Σε πλήρες αδιέξοδο βρίσκεται η ελληνική ελαιοκαλλιέργεια, απαριθμώντας μικρά και μεγάλα προσωπικά δράματα, παραγωγών που αγωνιούν για να επιβιώσουν. Γεωργοί και ετεροεπαγγελματίες που με το υστέρημά τους στηρίζουν την κρητική ύπαιθρο.
Καθημερινός αγώνας και πάλη τόσο για τους ίδιους και τις οικογένειές τους, όσο και για το μόχθο των προγόνων τους, τις περιουσίες που κι αυτοί θα παραδώσουν μια μέρα στα παιδιά τους.
Στο νησί μας, οι αγρότες της ελιάς βλέπουν τις καλλιέργειές τους να καταστρέφονται από τα ακραία καιρικά φαινόμενα. Πλημμύρες, ξηρασίες και ακανόνιστες θερμοκρασιακές συνθήκες πλήττουν συνεχώς τις σοδειές. Η κλιματική αλλαγή είναι μια ύπουλη απειλή που κάνει την καθημερινότητα των αγροτών ακόμα πιο δύσκολη, καθώς τα έσοδα των γεωργών συρρικνώνονται, ενώ τα έξοδα συνεχώς αυξάνονται.
Και η κατάσταση γίνεται ακόμα πιο δύσκολη αφού η νεολαία, που κάποτε έβλεπε τη γεωργία ως επαγγελματική επιλογή, πλέον την απορρίπτει μαζικά. Το ποσοστό των νέων αγροτών στην Ελλάδα δεν ξεπερνά το 10%, και το μέσο ηλικιακό όριο των αγροτών είναι 58 ετών. Οι νέοι εγκαταλείπουν τα χωριά για τις πόλεις, αναζητώντας πιο σίγουρες δουλειές, αφήνοντας πίσω μια γεωργία που σταδιακά γερνάει και φθίνει σε παραγωγικότητα.
Όμως, οι ατέλειωτες ώρες δουλειάς στη γη, οι αγώνες με το σκληρό καιρό και οι ελπίδες για καλύτερες τιμές και επιδοτήσεις, φαίνεται πως είναι καταδικασμένες σε απογοήτευση και σιωπή.
Στην Κρήτη, αυτή την εποχή, οι τιμές ελαιοπαραγωγού έχουν πέσει σε πολύ χαμηλά επίπεδα, περίπου 4,50 έως 4,80 ευρώ το κιλό για το έξτρα παρθένο ελαιόλαδο.
Η τιμή κάθε προϊόντος σύμφωνα με τους νόμους της Οικονομική Θεωρίας, καθορίζεται από τη ζήτηση, την προσφορά και το κόστος παραγωγής του.
Όσο πιο μεγάλη είναι η ζήτηση ενός προϊόντος, τόσο πιο υψηλή διαμορφώνεται και η τιμή της αγοράς του. Και αντίστοιχα, όσο πιο μικρή η προσφορά του προϊόντος, τόσο πιο μεγάλη η τιμή του. Εξυπακούεται δε ότι, στη φιλελεύθερη οικονομία που πρεσβεύουμε, δεν νοείται τίμια συναλλαγή που η τιμή της πώλησης να είναι μικρότερη του κόστους παραγωγής.
Ας ξεκινήσουμε από τη ζήτηση.
Κατά τα τελευταία χρόνια, η ζήτηση των καταναλωτών για ελαιόλαδο έχει διεθνώς αυξηθεί κατακόρυφα, λόγω της παγκόσμιας τάσης προς τη μεσογειακή διατροφή.
Στις ΗΠΑ, η ζήτηση για ελαιόλαδο έχει αυξηθεί κατά 300% τις τελευταίες τρεις δεκαετίες, ενώ στη Γαλλία, τη «χώρα του βουτύρου», η κατανάλωση έχει αυξηθεί κατά 400% και οι πωλήσεις έχουν ξεπεράσει ακόμη και τις αντίστοιχες της Ελλάδας. Πρωταθλήτρια στην αύξηση της κατανάλωσης ελαιολάδου είναι, όμως, μακράν η Βρετανία, με ποσοστό 1.100% από το 1990!
Ακόμη και στις αναδυόμενες αγορές, όπως για παράδειγμα στη Βραζιλία, είναι ανάλογα θεαματική η αύξηση της ζήτησης για το υγιεινό «πράσινο υγρό χρυσάφι» που μπορεί να βάλει κάποιος στο πιάτο του και στον οργανισμό του.
Άρα, με βάση τα παγκόσμια δεδομένα της υψηλής ζήτησης, η τιμή του ελαιολάδου θα έπρεπε να είναι υψηλή για τον παραγωγό.
