ως φαίνεται η επίδραση του Μίνωα προς τη δυτική Κρήτη ήλθε λίγο αργότερα την υστεροανακτορική εποχή, γι’ αυτό και στους χάρτες του μινωικού χώρου δεν αναφέρονται οι γνωστές αρχαίες πόλεις μας.

Μεγάλη οικιστική ανάπτυξη στην επαρχία Κισάμου έχομε με την έλευση των Μυκηναίων (Αχαιοί) και ακολούθως των Δωριέων. Στους χάρτες της κρητο-μυκηναϊκής εποχής όμως μπορούμε να δούμε τις αρχαίες πόλεις μας Κίσαμο, Πολυρρήνια, Φαλάσαρνα διότι ήταν οι μεγαλύτερες και διότι σ’ αυτές έχουν γίνει και ανασκαφές. Οι πόλεις όμως ήταν πολύ περισσότερες και όπως γίνεται αντιληπτό από τον εντοπισμό τους φαίνεται ότι ήταν γειτονικές, περίπου δηλαδή σαν τις σημερινές γειτονιές που πλαισιώνουν μια πόλη ή ένα μεγάλο χωριό.

Πολυρρήνεια

Οι πόλεις παραθέτονται αλφαβητικά:

  1. Αγνείον: Βόρεια από τον Μπάλο και στην ανατολική πλευρά του Ακρωτηρίου Βούξα σώζονται τα ερείπια της ρωμαϊκής πόλης του Αγνείου καθώς και ναός αφιερωμένος στον Απόλλωνα. Σημερινή τοποθεσία Άγιος Σώστης Γραμπούσας. Μικρή παράλια πόλη της ρωμαϊκής περιόδου, που αναφέρεται στο έργο Περίπλοι ή σταδιασμοί του Σκύλακα του Καρυανδέα.
  2. Αχαία: Χώρα που εικάζεται ότι βρίσκεται στην Πολυρρήνια. Θεωρείται ότι ήταν βασίλειο του Κέκροπα, που έγινε μετά βασιλιάς της Αθήνας.
  3. Βίεννος: Ήταν λιμάνι και βρισκόταν μεταξύ Φαλασάρνης και του ακρωτηρίου Κριού Μέτωπο. Η περιοχή είχε ως φαίνεται πολλά νερά.
  4. Δίκτυννα: Ουσιαστικά πρόκειται για πόλη – ιερό όπου λατρευόταν η θεά Άρτεμις. Βρισκόταν στο ακρωτήριο Σπάθα, γνωστό σήμερα και ως ακρωτήριο της Ειρήνης. Δηλαδή τα σημερινά Ροδωπού.
  5. Ελαία: Η πόλη που πρέπει να βρισκόταν δυτικά της Κισάμου. Ιστορικοί την τοποθετούν εκεί που βρίσκεται σήμερα ο οικισμός Καλυβιανή.
  6. Ιναχώριον: Αρχαία πόλη που βρισκόταν κάπου στα Εννιά Χωριά που δεν ήταν εννιά απλώς σώζεται ελαφρά παραλλαγμένο το αρχαίο όνομα, το οποίο ίσως προέρχεται από το αρχαιοελληνικό κύριο όνομα Ίναχος (γιος του Ωκεανού και της Τηθύος). Η πιο πιθανή θέση της αρχαίας πόλης είναι μεταξύ Βάθης (Κούνενι) και Περβολίων. Ο Κλαύδιος Πτολεμαίος αναφέρει την πόλη στο έργο του Γεωγραφική Αφήγησις.
  7. Κεραία: Αυτόνομη πόλη, σύμμαχος της Πολυρρήνιας με την οποία πιθανόν να γειτόνευε, διότι κατά τους αρχαιολόγους και οι δύο πόλεις έχουν την παράσταση της Αρτέμιδας και του Απόλλωνα στα νομίσματά τους. Από επιγραφή μαθαίνουμε ότι η πόλη συμμάχησε με τον Ευμένη τον Β’ της Περγάμου. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι ο σπουδαίος κρητικός ποιητής Ριανός καταγόταν από την Κεραία. Ο ιστορικός Πολύβιος αναφέρει ότι οι κάτοικοι λεγόταν Κερέτας. Όπως είναι φυσικό έρχεται στο μυαλό το όνομα του ποταμού Καιρίτη που αναφέρει γνωστό ριζίτικο.
