Με την κλιματική αλλαγή να είναι παρούσα, καταγράφεται σημαντική μείωση της παραγωγής στην ελαιοκαλλιέργεια στη περιοχή της Τριφυλίας. Η οποία σύμφωνα με εκτιμήσεις από τη Διεύθυνση Αγροτικής Οικονομίας και Κτηνιατρικής Τριφυλίας θα κυμανθεί στο 35 – 37% σε σχέση με πέρυσι.
Η ελαιοσυγκομιδή στη περιοχή σχεδόν έχει ολοκληρωθεί και με βάση τα στοιχεία που υπάρχουν από το 90% της παραγωγής, αυτή κυμαίνεται στους 17 – 18.000 τόνους και τελικά φαίνεται ότι θα αγγίξει τους 20.000 τόνους. Η σημαντική παράμετρος όμως είναι η κλιματική αλλαγή που έχει κάνει την εμφάνιση της, που έχει να κάνει με τις παρατεταμένες και επαναλαμβανόμενες ξηρασίες, τη μετατόπιση των βροχοπτώσεων, αλλά και την εμφάνιση νέων εχθρών και ασθενειών.
Οι παραγωγοί θα πρέπει να προσαρμοστούν σε νέες καλλιεργητικές μεθόδους επισημαίνει ο Διευθυντής της ΔΑΟΚ Τριφυλίας, αλλά θα πρέπει να υπάρχει προς αυτούς διάχυση και αξιοποίηση των επιστημονικών δεδομένων και πληροφοριών. Επίσης, σημειώνει, ότι θα πρέπει να γίνουν εγγειοβελτιωτικά έργα αλλά και αξιοποίηση του φράγματος στα Φιλιατρά, ενώ ενθαρρυντικό στοιχείο είναι ότι κορωνέϊκη ποικιλία προσαρμόζεται στις κλιματικές αλλαγές.
Μιλώντας για τη φετινή παραγωγή στη περιοχή της Τριφυλίας, τόνισε «Η παραγωγή δεν έχει ολοκληρωθεί ακόμα, είμαστε στο 90% και η εκτίμηση μας είναι ότι είμαστε στις 17 – 18.000 τόνους και με τον Ιανουάριο θα προσεγγίσουμε τους 20.000 τόνους όπως ήταν και η αρχική μας εκτίμηση.
Είχαμε μείωση της παραγωγής της τάξεως του 35 – 37% μικρότερη από άλλες περιοχές όπου υπήρχε μειωμένη παραγωγή 50% ή πλήρης ακαρπία. Η παραγωγή σε επίπεδο χώρας είναι μειωμένη στο μισό, δηλαδή από 350.000 τόνους πέρυσι η εκτίμηση είναι στους 160 – 170.000 τόνους, ως συνέπεια της κλιματικής αλλαγής.
Αυτό οφείλεται στις υψηλές θερμοκρασίες που είχαμε την περίοδο της ανθοφορίας, στην έλλειψη νερού στα κρίσιμα στάδια και γενικότερα στις μη ευνοϊκές συνθήκες, στην ανθοφορία και στη καρπόδεση. Η παρατεταμένη ανομβρία, η ξηρασία το καλοκαίρι, η έλλειψη ή μετατόπιση βροχοπτώσεων ήταν εκείνα τα στοιχεία που κυριάρχησαν και δημιούργησαν προβλήματα στη παραγωγή, διότι είχαμε μια ακόμη συνέπεια – λόγω της κλιματικής αλλαγής – που ήταν η μη περιεκτικότητα σε λάδι. Η περιεκτικότητα στη περιοχή κατά μέσο όρο ήταν στο 16 – 17% μειωμένη κατά 10% από την περσινή χρονιά. Είχαμε ξηρασία και έλλειψη νερού από τον Ιούνιο μέχρι τον Οκτώβριο, για 4 μήνες είχαμε έλλειψή νερού και υψηλές θερμοκρασίες.
Το νερό είναι πολύ σημαντικό γιατί διαφοροποιούνται οι ανθικές καταβολές και έχουμε παραγωγή κάθε χρόνο. Εδώ να πω ότι μπορεί να έχουμε σαν σύνολο βροχών ικανοποιητικό αριθμό, όμως έχουμε μετατόπιση, δεν έχουμε βροχές τα κρίσιμα στάδια. Ποια είναι αυτά; Είναι η διαφοροποίηση των ανθών το Φεβρουάριο, η άνθηση, η καρπόδεση και γρήγορη ανάπτυξη του καρπού. Η έλλειψη βροχών της περιόδους αυτές δεν έχει επίπτωση μόνο τη συγκεκριμένη χρονιά αλλά και την επόμενη. Ενώ πέρα από την ακαρπία υπάρχει και μικρή περιεκτικότητα σε λάδι.
