Ήταν παραμονές των Φώτων, ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος, το γεναριάτικο φεγγάρι έχυνε περίσσιο τ’ ασήμι του πάνω στην ήρεμη θάλασσα ενώ η παγωνιά σου περόνιαζε το κορμί κατά την ρουμελιώτικη έκφραση. Τα γύρω βουνά του μικρού χωριού που βρίσκεται σκαρφαλωμένο σε μιαν απότομη πλαγιά της πεντάμορφης Όθρυς, δεν είχαν πολύ χιόνι πάνω τους και από την λάμψη του ολόγιομου φεγγαριού έλαμπαν πολύ περισσότερο από τις άλλες νυχτιές που ειλικρινά όταν το έβλεπε κάποιος του μάγευε την ψυχή. Ο δε καπνός που αναδύονταν από τις καμινάδες των σπιτιών του χωριού αλλά και από τα κονάκια των τσοπαναραίων που ήταν γύρω του, πρόδιδε ότι όλα τα τζάκια ήταν αναμμένα ζεσταίνοντας με την φωτιά τους οικείους τους. Ήταν χαρά Θεού.
Κανένας άνθρωπος δεν κυκλοφορούσε στα στενά σοκάκια του μικρού χωριού, ενώ το φως από τις μικρές πετρελαιόλαμπες δραπέτευε από τις όποιες χαραμάδες εύρισκε στις πόρτες ή από τα παράθυρα και ξεχύνονταν προς όλες τις κατευθύνσεις. Τα αστέρια ψηλά στον καθαρό ουρανό τρεμόπαιζαν αλλά ποτέ δεν λιγόστευε το χρυσαφένιο τους φως. Μόνο λίγα στον αριθμό αδέσποτα σκυλιά ούρλιαζαν τριγυρνώντας εδώ κι εκεί, ταράζοντας με το κλάμα τους την απόκοσμη σιγαλιά της χειμωνιάτικης κείνης νύχτας.
Το μικρό καφενείο, που σε αυτό συνασσόντανε οι μόνιμοι θαμώνες του οι χωριανοί από το απόβραδο σχεδόν καθημερινά, κείνη την βραδιά είχε αδειάσει από πολύ νωρίς ενώ το γλυκό θρόισμα των αειθαλών δέντρων ακούονταν σαν ουράνια σιγανή μουσική.
Όλα έδειχναν ότι δεν θα άλλαζε τίποτα την επόμενη μέρα, ανήμερα των Φώτων, από της περασμένης χρονιάς τα Φώτα, που όλοι την περίμεναν με λαχτάρα να ξημερώσει ο Θεός να φανούν τα ρόδα της αυγούλας και σιγά – σιγά να ετοιμαστούν να πάνε στην εκκλησία όπως αυτό γινόταν κάθε χρόνο στο μικρό κι απόμερο κείνο χωριό. Αλήθεια, πόσο διαφορετικά περνούσαν αυτές οι χρονιάρες μέρες απ’ ότι περνούν σήμερα! Κείνες τις όμορφες μεταπολεμικές εποχές, ανήμερα των Φώτων, οι νοικοκυρές πήγαιναν αμέσως μετά τη λειτουργία στα σπίτια τους, βιαστικές, να περιμένουν όρθιες στην αυλόπορτα να έρθει ο παπάς να διώξει με την αγιαστούρα του και το θυμίαμα από το θυμιατό τους καλικάντζαρους, να αφήσουν επιτέλους άφοβα για λίγο ξεσκέπαστη την κατσαρόλα με το φαγητό, γιατί ήξεραν ότι δεν υπάρχει ο κίνδυνος να κατουρίσουν μέσα οι καλικάντζαροι, γιατί αυτό πίστευαν ότι έκαναν. Αν έβρισκαν ανοιχτή την κατσαρόλα δεν έχαναν καιρό και εφόσον γέμιζαν τα τριχωτά πόδια τους και τα μακριά χέρια τους με στάχτες ανέβαιναν στην καπνοδόχο και κατούραγαν μέσα, γιομίζοντας συγχρόνως το φαγητό με στάχτες και με μαύρα σβησμένα κάρβουνα. Όμορφες δοξασίες της ελληνικής φαντασίας και υπέροχα ήθη και έθιμα.