  8. Κίσαμος: Για την ανεξάρτητη και οικονομικά εύρωστη αρχαία πόλη της Κισάμου με τα εύφορα εδάφη και το ανθηρό εμπόριο υπάρχουν πολλές μαρτυρίες που τη συνδέουν με την ιστορία ολόκληρου του νησιού. Αναφέρεται από τον γεωγράφο Πτολεμαίο ως Κίσαμος Πόλις που είχε δικό της νόμισμα. Κάποιες πρώτες μαρτυρίες που δείχνουν ότι η περιοχή κατοικήθηκε τη νεολιθική εποχή έχομε από το σπήλαιο Αγίας Σοφίας Τοπολίων. Μινωικοί οικισμοί –όχι πόλεις ανακτορικές– μαρτυρούνται στα Νωπήγεια, Φαλάσαρνα, Βιγλιά. Η Κίσαμος είναι η πλησιέστερη προς τη Δύση περιοχή γι’ αυτό και έγιναν πολλοί αγώνες για τη μόνιμη κατάκτησή της (Αχαιοί, Ρωμαίοι, Ενετοί, Τούρκοι, Γερμανοί). Μην ξεχνούμε ότι η Κίσαμος και εν γένει ο νομός Χανίων (λόγω Σούδας) ήταν το τελευταίο ελληνικό τμήμα που εγκατέλειψαν οι Γερμανοί στο Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο. Σήμερα που ανακαλύπτουν και μεγάλα οικονομικά συμφέροντα με την ύπαρξη πετρελαίου και φυσικού αερίου είναι εύκολα αντιληπτό πόσο ελκυστική γίνεται και σήμερα η περιοχή μας σε επιτήδειους φίλους. Η Κίσαμος ήταν επίνειο της Πολυρρήνιας, αυτό όμως δεν εμπόδισε τις δύο πόλεις να συγκρούονται κάπου – κάπου. Με τη ρωμαϊκή κατάκτηση το νησί φρονίμεψε. Και οι εντάσεις μεταξύ Κισάμου και Πολυρρήνιας έσβησαν προτού εξελιχτούν σε πολεμική σύρραξη. Είναι γνωστό ότι επί ρωμαιοκρατίας ιδρύθηκε το Κοινό των Κρηταιέων στο οποίο μπήκαν πολλές πόλεις εκτός από την Κυδωνία, τα Φαλάσαρνα και κάποιες άλλες. Η Πολυρρήνια ευνοήθηκε από τους Ρωμαίους γιατί δεν αντιστάθηκε. Αλλά και για τη γειτονική Κίσαμο έδειξαν οι κατακτητές ενδιαφέρον οικοδομώντας δρόμους, ναούς, επαύλεις στις οποίες βρέθηκαν εξαίρετα μωσαϊκά και υδραγωγείο στην Κρύα Βρύση (Πύργος Καστελλίου). Περίπου στο 1960 έγινε στην ίδια πηγή Κρύας Βρύσης νέο υδραγωγείο από το οποίο υδρευόταν μέχρι πρόσφατα η πόλη, τα εγκαίνια του οποίου θυμάμαι, θα ήμουν στις πρώτες τάξεις του Γυμνασίου. Το ανασκαφικό έργο που είναι αλήθεια ότι χωλαίνει οικονομικά και όχι επιστημονικά δεν μας δίνει αυτά που θα μπορούσαν να φωτίσουν και να προβάλλουν την επαρχία μας. Δύο μεγάλοι σεισμοί (το 66 και το 365 μ.Χ) κατέστρεψαν σχεδόν τελείως την αρχαία πόλη. Τη βυζαντινή εποχή ορίστηκε η περιοχή ως έδρα επισκόπου, κτίστηκαν χριστιανικοί ναοί συνήθως με τα ερείπια των αρχαίων ιερών και των ρωμαϊκών ναών.