Η χαμηλές τιμές ελαιοπαραγωγού δεν δικαιολογούνται από τη διεθνή καλπάζουσα ζήτηση του προϊόντος.
Πάμε, τώρα, στην προσφορά.
Η προσφορά διαμορφώνεται σε συνθήκες πανικού και ανασφάλειας για τον αγρότη. Πολλοί ελαιοπαραγωγοί αναγκάζονται να προσφέρουν σε χαμηλές τιμές, «όσο κι όσο», όχι γιατί έχουν περιθώριο, αλλά γιατί έχουν υποχρεώσεις και μεγάλες οικονομικές ανάγκες.
Ερχόμαστε μετά από μια χρονιά μειωμένης ελαιοπαραγωγής και οι αγρότες της ελιάς χρειάζονται τα χρήματα.
Όσο πουλάνε, βεβαίως, η τιμή δεν πρόκειται να αυξηθεί.
Αντίθετα, υπάρχει ο κίνδυνος να μειωθεί ακόμη περισσότερο η τιμή στο χωράφι.
Το κλίμα αυτό δεν ευνοούν, βεβαίως, οι μεθοδευμένες δηλώσεις κρατικών και επαγγελματικών παραγόντων κυρίως στην Ισπανία και Ελλάδα που «έσπευσαν» να προβλέψουν πολύ αυξημένη παραγωγή για φέτος, προαναγγέλλοντας, με τον τρόπο τους τις χαμηλές τιμές στο χωράφι και διασπείροντας τον τρόμο στους παραγωγούς.
Και οι μεν κρατικοί παράγοντες, με τις προβλέψεις τους για μεγάλη παραγωγή, αποσκοπούν στην πτώση των τιμών παραγωγού, ελπίζοντας λανθασμένα, ότι έτσι θα επιτευχθεί η πτώση του πληθωρισμού.
Όμως, να τους ενημερώσουμε ότι, ο πληθωρισμός, δεν εξαρτάται από τις τιμές παραγωγού αλλά από τις τιμές καταναλωτή (στο ράφι), οι οποίες εξακολουθούν να διατηρούνται ακόμη στα ίδια υψηλά επίπεδα!
Οι δε επαγγελματικοί παράγοντες που δραστηριοποιούνται στην μεταποίηση και διανομή, κυρίως στην Ελλάδα και Ισπανία, με τις εξαγγελίες τους για αυξημένη παραγωγή, σκοπεύουν σε περαιτέρω συμπίεση των τιμών στο χωράφι, υπολογίζοντας ότι, σε συνδυασμό με την ελεγχόμενη από αυτούς διατήρηση των τιμών καταναλωτή, θα πετύχουν αύξηση της κερδοφορίας τους.
Ποια είναι όπως η αλήθεια για την προσφορά κρητικού ελαιολάδου;
Φέτος έχουμε μείωση κατά 70% στην παραγωγή ελαιολάδου στην Κρήτη.
Άρα η προσφορά δεν είναι τόσο μεγάλη όσο θέλουν κάποιοι να φαίνεται.
Είναι η δεύτερη συνεχόμενη χρονιά που έχουμε μείωση της παραγωγής λόγω της ξηρασίας και έχουμε μεγάλη ακαρπία.
Και αν συνεχιστεί η ανομβρία θα έχουμε πρόβλημα και τον επόμενο χρόνο στην παραγωγή.
Και δεν σταματάει εκεί το παιχνίδι.
Η προσφορά, στην ουσία, ρυθμίζεται μέσω των ελαιοπαραγωγών χωρών εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης (Τουρκία, Τυνησία, Αίγυπτος, Μαρόκο, Λιβύη, Συρία), οι οποίες ανταγωνίζονται Ελλάδα, Ισπανία και Ιταλία, Πορτογαλία.
Έξι μη ευρωπαϊκές χώρες εναντίον τεσσάρων ευρωπαϊκών.
Οι τρίτες χώρες, που παράγουν ελαιόλαδο, χωρίς να τηρούν όμως στο ελάχιστο τις αυστηρές προδιαγραφές της Ευρωπαϊκής Ένωσης, μπαίνουν στην εξίσωση της προσφοράς, μέσα από απροσδιόριστες διαδρομές.
Έτσι αυξάνεται η «προσφορά» και οδηγούμαστε σε επιπλέον συμπίεση των τιμών του Έλληνα παραγωγού προς όφελος των κερδών των καρτέλ.
Το παιχνίδι, μοιάζει να έχει χαμένους αμφότερους τους «παίκτες» της αγοράς: και τους παραγωγούς που ρυθμίζουν την προσφορά και τους καταναλωτές που ρυθμίζουν τη ζήτηση. Κερδισμένοι οι «μεσάζοντες» των καρτέλ που αισχροκερδούν, γιατί απλά, «μπορούν».
