Καλτ, τρας, όπως κι αν πεις τις ταινίες του αξέχαστου ηθοποιού, το γεγονός ότι ήταν συνυφασμένες με τον τόπο μας και την αισθητική του παραμένει.
Τι άλλο παραμένει; Το γεγονός πως γελάς κάθε φορά που θα σκοντάψεις πάνω τους. Και γελάς αβίαστα, γνήσια, περιμένοντας τις ατάκες που θυμάσαι ακόμα. Ατάκες που έγραψαν ιστορία, καμιά αμφιβολία.
Οι εποχές που περνούσες εξάλλου καθημερινά από το βιντεοκλάμπ της γειτονιάς για να ρωτήσεις αν ήρθε το «Ράκος 14» ή το «Πέστα Βρωμόστομε» είναι μεν μακριά, όχι όμως όσο θα θέλαμε.
Και τι δεν έκανε ο Ψάλτης βέβαια γι’ αυτές τις ταινίες! Ένας άνθρωπος-ορχήστρα, έπαιρνε το πράγμα πάνω του και το πήγαινε εκεί που το σενάριο (ή μάλλον η έλλειψή του) δεν είχε ποτέ φανταστεί.
Αυτή ήταν η αλάθητη συνταγή που έκανε αυτές τις ταινίες τόσο πετυχημένες στα 80s, πως είχαν τον Ψάλτη στο καστ. Ή, σωστότερα, πως ήταν ταινίες του Ψάλτη. Και όλοι ήξεραν τι σήμαινε αυτό. Ποια υπόθεση και ποια πλοκή; Όλα ερχόταν αναγκαστικά δεύτερα και καταϊδρωμένα όταν μιλούσαμε για Ψάλτη.
Ίσως έφταιγε πως ο Στάθης δεν ήταν καθόλου μικρό υποκριτικό μέγεθος. Υπό άλλες συνθήκες και με άλλες προοπτικές, θα ήταν ένας από τους κορυφαίους ευρωπαίους κωμικούς της γενιάς του. Έπαιζε όμως σε βιντεοκασέτες. Ή, πιο σωστά, σε φιλμ που είχαν την αισθητική, τον ερασιτεχνισμό και την αρπαχτή της βιντεοταινίας.
Στα βιντεοκλάμπ τον γνωρίσαμε εξάλλου και εκεί τον αγαπήσαμε. Στο σαλόνι μας, ως ένα ασταμάτητο μοτεράκι ατάκας. Ως έναν μαέστρο της φαρσοκωμωδίας που έπαιρνε σβάρνα ρόλους και μεταμφιέσεις, παραμένοντας ωστόσο πάντα ο ίδιος.
Και μάγευε είναι η αλήθεια με το «βρόμικο» στόμα του, τις βωμολοχίες που ακούγονταν δυνατά πια στους μικρούς δέκτες των σπιτιών μιας κοινωνίας που έβγαινε σιγά-σιγά από τον πουριτανισμό και τη σεμνοτυφία των προηγούμενων δεκαετιών.
Αριστοφανικός σε όλα του, τα κανάλια που έπαιζαν αργότερα τις ταινίες του τα απογεύματα αναγκάζονταν να πετσοκόβουν τις αθυρόστομες ατάκες και τα σεξουαλικά υπονοούμενά του (βάζοντας ακόμα και μωσαϊκό στις χειρονομίες του!), γεννώντας άλλο ένα φαινόμενο της σύγχρονης νεοελληνικής τηλεόρασης.
«Είμαι τελειόφοιτος Δημοτικού, τα γράμματα δεν τα έπαιρνα, αλλά έπαιρνα τις δασκάλες», έλεγε στα «Καμάκια» του το 1981, μια ατάκα που δεν ακούστηκε ποτέ στην ελληνική TV. Είμαστε για τέτοια;
Ο Ψάλτης του γέλιου, ο Ψάλτης της γκριμάτσας, ο Ψάλτης της μεταμφίεσης. Η ψιλόλιγνη, σχεδόν καχεκτική αυτή φιγούρα κατάφερε να κάνει την επανάληψη μιας ταινίας ακόμα καλύτερη και από την πρώτη φορά. Ως ένοχη απόλαυση. Έστω και ως ταινία που αγαπάς να μισείς.