Οι Βενετοί έκτισαν το φρούριο εξ ου και Καστέλλι πλέον το όνομα αντί Κίσαμος και χάρισαν στον κύριο πυρήνα της νέας πόλης ένα κεντρικό δρόμο με κτίρια κατά μήκος του. Το φρούριο χρησιμοποιήθηκε και από τους επαναστάτες Κισαμίτες εναντίον των Τούρκων. Δυστυχώς μικρά τμήματα έχουν σωθεί. Έτσι τα καταφέραμε, να έχομε το όνομα από το φρούριο και από το φρούριο να υπάρχουν ελάχιστα τμήματα. Η ωραία περιοχή μας επιλέχθηκε ως μόνιμη διαμονή από ευγενικές βενετσιάνικες οικογένειες, από τα σπίτια τους έχουν σωθεί αρκετά –υπάρχει η βίλλα Τρεβιζάν στο Δραπανιά, η Ροτόντα στις Καλάθενες, η έπαυλη Σενεκάνα (Senekjana) στα Ροδωπού, στο υπέρθυρό της υπάρχει χρονολογία 1575, στην Κρύα Βρύση Κισάμου η βίλα ονομαζόμενη Θόλος κ.α. Η Κίσαμος παραδόθηκε μετά από σκληρή πολιορκία στους Τούρκους, από το βενετσιάνο διοικητή του φρουρίου Giovanni Medini. Η σχέση με τους Τούρκους είναι γνωστή, οι συγκρούσεις συνεχείς. Ενδιαφέρον έχει το γεγονός ότι σε όσους Κισαμίτες αλλαξοπίστησαν (τουρκοκρητικοί) δόθηκαν ως κατοικίες οι βενετσιάνικες βίλλες. Γι’ αυτό σ’ αυτές τις οικοδομές μπορούμε να δούμε ένθετα τουρκικά αρχιτεκτονικά στοιχεία.

Το 1823 ο Εμμανουήλ Τομπάζης μαζί με τον Δημήτριο Καλλέργη και 600 Έλληνες πολιόρκησαν το φρούριο και ανάγκασαν τους Τούρκους να παραδοθούν. Βέβαια, η Ένωση με την Ελλάδα έγινε το 1913, μέχρι τότε το φρούριο άλλαζε χέρια. Τελευταία πολιορκία αναφέρεται το έτος 1897 όταν οι Κισαμίτες επαναστάτες ανατίναξαν τον Πύργο Κουνουπίτσας αναγκάζοντας τους Τούρκους της Κισάμου να ζητήσουν τη βοήθεια των Μεγάλων Δυνάμεων. Στο δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο η Κίσαμος δέχτηκε πλήθος αλεξιπτωτιστών στην τοποθεσία Κάμπος, κοντά στην εκκλησία του Άγιου Αντώνημ από τους οποίους κανείς δε γλύτωσε. Η κατάληψη του Μάλεμε όρισε το τέλος της κρητικής αντίστασης. Το 1945, πριν αδειάσουν την πόλη οι Γερμανοί, βομβάρδισαν και κατάστρεψαν πολλά σπίτια και το λιμάνι (σημερινή τοποθεσία Τελωνείο).