Και δεν το λέμε χωρίς στοιχεία!
Ας δούμε τη διαδρομή του ελαιολάδου από το χωράφι, μέχρι να φτάσει στα ράφια των super market και από εκεί στον καταναλωτή.
Οι ελαιοπαραγωγοί πωλούν μία ποσότητα 5 κιλών στην τιμή των 25 ευρώ περίπου (5 ευρώ ανά κιλό).
Έπειτα, προστίθενται 0,25 ευρώ για το φιλτράρισμα, 1,5 ευρώ για το δοχείο, 0,45 λεπτά για το καπάκι και 0,5 ευρώ για το ειδικό χαρτόνι με τις κυψέλες.
Το κόστος μεταφοράς ανέρχεται στα 1,30 ευρώ, με τον μεταποιητή να έχει 3 ευρώ κέρδος. Σε αυτά προστίθενται 6,30 ευρώ ΦΠΑ και 38 ευρώ για το κέρδος του λιανεμπόρου.
Κάνοντας κανείς τις προσθέσεις καταλήγει πως για πέντε κιλά ελαιολάδου τα οποία φεύγουν από τα χέρια του παραγωγού στην τιμή των 25 ευρώ, τοποθετούνται στο ράφι σχεδόν στην τιμή των 70 ευρώ.
Κρίσιμο στοιχείο της ανάλυσης είναι επίσης και το γεγονός ότι, ο παραγωγός πουλάει με κιλά και ο έμπορος πουλάει με λίτρα.
Άρα ο μεσάζων, εκτός από το οικονομικό κέρδος, έχει και υλικό κέρδος περίπου 100 γρ. ανά κιλό ελαιολάδου.
Ας δούμε στη συνέχεια το κόστος παραγωγής του ελαιοπαραγωγού. Το κόστος παραγωγής για ένα αρδευόμενο ελαιώνα είναι στα 3,5 ευρώ το κιλό. Μπορεί να φτάσει και σε διπλάσια τιμή λόγω αυξανόμενου κόστους του νερού.
Στον ξερικό, μπορεί να έχει λιγότερα έξοδα αλλά έχει και μειωμένες αποδόσεις, οπότε το κόστος ξεπερνά τα 5 ευρώ το κιλό.
Ακόμη και ζημιές στα δίχτυα και απώλειες στις ελιές από αφύλαχτα αιγοπρόβατα που καταπατούν τους ελαιώνες δημιουργούν επιπλέον κόστος.
Εξάλλου, η έλλειψη εργατικών χεριών αποτελεί ένα από τα νέα σοβαρά προβλήματα που ανεβάζουν το κόστος της συγκομιδής σε σχεδόν στο διπλάσιο από ότι πέρυσι ιδίως για τους μικρούς παραγωγούς, οι οποίοι πληρώνουν ημερομίσθια 70-80 ευρώ συν πρωινό.
Επίσης, πολλοί συγκρίνουν τις τιμές παραγωγού της Ελλάδας με τις τιμές της Ισπανίας αλλά δεν υπολογίζουν το μειωμένο κόστος που έχουν οι Ισπανοί ελαιοπαραγωγοί, λόγω πυκνής φύτευσης στην Ισπανία.
Σε κάποιες χώρες της ΕΕ έχει θεσμοθετηθεί εδώ και χρόνια η υποχρέωση πώλησης αγροτικών προϊόντων πάνω από το κόστος παραγωγής.
Στην Ελλάδα όχι.
Αφήσαμε για το τέλος, το έσχατο ανάχωμα του κρητικού ελαιοπαραγωγού στη μάχη των τιμών.
Ένα όπλο που αν είχε ο αγρότης στα χέρια του εγκαίρως, θα μπορούσε να αντισταθεί πιο αποτελεσματικά στις πιέσεις της αγοράς. Επιδοτήσεις της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής (ΚΑΠ). Η ΚΑΠ θα έπρεπε να αποτελεί βασικό εργαλείο για την βελτίωση του αγροτικού εισοδήματος, την προστασία του περιβάλλοντος και την ανάπτυξη του αγροτικού τομέα.
Η εφαρμογή της ΚΑΠ απαιτεί διαφάνεια, τήρηση των διαδικασιών και σαφή επικοινωνία, ώστε να διασφαλίζεται η αποτελεσματική αξιοποίησή της από τους παραγωγούς.
Δυστυχώς, όμως, τίποτε από τα παραπάνω δε φαίνεται να υπάρχει.
Τα πρόσφατα δεδομένα δείχνουν μια ανεξήγητη μείωση στις ενισχύσεις, γεγονός που έχει προκαλέσει απογοήτευση στον αγροτικό κόσμο.
Και το βασικότερο, όλοι βαδίζουν στα τυφλά!