Φτηνές ως παραγωγές μπορεί, φτηνές ως πρόθεση όμως δεν ήταν ποτέ οι ταινίες του. Καθώς πάντα μιλούσε για όλους και για όλα η αέρινη αυτή μορφή με την τσιριχτή φωνή και την αστείρευτη ενέργεια ενός Βέγγου. Ο Ψάλτης είναι μια καλή πτυχή του σύγχρονου ελληνικού κινηματογράφου και να γιατί…
Σε σενάριο Λάκη Μιχαηλίδη, από αυτά που συνήθως διόρθωνε ο Ψάλτης πριν τα γυρίσματα, η ταινία του Γιάννη Χαρτοματζίδη που έμεινε γνωστή ως «Ο αρχιψεύταρος» ήταν άλλο ένα one-man show του αστείρευτου κωμικού. Εδώ υποδύεται έναν πλούσιο ηλικιωμένο που πέρασε μια ζωή με ψέματα και σκοπεύει να σκαρώσει μια τελευταία φάρσα: τον θάνατό του.
Για ποιον λόγο; Μα για να μην πληρώσει την Εφορία! Ηθογραφική ξανά και εξαιρετικά διεισδυτική, η κινηματογραφική ταινία της Γιώργος Καραγιάννης και ΣΙΑ βρήκε τον Ψάλτη σε μεγάλες φόρμες, να διατρέχει είδη και τάσεις και να παρωδεί την ελληνική κοινωνία και την έφεσή της στην κομπίνα, τη ρεμούλα και τη φοροδιαφυγή.
Στα «ψιλά» του φιλμ, θυμηθείτε πώς σβήνει ο Πίπης Παρλαπίπης τη φωτιά που έπιασαν τα άχυρα από το σπίρτο που πέταξε. Και θυμηθείτε και τους συγγενείς του τι είναι διατεθειμένοι να κάνουν για να βάλουν στο χέρι την περιουσία του. Σας θυμίζει κάτι;
«Βασικά καλησπέρα σας» (1982)
Πιο αυθεντική εϊτίλα δύσκολα θα βρεις! Ό,τι ήταν, σήμαιναν και αντικατόπτριζαν τα τιμημένα 80s είναι αυτή εδώ η ταινία. Οι κόντρες των Ράδιο Καψούρα και Ράδιο 69, της ελληνικής λαϊκής και της ξένης ροκ μουσικής δηλαδή, δεν είναι παρά μια μετωνυμία για τη μάχη της παράδοσης με την ξενόφερτη παγκοσμιοποίηση. Διά χειρός Στάθη Ψάλτη!
Πέρα από τον μεγάλο έρωτα που ανοίγεται μπροστά μας και κάνει τελικά το θαύμα του, τα μάτια και τα αυτιά κλέβει αβίαστα ο Ψάλτης με τον δικό του, αν και ανεκπλήρωτο έρωτα, για την Κούλα. Τις ατάκες που εκτόξευε από τα πειρατικά ερτζιανά τις θυμόμαστε όλοι, αλίμονο!
Αυθεντικό παιδί της γενιάς τους, οι «Ραδιοπειρατές» (εναλλακτικός τίτλος) του Γιάννη Δαλιανίδη παραμένουν τυπικό δείγμα 80s βιντεοαισθητικής, μόνο που είχαν τον Ψάλτη στο καστ, τι να κάνουμε; Μιλάμε άλλωστε για εποχές που η καψούρα ήταν το εθνικό μας σπορ και κανείς δεν την ενσάρκωνε πιο σπαρακτικά από τον ψηλό ξερακιανό.
Ο οποίος έβρισκε ακόμα και στην απόλυτη καταστροφή την όρεξη για πλάκα. Όταν η Κούλα τού εκμυστηρεύεται πως τον χρησιμοποίησε στεγνά, ο καταρρακωμένος Στάθης λέει εκείνο το αμίμητο «Στενοχωρέθηκα, πάω να φάω ένα σουβλάκι με τζατζίκι»!
Σουρεαλισμός στην πράξη από μια ταινία που σήκωσε στις πλάτες του ο αεικίνητος αυτός σίφουνας και την έστειλε στα ουράνια του ελληνικού καλτ. Αλλά και στα 253.000 εισιτήρια, κάνοντάς τη την τρίτη εμπορικότερη κινηματογραφική ταινία της χρονιάς…
To box office και της επόμενης χρονιάς ανήκει αναγκαστικά στο μηχανάκι γέλιου που άκουγε στο όνομα Στάθης Ψάλτης. Μόνο που με το φιλμ του Γιάννη Δαλιανίδη άγγιξε πρωτιά με εκείνα τα 222.000 εισιτήρια! Σε σενάριο του σκηνοθέτη που πείραξε ξανά ο Ψάλτης (αν και δεν θα δεις πουθενά το όνομά του στο σενάριο) και με τους μόνιμους συνεργάτες του να τον πλαισιώνουν, εδώ είναι η «αλητεία» των 80s που τίθεται στο προσκήνιο.