  1. Κώρυκος: Είναι σχεδόν βέβαιο ότι η πόλη βρισκόταν στο ακρωτήριο της Γραμπούσας. Κώρυκος ως τοπωνύμιο της αρχαίας γλώσσας σημαίνει ορεινή, κρημνώδης χερσόνησος. Ο γεωγράφος Στράβων την ονομάζει αλλού Κώρυκον αλλού Κίμαρον. Υπάρχουν πολλές ιστορικές αναφορές για την Κώρυκος Άκρα, όπως την αναφέρει ο Πτολεμαίος και κοντά της υπάρχουν οι Κωρύκειοι νήσοι δηλ. η Ήρεμη και η Άγρια Γραμπούσα. Η πόλη είχε δικό της νόμισμα που φέρει κρητικά σύμβολα.
  2. Μυκήναι: Πελασγική πόλη κοντά στην Κίσαμο. Ίσως το σημερινό Σελί, τρία χιλιόμετρα δυτικά της σημερινής Κισάμου, απ’ όπου ήταν ο παλιός δρόμος προς τα Μεσόγεια.
  3. Μήθυμνα: Η αρχαία πόλη βρισκόταν νότια του οικισμού Νωπήγεια. Τα τελευταία χρόνια που ανοίχτηκε ο νέος δρόμος, έγινε από τη Μαρία Βλαζάκη, διευθύντρια της αρχαιολογικής Εφορίας Χανίων, ανασκαφικό έργο και ανακαλύφθηκε μινωικός οικισμός με λείψανα κλασσικής, ελληνιστικής και ρωμαϊκής εποχής. Σχετική δημοσίευση της αρχαιολόγου έγινε στο Αρχαιολογικό δελτίο 46 του έτους 1991.
  4. Μωδαίοι: Δεν είναι σαφές που βρισκόταν η αρχαία πόλη. Υπέθεσαν ότι ίσως βρισκόταν κοντά στην Πολυρρήνια, άλλοι πιο νότια της Πολυρρήνιας στο οροπέδιο Μόδια, δηλ. κοντά στις σημερινές Λουσακιές. Ο αρχαιολόγος Νικ. Πλάτων υποστήριξε ότι η πόλη ήταν στο σημερινό Μάλεμε. Τελευταία οι αρχαιολόγοι πιστεύουν ότι το Κοινό των Μωδαίων βρισκόταν κάπου στα σημερινά Λυριδιανά. Η πόλη αναζητείται. Εγώ δεν θεωρώ απίθανο να βρίσκεται στο ακρωτήριο Σπάθα κοντά στο Ραβδούχα όπου υπάρχει και σήμερα τοπωνύμιο στα Μόδια.
  5. Πέργαμος: Αναφέρεται και σαν Περγαμιαία χώρα. Δεν είναι σαφές αν πρόκειται για όνομα πόλης ή και ευρύτερης περιοχής. Η πόλη τειχίστηκε από τους Αχαιούς. Βρισκόταν στη γειτονιά Γριμπιλιανά στο Κολυμπάρι.
  6. Πολυρρήνια: Ανεξάρτητη αρχαία πόλη φημισμένη κυρίως για τη διπλωματική πολιτική της αλλά και για την ισχυρή οικονομία της λόγω της εύρωστης κτηνοτροφίας της απ’ όπου ετυμολογείται και το όνομά της. Κατά τον Στέφανο Βυζάντιο (έχει πολλά ρήνεα, δηλαδή πρόβατα). Κατά το Στράβωνα οι κάτοικοι της περιοχής ώκουν κωμηδόν, (=κατοικούσαν σε κώμες, δηλ. σε μικρούς οικισμούς). Είτ’ Αχαιοί και Λάκωνες συνώκησαν τειχίσαντες ερυμνόν χωρίον βλέπον προς μεσημβρίαν (=μετά συγκατοίκησαν με τους Αχαιούς και τους Λάκωνες και ασφάλισαν την πόλη με τείχος που βλέπει προς το νότο).