Ενώ υπήρχε η προσδοκία ότι οι πληρωμές θα ήταν μεγαλύτερες, η πραγματικότητα είναι διαφορετική, με το συνολικό ποσό να είναι μικρότερο από αυτό που είχαν υπολογίσει οι παραγωγοί.
Ορισμένοι παραγωγοί δεν πήραν καμία πληρωμή παρά τις μεγάλες τους ανάγκες, ενώ οι επιδοτήσεις που καταβλήθηκαν είναι ανεπαρκείς, αν όχι ασήμαντες, μπροστά στις αναγκαίες δαπάνες για λιπάσματα, καύσιμα και άλλες πρώτες ύλες.
Μετά το ναυάγιο στις επιδοτήσεις και στην εξισωτική, νέο ψαλίδι αναμένεται στην πληρωμή των οικολογικών σχημάτων στα τέλη Φλεβάρη, με τις πληροφορίες να κάνουν λόγο για οριζόντια περικοπή της τάξης του 40%.
Γιατί συμβαίνει αυτό;
Από τη μία, οι συνεχείς μειώσεις κάθε χρόνο των ποσών ενίσχυσης που δίνονται στους Έλληνες παραγωγούς
Οι διαχρονικές πληρωμές άμεσων ενισχύσεων ΚΑΠ στην Ελλάδα δίνουν μόνιμη πτωτική τάση, ως εξής :
- 2016 : 1.706 εκ. ευρώ
- 2017 : 1.633 εκ. ευρώ
- 2018 : 1.560 εκ. ευρώ
- 2019 : 1.599 εκ. ευρώ
- 2020 : 1.497 εκ. ευρώ
- 2021 : 1.484 εκ. ευρώ
- 2022 : 1.502 εκ. ευρώ
- 2023 : 939 εκ. ευρώ
- 2024 : 916 εκ. ευρώ
Ειδικά για το 2024, οι άμεσες ενισχύσεις που πιστώθηκαν στους λογαριασμούς των δικαιούχων ανήλθαν σε 915.875.879,39 ευρώ, έναντι 1.878.941.917 ευρώ που έχουν εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Ένωση για την εφαρμογή του Πυλώνα Ι της ΚΑΠ για το έτος 2024.
Σχεδόν τα μισά χρήματα, δηλαδή, δεν έφτασαν φέτος στον Έλληνα παραγωγό. Συνολικά, 971 εκατομμύρια ευρώ δεν έχουν αποδοθεί μέχρι σήμερα στους δικαιούχους παραγωγούς για το 2024.
Η συνολική προκαταβολή των ενισχύσεων ανήλθε φέτος σε περίπου 450 εκατ. ευρώ, εμφανώς χαμηλότερη από το αντίστοιχο ποσό της προηγούμενης χρονιάς.
Η μείωση αυτή προκαλεί έντονες αντιδράσεις, καθώς οι αγρότες έλαβαν κατά 40% λιγότερα από τα περσινά επίπεδα, γεγονός που επιβαρύνει τη δυνατότητά τους να ανταποκριθούν στις βασικές ανάγκες της παραγωγικής διαδικασίας.
Ειδικά για την ελαιοκαλλιέργεια έγιναν και αρκετές άλλες περικοπές. Μερικές από τις περικοπές αυτές είναι:
Η πλήρης κατάργηση των ενισχύσεων για όσους δήλωναν κάτω από 4 στρέμματα και για όσους λαμβάνουν κάτω από 250 €!
Εξαιρέθηκαν συνεπώς από τις ενισχύσεις πάνω από το 50% των ελαιοπαραγωγών.
Η λεγόμενη «αναδιανεμητική» ενίσχυση, η οποία εξαφανίζει τους υπόλοιπους μικρούς ελαιοπαραγωγούς κάτω από 10 στρέμματα, αφού τα 11 € που προβλέπει ανά στρέμμα θα δίδονται μόνο σε όσους δηλώνουν από 10-40 στρέμματα!
Επίσης πολλά ΚΥΔ ενεργοποίησαν προεισπράξεις για τα «οικολογικά σχήματα» και οι αγρότες βλέπουν ποσά μειωμένα και τους κάθε λογής τρίτους να αυξάνονται.
Όπως αποδεικνύουν οι αριθμοί, το 2024 εξελίσσεται στη χειρότερη χρονιά πληρωμών από την εφαρμογή της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής στη χώρα μας.
Η χώρα μας βρίσκεται στον δεύτερο χρόνο της εσωτερικής σύγκλισης και αντί να επιτυγχάνεται η προσέγγιση των στόχων, οι αγρότες διαπιστώνουν την απόκλιση της αξίας των δικαιωμάτων τους από το Στρατηγικό Σχέδιο της ΚΑΠ.
