Η αποδημία και η δράση των Ελλήνων στις χώρες της Αφρικής, στα τέλη του 19ου και κατά το πρώτο μισό του 20ου αιώνα, είναι ένα αρκετά γνωστό κεφάλαιο της ιστορίας.
Οι περισσότεροι από αυτούς ασχολήθηκαν με το εμπόριο μιας ευρείας ποικιλίας εμπορευμάτων: από καφέ, καπνό και δέρματα ζώων μέχρι όπλα και ελεφαντόδοντο. Κάποιοι άλλοι έγιναν οικοδόμοι και εργολάβοι, ενώ δεν ήταν λίγοι και εκείνοι που αποφάσισαν να στραφούν προς την αλιεία.
Υπήρξε όμως και ένας Έλληνας, ο οποίος επιχείρησε κάτι που δεν είχε ξαναγίνει ποτέ πριν: την παρασκευή μιας γνήσια αφρικανικής μπύρας.
Στα τέλη του 19ου αιώνα, ο 25χρονος Μιχαήλ Περαντωνάκης από το Ρέθυμνο της Κρήτης, μετανάστευσε στην Μαύρη Ήπειρο, αναζητώντας μια καλύτερη τύχη. Αρχικός του σκοπός ήταν να εργαστεί στα ορυχεία της Νοτίου Αφρικής, αλλά στην πορεία άλλαξε γνώμη. Ο Περαντωνάκης εγκαταστάθηκε τελικά στο Λουρέντσου Μαρκές της Μοζαμβίκης, η οποία αποτελούσε κτήση της Πορτογαλίας, εκείνη την περίοδο. Εκεί έμεινε γνωστός ως «Ο Κρητικός»,λόγω της καταγωγής του από την Μεγαλόνησο.
Ο Περαντωνάκης ξεκίνησε πουλώντας μπανάνες στους δρόμους της πόλης και μετά από σκληρή δουλειά κατάφερε, το 1900, να ανοίξει ένα δικό του παντοπωλείο. Η παρατηρητικότητά του, τον βοήθησε αργότερα να επεκτείνει τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες. Κατά την δεκαετία του 1910, ο Περαντωνάκης, αντιλαμβανόμενος το πρόβλημα λειψυδρίας που υπήρχε στην χώρα, άρχισε να πουλάει πόσιμο νερό στις γειτονιές του Λουρέντσου Μαρκές.
Την ίδια περίοδο, ο Κρητικός επιχειρηματίας παρατήρησε στην αγορά μια γενικότερη έλλειψη πάγου, ο οποίος ήταν απαραίτητος για την διατήρηση των ψαριών, του κρέατος και διάφορων άλλων τροφίμων. Έτσι, αποφάσισε να μην διοχετεύει στην αγορά σε υγρή μορφή όλη την ποσότητα νερού που διέθετε. Ένα μεγάλο τμήμα της το υπέβαλλε σε ψύξη και πλέον το πουλούσε ως πάγο.
Οι επιχειρηματικές κινήσεις του Περαντωνάκη αποδείχθηκαν εξαιρετικά επικερδείς. Το 1915 ίδρυσε την εταιρία «Vitória» και την επόμενη χρονιά ανήγειρε εργοστάσιο πάγου με την επωνυμία «Vitória Cold Storage and Ice Factory, Ltd». Η τοποθεσία του ήταν στρατηγικά επιλεγμένη από τον Περαντωνάκη. Το εργοστάσιό είχε χτιστεί στο δυτικό τμήμα της πόλης, απέναντι από την ψαραγορά, η οποία αποτελούσε τον βασικότερο τόπο διοχέτευσης του παραγόμενου πάγου.