Ήταν κτισμένη αμφιθεατρικά και απέχει έξι χιλιόμετρα από το επίνειό της την Κίσαμο. Είχε τειχιστεί με κυκλώπεια τείχη (έργο των Αχαιών) που είχε ακρόπολη στο σχήμα του γράμματος Τ. Αυτό δείχνει ότι πριν να έλθουν οι Αχαιοί θα ήταν πολλοί μικροί οικισμοί που τους ένωσαν οι Αχαιοί και τους οχύρωσαν. Ως ισχυρό κράτος είχε υποτάξει τις γύρω πόλεις (Μήθυμνα, Ρόκκα, Ιναχώριον, Βίεννο και Χερσόνησο). Σήμερα λέγεται λόγω της τείχισης και Παλιόκαστρο. Η διπλωματική της πολιτική απλωνόταν μέχρι τα παράλια της Μ. Ασίας όπου είχε συμμαχήσει με το βασιλιά της Περγάμου Ευμένη Β’ και την πόλη της Ιωνίας Τέω. Λέγεται ότι στην σημερινή τοποθεσία Χαλκοκκλησιά υπήρχε ιερό της Δίκτυννας Αρτέμιδας και ότι λατρευόταν ο Κρητογενής Δίας, ο Απόλλωνας και η θεά Αθηνά. Με τη λατρεία της πολεμικής Αθηνάς (με δόρυ και περικεφαλαία) ερμηνεύεται το φιλοπόλεμο των Πολυρρηνίων. Αυτά συμπεραίνονται από τα πάρα πολλά νομίσματα που βρέθηκαν την πόλη με απεικονίσεις των θεών. Την πόλη αγκάλιασαν αρκετοί μύθοι. Ένας από αυτούς λέει ότι ο Αγαμέμνονας επιστρέφοντας από την Τροία ανέβηκε στην Πολυρρήνια για να προσφέρει θυσία, επειδή ο μύθος ακουμπά την αλήθεια φαίνεται ότι έτσι ερμηνεύεται η παρουσία των Μυκηναίων στην περιοχή Κισάμου. Η Πολυρρήνια είχε ηγεμονική πολιτική μέσα στο νησί. Η πόλη είχε το κουράγιο τη ρωμαϊκή εποχή να αποσπαστεί από το Κοινό της Κνωσού και το 220 μ.Χ., που οι άλλες κρητικές πόλεις δέχτηκαν τη συμμαχική ηγεμονία Κνωσού – Γόρτυνας και όλες μαζί επιτέθηκαν εναντίον της Λύττου ή Λύκτου (Ηράκλειο) και την κατέλαβαν. Η Πολυρρήνια ήταν με το μέρος της Λύττου. Για να την βοηθήσει συμμάχησε με το βασιλιά της Μακεδονίας Φίλιππο τον Ε’ (εξωτερική πολιτική). Όταν έπεσε η Λύττος, η Πολυρρήνια με τη βοήθεια του Μακεδόνα βασιλιά πολιόρκησε την Κυδωνία, τα Άπτερα και την Ελεύθερνα (Ρέθυμνο) για να τις αποσπάσει από την ηγεμονία της Κνωσού. Οι επιγραφές της αρχαίας Πολυρρήνιας, είναι 83 επιγραφές συνολικά. Συγκεκριμένα από μια αφιερωματική επιγραφή του 5ου αι. π.Χ., από 81 επιγραφές της ελληνιστικής και αυτοκρατορικής εποχής και από μια χριστιανική επιγραφή. Εκτός από δυο επιγραφές στα λατινικά, όλες οι υπόλοιπες είναι γραμμένες στα ελληνικά.