Μία σύγκλιση ιστορικών δικαιωμάτων της Κρήτης που ξεκίνησε από το μακρινό 2015 ώστε να γίνει ομαλά και σταδιακά, αλλά δυστυχώς, οι κυβερνήσεις των τελευταίων ετών, επέσπευσαν δραστικά και σχεδόν τιμωρητικά το ρυθμό της σύγκλισης, με αποτέλεσμα να παρατηρούνται πλέον τεράστιες μειώσεις στις ενισχύσεις από χρόνο σε χρόνο στην Κρήτη.
Το ιστορικό δικαίωμα στην Κρήτη έχει χαθεί κατά 60% και η πτώση δεν έχει σταματήσει ενώ οι επιδοτήσεις κατευθύνονται προς άλλες περιοχές της Χώρας!!
Είναι φανερό πως το κράτος πορεύεται εδώ και χρόνια χωρίς μακροπρόθεσμο σχεδιασμό και στρατηγική για τον πρωτογενή τομέα.
Με γραφειοκρατικές επιλογές, πελατειακές εξυπηρετήσεις, κυκλώματα εντός και εκτός ΟΠΕΚΕΠΕ με διαχρονική διαφθορά και κακό συντονισμό, προκάλεσαν διαχειριστική κρίση στον ΟΠΕΚΕΠΕ, οδηγώντας τον σε ευρωπαϊκή επιτήρηση.
Τα λάθη, η ανασφάλεια δικαίου και η κακοδιαχείριση εντός του Οργανισμού μειώνουν κι άλλο τις ενισχύσεις στον παραγωγό, κάθε χρόνο.
Η καταβολή των ενισχύσεων της ΚΑΠ πριν λίγα χρόνια δεν αποτελούσε είδηση γιατί γινόταν τακτικά με καταβολή τον Οκτώβριο το 70% και τον Δεκέμβριο το 30% η οποία για τις ελιές ονομαζόταν πράσινη.
Σήμερα χάρη στην λεγόμενη «απλοποίηση» της τελευταίας αναθεώρησης της ΚΑΠ – που βέβαια έγινε μετά από «διαβούλευση» και συναίνεση της χώρας μας- η καταβολή αποτελεί κορυφαίο γεγονός το οποίο προβάλλεται από πολλά ΜΜΕ ως σημαντική είδηση!
Ωστόσο, η μόνη πραγματική είδηση που υπάρχει είναι οι περικοπές που γίνονται, άλλες γιατί προβλέπονται από την λεγόμενη «σύγκλιση» της ΚΑΠ και άλλες λόγω διαφόρων περίεργων λαθών για τα όποια έλεγχος της ΕΕ βρίσκεται σε εξέλιξη.
Η Ελλάδα είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα όπου οι αγρότες δεν γνωρίζουν με ακρίβεια το ποσό των ενισχύσεων που δικαιούνται και το χρονοδιάγραμμα πληρωμών.
Την ίδια στιγμή, στις άλλες ευρωπαϊκές χώρες, η ΚΑΠ εφαρμόζεται με σαφείς διαδικασίες και προκαθορισμένες χρονικές περιόδους πληρωμών.
Οι καθυστερήσεις, σε συνδυασμό με τα χρόνια προβλήματα στις διαδικασίες του ΟΠΕΚΕΠΕ, έχουν οδηγήσει σε ένα αγεφύρωτο ρήγμα εμπιστοσύνης μεταξύ των παραγωγών και του κράτους.
Οι συνεχείς καθυστερήσεις και η έλλειψη προγραμματισμού καθιστούν αδύνατο για τους αγρότες να σχεδιάσουν τη δραστηριότητά τους και να εξασφαλίσουν τη ρευστότητα που απαιτείται για τις καλλιέργειές τους.
Οι καθυστερήσεις αυτές πλήττουν το εισόδημά τους και δημιουργούν οικονομική ανασφάλεια σε έναν ήδη επιβαρυμένο πρωτογενή τομέα, ο οποίος αντιμετωπίζει αυξανόμενα κόστη παραγωγής και πληθώρα εξωτερικών προκλήσεων.
Η έλλειψη εμπιστοσύνης προς τον ΟΠΕΚΕΠΕ και το Υπουργείο επιδεινώνει περαιτέρω την κατάσταση, καθώς δεν υπάρχει πλέον η σιγουριά για την έγκαιρη καταβολή των ενισχύσεων.
Η έλλειψη διαφάνειας και σαφήνειας στη διανομή των ενισχύσεων δημιουργεί πλείστα ερωτηματικά, καθώς πολλοί δικαιούχοι αδυνατούν να ελέγξουν την ακρίβεια των πληρωμών και να κατανοήσουν τις παρακρατήσεις.