Με τα κέρδη του να αυξάνουν συνεχώς, ο Κρητικός επιχειρηματίας αποφάσισε να πειραματιστεί και με άλλα προϊόντα. Σύντομα, το εργοστάσιό του άρχισε να παράγει επίσης εμφιαλωμένο μεταλλικό νερό αλλά και διάφορα είδη αναψυκτικών. Η επιτυχία της επιλογής αυτής, έκανε τον Περαντωνάκη να σκέφτεται σοβαρά να επεκταθεί και στον τομέα της μπύρας. Ήξερε όμως ότι για να πετύχει το νέο του εγχείρημα θα έπρεπε οι κινήσεις του να είναι πολύ προσεγμένες.
Πριν προχωρήσει σε οποιαδήποτε ενέργεια, ο Περαντωνάκης επισκέφθηκε την Γερμανία, η οποία είχε ανέκαθεν μεγάλη παράδοση στην παραγωγή μπύρας. Εκεί συναντήθηκε με πολλούς ειδικούς επί του θέματος, συνομίλησε μαζί τους και ζήτησε τις συμβουλές τους. Παράλληλα, ενημερώθηκε για τις διάφορες μεθόδους παραγωγής μπύρας αλλά και για τις προδιαγραφές που εξασφάλιζαν την υψηλή ποιότητα του ποτού.
Γνωρίζοντας πια όλες αυτές τις χρήσιμες πληροφορίες, ο Περαντωνάκης χρησιμοποίησε μια ευρωπαϊκή συνταγή και το 1932 άρχισε να παράγει την δική του μπύρα, με την επωνυμία «Λορεντίνα». Όπως αποδείχθηκε αργότερα, επρόκειτο για την πιο πετυχημένη κίνηση του Κρητικού επιχειρηματία.
Μέχρι το 1935, η «Λορεντίνα» κατείχε το 50% της εγχώριας αγοράς στην Μοζαμβίκη. Τα κέρδη από τις πωλήσεις της ήταν πάντα υψηλά, αλλά εκτοξεύθηκαν μετά το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, κατά τις δεκαετίες του 1950 και του 1960. Το 1959, ολοκληρώθηκε η ανέγερση δύο ακόμη εργοστασίων, μια επένδυση που ξεπέρασε τα 200.000.000 δολάρια, ενώ παράλληλα η ποιότητα του προϊόντος βελτιωνόταν συνεχώς.
Έτσι, η «Λορεντίνα» κατάφερε να κερδίσει πολλές διακρίσεις σε διεθνείς διαγωνισμούς μπύρας και να γίνει γνωστή και εκτός Αφρικής.
Το 1975, η Μοζαμβίκη απέκτησε την ανεξαρτησία της από την Πορτογαλία,έπειτα από έναν αιματηρό πόλεμο, που κράτησε σχεδόν δέκα χρόνια. Η νέα κυβέρνηση εθνικοποίησε την εταιρία ζυθοποιίας του Περαντωνάκη, ο οποίος εν τω μεταξύ είχε πεθάνει στην Κρήτη πολλά χρόνια πριν. Ακολούθησαν δύο εξαγορές, που εξασφάλισαν την συνέχιση της παραγωγής της μπίρας «Λορεντίνα».
Το 1997 η εταιρία του Περαντωνάκη πουλήθηκε στην γαλλική ζυθοποιία Castel και την ιρλανδική Guinness ενώ το 2001 στην πολυεθνική ποτοποιία SABMiller.
Η μπίρα του Κρητικού επιχειρηματία κατάφερε να επιβιώσει μέχρι τις μέρες μας, αλλά «σοβαρά τραυματισμένη». Σήμερα, η «Λορεντίνα» εξακολουθεί να παράγεται στην Μοζαμβίκη, από την SABMiller, αλλά η ποιότητά της δεν είναι πια η ίδια.
Οι εποχές των διακρίσεων σε διεθνείς διαγωνισμούς αποτελούν πλέον μια ξεθωριασμένη ανάμνηση, όπως άλλωστε και όλη η ιστορία της μπίρας, που έφτιαξε πριν πάρα πολλά χρόνια ένας Έλληνας, στην Αφρική.
Ιωάννης Παγουλάτος – Νομικός, Δημοσιογράφος
Πηγή: huffingtonpost.gr