  1. Ραμνούς: Ο Κλαύδιος Πτολεμαίος την αναφέρει ως λιμάνι της Γραμπούσας. Ο ρωμαίος Πλίνιος την τοποθετεί στο εσωτερικό της επαρχίας με το όνομα Ράμνον. Ο Μπουοντελμόντι την τοποθετεί επίσης στο σημερινό λιμάνι της Γραμπούσας. Ενώ ο Sieber την μπερδεύει με το χωριό Ραμνή του Αποκόρωνα. Όμως πρόκειται για το Στόμιο, μικρό λιμάνι και σήμερα, που βρίσκεται κοντά στο Ιναχώριον και τη Μονή Χρυσοσκαλίτισσας.
  2. Ρόκκα: Το ιδιότυπο του πέτρινου όγκου που ξεπροβάλλει αιχμηρό στο δρόμο προς την Κίσαμο, είναι η Ρόκκα. Η κορυφή αυτού του βράχου (το Τρουλί) ήταν φυσικής πρόνοιας ακρόπολη. Εντοπίστηκαν κτιστοί αναληματικοί (στήριξης) τοίχοι και στενά δρομάκια και δεξαμενές, μια λαξευτή και τρεις τουλάχιστον κτιστές. Πολύ πρόσφατα, επί υπουργίας Παύλου Γερουλάνου, κηρύχθηκε και οριοθετήθηκε ο αρχαιολογικός χώρος Ρόκκας Κισάμου. Όπως αναγράφεται χαρακτηριστικά στην απόφαση «κηρύσσουμε και οριοθετούμε τον αρχαιολογικό χώρο Ρόκκας Δήμου Κισάμου Περιφερειακής Ενότητας Χανίων, Περιφέρειας Κρήτης, βάσει των δεδομένων της αρχαιολογικής έρευνας πεδίου στην περιοχή, για λόγους προστασίας, έρευνας και ανάδειξης σημαντικών αρχαιοτήτων που περιλαμβάνουν οικιστικά κατάλοιπα αρχαίας πόλης και νεκροταφείο των ελληνιστικών κυρίως χρόνων». Η Ρόκκα σήμερα είναι ένα ημιορεινό χωριό της Κισάμου χτισμένο εν μέρει πάνω στα λείψανα της αρχαίας πόλης. Η αρχαιολόγος Παρασκευή Δροσινού σημείωσε στις παρυφές του βράχου οικιστικά λείψανα της αρχαίας θέσης, λαξευτές οικίες στο ασβεστολιθικό πέτρωμα, λαξευτές δεξαμενές, σκάλες, δρόμους, πλατεία, θέατρο και αγωγούς των όμβριων υδάτων. Το πρόβλημα της ταύτισης της αρχαίας αυτής θέσης με μια από τις επώνυμες πόλεις της Κρήτης, του κοινού των Μοδαίων, της Κεραίας ή της Ρόκκας απασχόλησε πολλούς μελετητές και περιηγητές. Ο Gerola, στο βιβλίο του Monumenti Veneti nell isola di Creta (1905-1906), αποτύπωσε τα ίχνη που είδε και περιέγραψε ορισμένες κατασκευές μεταξύ των οποίων και τη μεσαιωνική οχύρωση που σήμερα έχει χαθεί. Ίσως από κατολίσθηση. Λένε πως στο φαράγγι βρίσκονταν και σήμερα κομμάτια της γκρεμισμένης Ρόκκας. Η άποψη ότι το όνομα Ρόκκα είναι βενετσιάνικο από το roccia=βράχος, είναι μια παραπλάνηση που την ευνόησε βέβαια ο κάθετος βράχος όμως οι Βενετοί δεν θα αποσιωπούσαν μια τέτοια εκδοχή. Το σωστό είναι ότι το τοπωνύμιο προήλθε από την Ροκκαία Αρτέμιδα (αναφέρεται από τον Αιλιανό), που σε συνδυασμό με το τοπωνύμιο, οδηγεί στην ταύτιση του ελληνιστικού αρχαίου οικισμού στο «Τρουλί» με την αρχαία Ρόκκα. Να σημειώσω εδώ ότι η αρχαία πόλη Κεραία θα πρέπει να βρίσκεται πλησιέστατα στη Ρόκκα γι’ αυτό και στα χρόνια τα τωρινά εμείς οι Κισαμίτες συνεκφέρουμε (λέμε Κερά – Ρόκκα) τα δύο τοπωνύμια σαν να είναι ένας τόπος μια κοινότητα. Η Ρόκκα δεν ήταν αυτόνομη πόλη αλλά πιθανότατα ήταν οικισμός εξαρτημένος διοικητικά από την ισχυρή γειτονική Πολυρρήνια. Ευρήματα από την περιοχή έχουμε μόνο από ανασκαφικές τομές σε ισόπεδα κάτω από την αρχαία πόλη, όπου εντοπίζεται το νεκροταφείο. Πολλά δε από αυτά θα τα απολαύσετε στο νέο αρχαιολογικό μας Μουσείο.
  3. Τεγέα: Για την πόλη δεν έχομε ικανοποιητικές μαρτυρίες. Βρισκόταν ανατολικά της Πολυρρήνιας. Ο αρχαιολόγος Ναναδάκης σε μελέτη του (Αι τεσσαράκοντα μια πόλεις του νομού Χανίων) θεωρεί την Τεγέα και τις Μυκήνες ως σίγουρα υπαρκτές αλλά μη εντοπισμένες αρχαίες πόλεις.
  4. Φαλάσαρνα: Η αρχαία Φαλάσαρνα, αν και φέρει προελληνικό όνομα, κτίστηκε κατά την κλασική περίοδο και ήκμασε κυρίως τους Ελληνιστικούς χρόνους, κατά τους οποίους υπήρξε ανεξάρτητη πόλη με δικό της νόμισμα (στο οποίο απεικονίζεται η νύμφη Φαλασάρνη στη μία όψη και μια τρίαινα στην άλλη). Κατά τον Σκύλακα «πόλις προς τον ήλιον δυόμενον η προειρημένη Φαλάσαρνα λιμήν κλειστός».