Το πρόβλημα της υπολειτουργίας του ΟΠΕΚΕΠΕ και της κακής διαχείρισης των πληρωμών αποτυπώνει μια κατάσταση αδιαφορίας και έλλειψης λογοδοσίας, που αφήνει τους αγρότες εκτεθειμένους σε σημαντικές οικονομικές δυσκολίες. Η έλλειψη διορθωτικών ενεργειών και διαφάνειας ενισχύει την αίσθηση παραμέλησης και απογοήτευσης στον αγροτικό κόσμο.
Η ανασφάλεια σχετικά με το ύψος των ενισχύσεων της ΚΑΠ και η απογοήτευση, δεν είναι καλοί σύμβουλοι στη διαπραγμάτευση της τιμής του προϊόντος τους.
Επιπλέον, φέτος, είχαμε εξαιρέσεις από την πληρωμή, λόγω λειτουργίας του συστήματος παρακολούθησης εκτάσεων (monitoring) του ΟΠΕΚΕΠΕ.
Οι παραγωγοί αμφισβητούν έντονα το τηλεσκοπικό σύστημα ελέγχου από δορυφόρους.
Θα ακολουθήσουν, βεβαίως, ενστάσεις.
Πώς γίνεται, όμως, να έχουμε ταυτόχρονα δύο κρατικούς Οργανισμούς που ο ένας αναιρεί τον άλλο;
- ο ΟΠΕΚΕΠΕ, που δεν πληρώνει τους δικαιούχους γιατί εντοπίζει ευρήματα λόγω του συστήματος monitoring και “παγώνει” κάθε διαδικασία πληρωμής,
- ο ΕΛΓΑ που παρακρατάει από τους αγρότες ασφαλιστικές εισφορές για το σύνολο των δηλωθέντων ακινήτων, χωρίς αμφισβήτηση
Επιπροσθέτως, τελειωμό δεν έχουν τα πρόστιμα που επιβάλλονται στον ΟΠΕΚΕΠΕ από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για λόγους κακοδιαχείρισης των προηγούμενων ετών.
Πρόστιμα, που μπορεί να αναστείλουν για άγνωστο χρονικό διάστημα τις πληρωμές των εκατοντάδων εκατομμυρίων επιδοτήσεων που παγίως εισρέουν κατ’ έτος από τα κοινοτικά ταμεία. Χρήματα που χάνονται για την Ελλάδα κάθε χρόνο και επιστρέφουν άθιχτα στα Ταμεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης, όπως τα προγράμματα των ελαιοπαραγωγών ΕΟΦ, που χάθηκαν στο τέλος του 2023. Πάνω από 10 εκ. ευρώ χάθηκαν για τον Έλληνα ελαιοπαραγωγό, στο τέλος του 2023.
Ειδικά για την Κρήτη, το πλήγμα ήταν διπλό γιατί εκτός που χάθηκαν ευρωπαϊκά κονδύλια, το τέλος του 2023, μειώθηκε και ο αριθμός των επιδοτούμενων προγραμμάτων Ε.Ο.Φ. από 53 σε μόνο 30!! Αυτό ήταν το αποτέλεσμα της περήφανης διαπραγμάτευσης ενός Κρητικού Υπουργού.
Όταν θέλει ο ΟΠΕΚΕΠΕ και οι Διοικήσεις του….
Το πιο διάσημο “τρικ” αδιαφάνειας με ρεκόρ σε χρόνια είναι αυτό με τα παράνομα ή και ανύπαρκτα βοσκοτόπια!!! Η αναβίωση με φωτογραφικούς ρυθμούς κυρίως των απατών με βοσκοτόπια χωρίς ζώα, οι οποίες μετά την ύφεσή τους για 18 μήνες το 2022 και 2023, επανήλθαν δριμύτερα μετά την απόφαση της διοίκησης του ΟΠΕΚΕΠΕ να πληρώσει 6.000 δεσμευμένα ΑΦΜ, αλλάζοντας, όπως λέγεται, τις διαδικασίες ελέγχου γι’ αυτόν τον λόγο μέσω τη θεσμοθέτησης συγκεκριμένων διαδικασιών διά των εγκυκλίων, οι οποίες περιέγραφαν τους ελέγχους, εμποδίζοντας την ουσιαστική έρευνα, και με την αξιοποίηση της εσωτερικής πληροφόρησης και πρόσβασή τους στις δυνητικά ελεύθερες εκτάσεις των δημόσιων βοσκοτόπων, καθώς επίσης και των διαφόρων ειδών μητρώων.