Δυστυχώς σήμερα τα χωριά μας ρήμαξαν. Λίγοι κάτοικοί τους έχουν απομείνει και οι πιο πολλοί απ’ αυτούς είναι γέροντες, που και να θέλουν να διατηρήσουν ζωντανή την πολιτιστική μας κληρονομιά δεν μπορούν. Τέλος πάντων.
Τώρα, όταν ξημέρωσε ο Θεός κι άρχισαν σιγά – σιγά να μαζεύονται στην εκκλησία οι χωριανοί, κάποιοι παρατήρησαν πως ο μπάρμπα Χρήστος δεν έλεγε να εμφανιστεί στην πόρτα της εκκλησίας κι άρχισαν να ανησυχούν. Ο μπάρμπα Χρήστος ήταν αυτοδίδαχτος χτίστης στο επάγγελμα, ξενόφερτος, που μήτε και κείνος δεν γνώριζε ακριβώς από που ήταν οι ρίζες της οικογένειας του κι αυτό γιατί ο παππούς του – έτσι έλεγαν – καταδιωκόμενος από κάποιους συγχωριανούς του για ένα φονικό που είχε διαπράξει κάπου στα βάθη της Ανατολής, πήρε των ομματιών του κι ύστερα από χίλιες μύριες ταλαιπωρίες στρέχιασε σε κείνο το μικρό χωριό, που εκεί έκανε οικογένεια και συγκεκριμένα μια κόρη είχε αποκτήσει το ζευγάρι, που στην γέννα της πέθανε η γυναίκα του, την μεγάλωσε όμως ο κύρης της, ο πατέρας της, με χίλια βάσανα και με πολλές στερήσεις και κάτω από αντίξοες συνθήκες. Τέλος την πάντρεψε με έναν μικροπωλητή κι απόκτησαν τον κυρ Χρήστο, που έπειτα από λίγο καιρό ο πατέρας του έφυγε από το χωριό αφήνοντας έγκυος την γυναίκα του και μητέρα του Χρήστου που δεν έμελλε να γυρίσει ποτέ πίσω.
Δεν είχαν όμως τελειώσει τα βάσανα του δύστυχου Χρήστου. Από άγνωστη αιτία η μητέρα του πήρε το στρατί που δεν έχει γυρισμό κι έμεινε ο δόλιος ο Χρήστης πεντάρφανος, μόλις που είχε δρασκελίσει το κατώφλι των δέκα του χρόνων, μιας πικραμένης μέχρι τότε ζωής. Οι χωριανοί όμως δεν το άφησαν το ορφανό στο έλεος της ορφάνιας του και της κακιάς μοίρας του. Όλοι του συμπαραστάθηκαν, τον αγκάλιασαν με πολύ αγάπη κι έτσι ο δόλιος ο Χρήστος ένιωθε πως κι αν ήταν ορφανός γύρω του είχε πολλούς ανθρώπους που τον φρόντιζαν ο καθένας με τον δικό του τρόπο και έτσι σιγά – σιγά κι όσο ο καιρός περνούσε, ο πόνος από την πληγή που του είχε ανοίξει στην τρυφερή καρδούλα του το ανελέητο σπαθί του μαύρου καβαλάρη άρχισε να απαγαδιάζει και κάπου – κάπου ακτινόλαμπε ένα γλυκό χαμόγελο στα χείλη του. Η πληγή όμως δεν έμελλε να κλείσει ποτέ. Αποζητούσε τους γονείς του, ειδικότερα τις χρονιάρες μέρες όπως είναι τα Χριστούγεννα, τα Θεοφάνια, η Πρωτοχρονιά, το Πάσχα και άλλες, κι ενώ όλα τα παιδιά της ηλικίας του έπαιζαν και χαιρότανε αυτές τις άγιες μέρες εκείνος κλεινότανε στην μικρή του παράγκα και έκλαιγε πικρά.