Βρίσκεται στη βορειοδυτική πλευρά της Κρήτης, στη ρίζα του Κωρύκειου (Γραμπούσας) στην περιοχή Κούτρη ή παλαιότερα Κουτρί. Η πόλη ήταν πάνω στη θάλασσα αλλά η βεβαιωμένη και συνεχώς παρατηρούμενη από επιστήμονες και ειδικό εξοπλισμό ανύψωση της δυτικής Κρήτης επέφερε γεωλογική μετατόπιση. Το μεγαλύτερο μέρος της πόλης έχει καταστραφεί προφανώς από τους σεισμούς που ρήμαξαν και τη γειτονική Κίσαμο. Διασώζονται μέρη του τείχους, λίγες οικίες, οι στέρνες που υδρεύονταν, τα θεμέλια κάποιου μεγαλύτερου οικήματος (μάλλον ναού), τα λατομεία, η νεκρόπολη με κάποιους τάφους και ένας λίθινος θρόνος υποτίθεται που τον αγκαλιάζουν μύθοι. Μάλλον, κατά τους αρχαιολόγους, πρόκειται για επιτύμβιο μνημείο που φέρει στην πλάτη ανάγλυφη στήλη. Οι ναοί της πόλης ήταν αφιερωμένοι στην Αρτέμιδα και στον Απόλλωνα. Περίφημο ήταν το λιμάνι της που ήταν εγκλεισμένο εντός του τείχους (οχυρωμένο λιμάνι), τα πλοία (μικρά συνήθως) έβγαιναν στην ανοικτή θάλασσα από μια διώρυγα. Μάλλον ίδιας δομής ήταν και το λιμάνι της Κυδωνίας (Χανίων). Μεγάλο μέρος του ανασκαφικού έργου, με πολλές δημοσιεύσεις σε ελληνικά και ξένα περιοδικά, έχουν κάνει αρκετοί αρχαιολόγοι, κυρίως όμως η Ελπίδα Χατζηδάκη που έχει αφιερώσει πολύ επιστημονικό μόχθο στη Φαλάσαρνα. Το λιμάνι -κατά την αρχαιολόγο- ήταν εμπορικό και εξυπηρέτησε κατά την ελληνιστική εποχή το δουλεμπόριο και πειρατικές επιχειρήσεις. Η Φαλάσαρνα δεν πήρε μέρος στο Κοινό των Κρηταιέων γιατί βρισκόταν υπό πτολεμαϊκή κατοχή Το 184 π.Χ. την κατάλαβαν οι Κυδωνιάτες αλλά ο Ρωμαίος διοικητής τους έπεισε να αποχωρήσουν.

  1. Φάρος: Άγνωστη η θέση της πόλης. Εικάζεται ότι θα ήταν μία τοπωνυμία απλώς ή κάποιο ψαροχώρι. Πιθανή θέση κάποια περιοχή του σημερινού χωριού Σφηνάρι.
  2. Φελαία: Και εδώ μάλλον έχομε μικρό οικισμό εκεί όπου βρίσκεται ο σημερινός οικισμός Τράχηλας Μεσογείων Κισάμου.
  3. Χερσόνησος: Και γι’ αυτή την πόλη υπάρχουν ασάφειες στις πληροφορίες. Μάλλον πρόκειται για το ακρωτήριο του χωριού Σφηνάρι. Θεωρείται τόπος μεταξύ Φαλασάρνης και Ραμνούντας. Είναι θαυμάσιο που ο Κλαύδιος Πτολεμαίος δίνει γεωγραφικό πλάτος 34ο 35’.