Είναι πραγματικά άδικο. Ο ίδιος ο Πρωθυπουργός της χώρας, ο Κυριάκος Μητσοτάκης, να έχει καταφέρει να εξασφαλίσει την περίοδο της διαπραγμάτευσης της νέας Κοινής Αγροτικής Πολιτικής σχεδόν ακέραια τα χρήματα της προγραμματικής περιόδου 19,6 δισεκατομμύρια ευρώ, τη στιγμή μάλιστα που χώρες μεγάλες, όπως η Γερμανία, η Γαλλία υπέστησαν σοβαρότατες μειώσεις και να πανηγυρίζουμε και ορθώς πανηγυρίσαμε τότε για αυτό το αποτέλεσμα της διαπραγμάτευσης, αλλά οι αγρότες μας από τον Οκτώβρη του 2023 και εντεύθεν να μη γνωρίζουν ούτε τι εισπράττουν ούτε τι αναμένουν να εισπράξουν και στο διά ταύτα να πληρώνονται λιγότερα από τα δικαιούμενα των κοινοτικών ενισχύσεων.
Δεν φταίει, λοιπόν, τίποτα σε αυτό ο αγροτικός κόσμος.
Δεν φταίει ούτε η Νέα Δημοκρατία. Και επειδή μου αρέσουν οι καθαρές κουβέντες δεν φταίει η Νέα Δημοκρατία ούτε ο αγροτικός κόσμος να πληρώνει τους μοιραίους χειρισμούς των διοικήσεων του ΟΠΕΚΕΠΕ και των πολιτικά υπόλογων Υπουργών και Γενικών Γραμματέων.
Τι έχει κάνει διαχρονικά το ελληνικό Κράτος για να διασώσει τις τιμές του ελαιοπαραγωγού και τις ενισχύσεις της ΚΑΠ;
Μήπως κάνει ελέγχους για τις αθέμιτες εμπορικές πρακτικές;
Θα ήμασταν πολύ ικανοποιημένοι αν μας ενημέρωνε κάποιος, πόσοι αυτεπάγγελτοι έλεγχοι έχουν γίνει από το 2023 που ενεργοποιήθηκε η αρμόδια Επιτροπή του Υπουργείου Αγροτικής Ανάπτυξης και Τροφίμων, ποια τα συμπεράσματα και τι μέτρα έχει λάβει το αρμόδιο Υπουργείο.
Μήπως έχει απαιτήσει από τους ευρωπαίους εταίρους να γίνονται αυστηρές παρακολουθήσεις κι έλεγχοι στην εισαγωγή ελαιολάδου από τρίτες χώρες, που οδηγούν σε στρέβλωση του ανταγωνισμού των τιμών στην ενιαία ευρωπαϊκή αγορά; Έχει γίνει ποτέ τέτοια διαπραγμάτευση από τους Έλληνες Υπουργούς στην Ευρώπη κατά τα τελευταία χρόνια;
Δεν υπάρχει τέτοια εικόνα.
Αντίθετα, η ενημέρωση που έχουμε είναι ότι, το Κράτος αποφάσισε να ελέγξει τον παραγωγό.
Με το υποχρεωτικό ηλεκτρονικό δελτίο αποστολής από το χωράφι και την απαγόρευση της μεταφοράς του ελαιολάδου με το παραδοσιακό δοχείο 17 λίτρων, χωρίς τα απαραίτητα παραστατικά.
Με βάση το νέο μέτρο που βρίσκεται στο τραπέζι των αρμόδιων υπουργείων, η μεταφορά του λαδιού με τον τενεκέ 17lt θα επιφέρει διοικητικό πρόστιμο έως και 5.000 ευρώ.
Οι ελαιοπαραγωγοί θα πρέπει να συμπληρώσουν ψηφιακό δελτίο αποστολής και δήλωση συγκομιδής, ενώ έπειτα θα είναι υποχρεωμένοι να δηλώνουν τα κιλά ελαιόκαρπου από το χωράφι αλλά και τα λίτρα ελαιολάδου που βγαίνουν από το ελαιοτριβείο.
Ποιο σκοπό εξυπηρετεί αυτή η ηλεκτρονική παρακολούθηση των παραγωγών; Σε τι θα ωφελήσει αυτή η επιπλέον γραφειοκρατική διελκυστίνδα, που σκέφτηκαν οι τεχνοκράτες των Υπουργείων;
Μήπως, για να μπορεί ανά πάσα στιγμή το Κράτος να γνωρίζει την πραγματική ποσότητα ελαιολάδου που έχει παραχθεί;
Μήπως για να είναι εγκαίρως εις γνώση των ιθυνόντων η παραχθείσα και δυνητικά προσφερόμενη ποσότητα ελαιολάδου στην αγορά, ώστε να έχουν το πάνω χέρι οι γνώστες κατά τη διαπραγμάτευση της τιμής του λαδιού με τον παραγωγό;
Σε τι καθεστώς ζούμε άραγε;
Σε καθεστώς διευθυνόμενης οικονομίας και κεντρικού σχεδιασμού;
Σε συνθήκες κρατικού κορπαρατισμού κι ενσωμάτωσης οργανωμένων συμφερόντων στη διαδικασία διακυβέρνησης με προνομιακή θέση συγκεκριμένων ομάδων και δυνατότητα επηρεασμού της υλοποίησης δημόσιας πολιτικής;
To αποτέλεσμα αναμένεται δυσοίωνο αν δεν ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα προστασίας των παραγωγών.