Οι υψηλές θερμοκρασίες του καλοκαιριού μπορούν να μην ευνοούν την ανάπτυξη του δάκου και αυτό μας βοηθά, όμως οι υψηλές θερμοκρασίες του χειμώνα βοηθούν στο να διαχειμάζει ο δάκος και οι προνύμφες να ζουν ακόμη σαν ενήλικα, που σημαίνει ότι αναπτύσσονται υψηλοί πληθυσμοί στη θεμελιωτική γενιά και αυτό μας δημιουργεί προβλήματα στη συνέχεια. Επίσης οι υψηλές θερμοκρασίες, δεν μας ευνοούν και σε άλλες ασθένειες όπως το γλοιοσπόριο. Οι παραγωγοί δεν είναι ιδιαίτερα προσεκτικοί, ειδικά μετά τα μέσα Δεκεμβρίου, η υψηλή θερμοκρασία και οι υγρασία ευνοούν το γλοιοσπόριο. Αν και φέτος ήταν μια χρονιά που δεν είχαμε προβλήματα με γλοιοσπόριο.
Η κλιματική αλλαγή μας έφερε φέτος αντιμέτωπους με έντονα καιρικά φαινόμενα , είχαμε 3 χαλαζοπτώσεις και αέρηδες που δημιούργησαν προβλήματα στη παραγωγή. Όλα αυτά είχαν επιπτώσεις στην παραγωγή.»
Τόνισε επίσης, ότι οι παραγωγοί θα πρέπει να εφαρμόσουν νέες καλλιεργητικές πρακτικές αναφέροντας χαρακτηριστικά «Οι παραγωγοί θα πρέπει να εφαρμόσουν νέες καλλιεργητικές πρακτικές, αλλά πρώτα θα πρέπει να υπάρχει από τις υπηρεσίες η διάχυση της επιστήμης και η πληροφόρηση για τις ποιες καλλιεργητικές πρακτικές πρέπει να εφαρμόσουν για να αντιμετωπίσουν αυτά τα φαινόμενα. Πρέπει καταρχήν, να κάνουμε περισσότερα κλαδέματα, αλλά όχι κατά τη διάρκεια της συγκομιδής, μετά το τέλος της, για πολλούς λόγους.
Οι καλές πρακτικές έχουν να κάνουν, με το κλάδεμα, με τη σωστή θρέψη με ισορροπημένα λιπάσματα, με παρακολούθηση σε συνεργασία με τους επιστήμονες των παθογόνων – πλέον έχουν αλλάξει πάρα πολλά. Μπορούμε να ρυθμίσουμε τους ψεκασμούς κάνοντας κρίσιμες επεμβάσεις με βάση τα στοιχεία που έχουμε από τους μετεωρολογικούς σταθμούς. Δηλαδή δεν θα πρέπει να κάνουμε, ψεκασμούς άσκοπους, επεμβάσεις ημερολογιακές, με βάση το στάδιο της καλλιέργειας, αλλά μετά από παρακολούθηση της εξέλιξης των εχθρών και των ασθενειών αξιοποιώντας τα μετεωρολογικά στοιχεία, ώστε οι ψεκασμοί να είναι αποτελεσματικοί. Πρέπει να αλλάξουμε νοοτροπία. Χρειάζεται, εκπαίδευση, ενημέρωση, πληροφόρηση, εφαρμοσμένη έρευνα στο πεδίο από τα Πανεπιστήμια.
Επιπλέον χρειάζονται έργα υποδομής, δεν γίνεται να έχει η Τριφυλία βροχόπτωση πάνω από 800 χιλιοστά έστω και ανισομερώς κατανεμημένη και να μην την αξιοποιούμε με μικρές παρεμβάσεις εγγειοβελτιωτικών έργων, τι σημαίνει αυτό; Παραχειμάριες λιμνοδεξαμενές, με μικρό κόστος, ευέλικτα έργα που μπορούν να αυξήσουν την παραγωγή. Αν αρδεύεται η ελιά μπορεί να αυξηθεί η παραγωγή 50% και μειώνεται η παρενιαυτοφορία. Θα έχουμε αύξηση της παραγωγής με το ίδιο φυτικό κεφάλαιο. Φυσικά χρειάζονται και τα μεγάλα έργα με την αξιοποίηση του φράγματος.
Πρέπει να δούμε και τις ποικιλίες, εμείς έχουμε την κορωνέϊκη που φαίνεται ότι είναι καλά προσαρμοσμένη στην κλιματική κρίση, πρέπει να δούμε ποιες ποικιλίες είναι ευαίσθητες. Να επιλέγουμε ποικιλίες ανθεκτικές και λιγότερο υδροβόρες».
ρεπορτάζ – Κώστας Μπούρας
Πηγή – eleftheriaonline.gr