Για τις αρχαίες πόλεις της Κρήτης έχουν γραφτεί πολλές και σοβαρές μελέτες από Έλληνες και ξένους αρχαιολόγους. Η βιβλιογραφία είναι τεράστια. Εδώ παρουσιάσαμε εκλαϊκευτικά όσα μας είναι δυνατόν, όσα αδρομερώς πρέπει να γνωρίζομε για την επαρχία μας.

Η αυτογνωσία είναι βοηθός στις αντιξοότητες και οδηγός στα μελλοντικά πρακτέα. Συμπερασματικά μπορούμε να πούμε για τις αρχαίες πόλεις της Κισάμου:

1. Και η Κίσαμος είναι σπαρμένη από αρχαιολογικά ευρήματα. Μια μέρα ξεριζώνοντας μαρουλάκια από το κηπάκι της αυλής μας βρήκα δυο χάλκινα νομίσματα. Ήμουν τότε φοιτήτρια. Τα έδειξα στη μάνα μου και της είπα πως θα τα πάω στο Νομισματικό Μουσείο της Αθήνας. Διάβασα στα λατινικά τη μισοσβησμένη λέξη Gold… Έτσι και έκανα, τα πήρα και τα έδειξα στους ειδικούς του Μουσείου. Μου είπαν: μπορείτε να τα κρατήσετε έχομε άφθονους Γορδιανούς (νομίσματα της εποχής του ρωμαίου αυτοκράτορα Γόρδιου) στις αποθήκες μας. Τα νομίσματα κοσμούσαν ένα τραπεζάκι του σπιτιού μέχρι που κάποια μέρα χάθηκαν από κάποιο άγνωστο χέρι.

2. Πρόκειται συνήθως για πόλεις – κράτη με δικό τους νόμισμα.

3. Δεν γνωρίζομε πόσες και που ακριβώς ήταν. Εξαιρούνται αυτές που ολοφάνερα υπήρξαν και δεν είχαν πλήρως καλυφθεί από τις γεωλογικές μεταβολές.

4. Η αρχαιολογική σκαπάνη δεν έχει δώσει όσα από τις μαρτυρίες γνωρίζομε. Αν ο σημερινός πολιτισμός άντεχε το ελληνικό θαύμα στη Μεσόγειο, η χώρα μας θα έπρεπε να είναι παγκόσμιο προσκυνητάρι και όχι άθυρμα στα χέρια των διαχειριστών των παγκόσμιων συμφερόντων.

5. Σε ορισμένες πόλεις υπάρχει εν εξελίξει ανασκαφή, σε άλλες έχει σταματήσει, άλλες κρατούν κρυμμένα μυστικά ακόμη.

6. Η δημιουργία του Αρχαιολογικού Μουσείου Κισάμου, επί της διευθύνσεως της Εφορίας Αρχαιοτήτων Χανίων Μαρίας Βλαζάκη και της εξαιρετικής ομάδας της και επί δημαρχίας Ανδρέα Βαρουχάκη, ολοκλήρωσε ένα στόχο των Κισαμιτών. Να συγκεντρώσουν την πολιτιστική τους κληρονομιά σε ένα δικό τους Μουσείο.

7. Στα χωράφια μας και στα οικόπεδά μας ολοένα και ανακύπτουν προβλήματα με την αρχαιολογική υπηρεσία. Ετοιμάζοντας μια οικοδομή για τα παιδιά σου, ανακαλύπτεις τα μωσαϊκά μιας βίλας. Οικονομική καταστροφή για μια οικογένεια. Η κρατική αποζημίωση αργή και πενιχρή. Παλαιότερα έσπευδαν να τα σκεπάσουν οι μπουλντόζες. Σήμερα ελπίζω όχι. Με την εξέλιξη της αρχαιολογικής επιστήμης, θα μπορούσαμε να κτίσουμε το σπίτι κρατώντας τους θησαυρούς μας δίπλα μας σε κοινό κτίσμα εσαεί.

ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΓΙΑΚΟΥΜΑΚΗ

 



ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