Η καλλιέργεια θα γίνεται ασύμφορη και μη βιώσιμη. Οι περιουσίες θα ξεπουληθούν.
Οι επενδυτές που θα έρθουν θα αλλάξουν όλο το τοπίο στην ελληνική ύπαιθρο και οι ελαιώνες θα αντικατασταθούν από λαμαρίνες παραγωγής ενέργειας.
Και αυτό θα είναι το τέλος της κρητικής επιβίωσης.
Ο αγροτικός τομέας δεν είναι μόνο η ραχοκοκαλιά της ελληνικής οικονομίας, αλλά και η πηγή ζωής για τις αγροτικές περιοχές.
Αν οι αγρότες μας δεν στηριχθούν τώρα, θα αναγκαστούμε να εισάγουμε τα προϊόντα που παράγουμε, εξαρτώμενοι από άλλες χώρες για τα βασικά αγαθά.
Αυτό όχι μόνο θα πλήξει την οικονομία, αλλά θα μας αφήσει χωρίς τη δυνατότητα να θρέψουμε τις επόμενες γενιές. Ειδικά όταν μιλάμε για τη βιωσιμότητα των αγροτικών εκμεταλλεύσεων, κάθε καθυστέρηση μπορεί να σημαίνει καταστροφή.
Η ανάγκη για μια πολιτική που θα δίνει πραγματικές λύσεις, και όχι απλές υποσχέσεις, είναι πιο επιτακτική από ποτέ. Η στήριξη των αγροτών δεν είναι απλώς ζήτημα οικονομικό, αλλά ζήτημα εθνικό.
Αν οι αγρότες μας παραμείνουν αβοήθητοι, το μέλλον της ελληνικής γεωργίας και της χώρας μας θα είναι θολό και αβέβαιο.
Η χώρα μας χρειάζεται άμεσα δράση και αλληλεγγύη, όχι μόνο λόγια. Ας φροντίσουμε για τους ανθρώπους που κρατούν τη γη ζωντανή, για τους ανθρώπους που με τον κόπο τους μας προσφέρουν το φαγητό μας και συντηρούν τις τοπικές κοινωνίες. Αν δεν το κάνουμε τώρα, θα είναι πολύ αργά.
Περιμένουμε από το Υπουργείο να αποσαφηνίσει άμεσα το τοπίο με τις επιδοτήσεις :
- Να δημοσιοποιήσει την αξία των δικαιωμάτων ανά αγρονομική περιφέρεια (Αρόσιμες Εκτάσεις, Μόνιμες Καλλιέργειες, Βοσκότοποι).
- Να δώσει στοιχεία για τα Οικολογικά Σχήματα, τις εκτάσεις που καλύπτουν και τον αριθμό των δικαιούχων.
- Να παρουσιάσει το χρονοδιάγραμμα υλοποίησης των υπολοίπων πληρωμών των άμεσων ενισχύσεων για το 2024.
- Να εξηγήσει πώς σκοπεύει να κατανεμηθούν τα αδιάθετα δικαιώματα και πόροι.
- Να υπάρξει νέο οικολογικό σχήμα, με την ονομασία «κλάδεμα ανανέωσης» για την οικονομική στήριξη των αγροτών, ώστε να μπορέσουν οι αγρότες να σώσουν τους ελαιώνες τους αλλά και να γίνουν και πάλι παραγωγικοί, μετά από χρονικό διάστημα τριών ετών.
- Να εντάξει την Κρήτη στις δράσεις προστασίας νησιωτικής πολιτικής.
- Να γίνει η Κρήτη ειδική αγρονομική περιφέρεια ελαιολάδου και ελιάς
- Να ενισχύσει το βήμα διαλόγου με τους εκπροσώπους των παραγωγών στην νέα προγραμματική περίοδο.
- Η επιδότηση να δίνεται στην παραγωγή και όχι στα ιστορικά δικαιώματα
Δεν είναι θέμα πολιτικής αντιπαράθεσης. Ο πρωτογενής τομέας είναι ένας σταθερός και παραγωγικός χώρος. Συμβάλλει αδιανόητα σημαντικά στην κοινωνική συνοχή της χώρας και πρέπει να τον αντιμετωπίζουμε με μια ολιστική προσέγγιση ανεξαρτήτως κομμάτων και χρωμάτων.
ΝΙΚΟΣ ΑΝΤΩΝΑΚΑΚΗΣ