Έτσι κάπως πέρασαν τα χρόνια κι ο Χρήστος ανδρώθηκε, ορφανός αλλά πάρα πολύ συνεσταλμένος και ευγενικός. Οι χωριανοί δε και σωτήρες του δεν τον άφηναν ποτέ στο έλεος της μαυροφόρας τύχης του και στις δουλειές τους τον έπαιρναν και στο θέρος πήγαινε κι όπου τον ζητούσαν πήγαινε αγόγγυστα και με τα μικροκουτσμανάλια που έκανε εξοικονομούσε τα προς το ζην. Κουτσμανάλια σημαίνει στην ρουμελιώτικη διάλεκτο μικροδουλειές ή αλλιώς μερεμέτια. Και τα κεραμίδια των σπιτιών των χωριανών έστρωνε και πηγάδια άνοιγε και κοτέτσια έχτιζε και ξερολιθιές έφτιαχνε ώστε η βροχή να μην παρασέρνει το χώμα από τα χωράφια, κι ένα σωρό άλλες δουλειές έκανε
Ο δόλιος ο Χρήστος όμως είχε κι εκείνος ένα μικρό ελάττωμα. Έπινε λίγο παραπάνω από το επιτρεπόμενο και τσίπουρο και κρασί, που άφθονο παρήγαγε η ζείδωρη γη του πεντάμορφου κείνου χωριού και πολλές φορές δεν εύρισκε το δρόμο να γυρίσει στην παράγκα του και τον ξύπναγε η δροσούλα της αυγής λίγο πιο μακριά από την ζεστή παραγκούλα του. Ο σκύλος του δε, δεν τον αποχωριζότανε ποτέ. Ήταν η μόνη του συντροφιά και ο πιο πιστός φίλος του. Όπου κι αν πήγαινε εκείνος ήταν στο πλάι του.
Τώρα, όταν οι χωριανοί διαπίστωσαν ότι εκείνα τα Θεοφάνια δεν πήγε στην εκκλησία όπως έκανε κάθε Κυριακή και τις γιορτές, ανησύχησαν όπως προαναφέρω και ανήσυχοι ορισμένοι χωριανοί πήραν τη στράτα που θα τους έβγαζε στην παράγκα του να δούνε τι απέγινε ο Χρήστος τους, έτσι τον αποκαλούσαν, ‘’ο Χρήστος μας’’. Δεν πρόλαβαν όμως να αποφτάσουν στην παράγκα του και είδαν τον σκύλο του να είναι κουλουριασμένος πάνω στο παγωμένο χιόνι και αμέσως κατάλαβαν τι είχε συμβεί. Όταν πλησίασαν πολύ κοντά, δυστυχώς τον είδαν το δόλιο το Χρήστο σχεδόν όλο σκεπασμένο με το κρουσταλλιασμένο χιόνι, με το πρόσωπό του μελανιασμένο, ασάλευτο και ξυλιασμένο.
Τέλος, οι χωριανοί τον συνόδευσαν στην τελευταία του κατοικία με μάτια που στάλαζαν πικρά δάκρυα, ενώ πολλοί έλεγαν πως τον λυπήθηκε ο Θεός και τον λύτρωσε ίσως από τα χειρότερα που η μοναξιά φέρνει στον άνθρωπο και τα αναπόφευκτα γεράματα. Στα εννιάμερα δε, όταν κάποιες γειτόνισσες πήγαν να του ανάψουν το καντηλάκι του έκπληκτες είδαν πλάι στο μνήμα του, κουλουριασμένο κι ασάλευτο τον πιο πιστό φίλο του ανθρώπου, τον σκύλο του.
Δημήτρης Κ. Τυραϊδής
συγγραφέας – ποιητής
μέλος της Παγκοσμίου Ενώσεως Ελλήνων Λογοτεχνών,
μέλος των Πνευματικών Δημιουργών νομού Χανίων
και άλλων πολλών πολιτιστικών συλλόγων