Ο Στάθης αγαπά τις μοτοσικλέτες και τίποτα άλλο. Ούτε δουλειά, ούτε καριέρα, ούτε προκοπή. Όχι ότι η τρελέγκω η αδερφή του είναι καλύτερη που ξημεροβραδιάζεται στα κλαμπ. Ή ο αδερφός του, άρρωστος ροκάκιας αυτός. Ο Στάθης χάνει τη μια δουλειά πίσω από την άλλη, χάνει και το κορίτσι του στο τέλος. Μόνο που ο από μηχανής θεός, η μάνα του, θα του αγοράσει στο τέλος τη χιλιάρα που ονειρεύεται. Ελλαδάρα!
Ω ναι, άλλη μια χαζομαρίτσα των 80s που κατάφερε να θρονιάσει στις μνήμες μας ο αστείρευτος Ψάλτης. Ο οποίος ανατέμνει ξανά τη νεοελληνική κοινωνία και το κυνήγι του εύκολου χρήματος (κληρονομιές και κομπίνες) για να δικαιωθεί ο καταναλωτικός πολιτισμός που αναδύεται ολοταχώς.
Στα «συν», το βλάσφημο σήμερα χιούμορ με τη γεμάτη έρωτα για κείνον Βέτα Μπετίνη, που προσπαθεί να τον στριμώξει σεξουαλικώς σε όλο το φιλμ. Και όταν τελικά το έκανε, ο Ψάλτης λιποθύμησε στα γυρίσματα. Πραγματική ιστορία αυτή, την εξομολογήθηκε ο ίδιος ο κωμικός, ότι έχασε τις αισθήσεις του όταν η Μπετίνη κάθισε πάνω του…
Άλλη μια προσωπική εισπρακτική επιτυχία του Ψάλτη και λιγότερο όλων των άλλων για ακόμα ένα φιλμ που γυρίστηκε στο πόδι, εδώ ο Στάθης έβαλε το χεράκι του στο σενάριο του Γιώργου Μυλωνά για να γίνει πιο κοινωνικό το φιλμ. Και έγινε. Τόσο που παραμένει ακόμα και σήμερα επίκαιρο.
Τι μας λέει εδώ ο Ψάλτης; Πως το πτυχίο που θεωρούνταν στα 80s η πανάκεια όλων των νεανικών δεινών δεν εξασφαλίζει χαρισάμενη εργασιακή ζωή. Ίσα-ίσα. Ο ήρωάς του Λέων Στάθης συνειδητοποιεί πως για να ανοίξουν όλες αυτές οι κλειστές πόρτες χρειάζεται «μέσο». Μετά θα μπλέξει βέβαια με μια σπείρα που κλέβει μηχανές και θα πάει αλλού το πράγμα, χωρίς να ξεμακρύνει ωστόσο από την οξεία κοινωνική κριτική.
Αν πρέπει να το πούμε, είναι άλλο ένα φιλμ του Ψάλτη που είναι από την αρχή ως το τέλος μια ατάκα! Μια ασταμάτητη και χαριτωμένη φλυαρία που βασίζεται εξολοκλήρου στους πειραματισμούς του ηθοποιού.
Ο άνεργος πτυχιούχος του θα φάει πολλές συνειδησιακές σφαλιάρες, θα παραμείνει ωστόσο όσο αστείος και τρελός χρειάζεται για να μη χάσει τα λογικά του απέναντι σε μια κοινωνία που κραυγάζει για αξιοκρατία, δεν τη θέλει όμως καθόλου…
Στη δεύτερη θέση του ελληνικού box office της χρονιάς του 1985 συναντάμε αυτή τη θεότρελη φαρσοκωμωδία του Ψάλτη, με τους μόνιμους συνεργάτες του στο συνεργείο (Χαρτοματζίδης και Μιχαηλίδης) και το καστ. Ο Ψάλτης κόβει πάνω από 210.000 εισιτήρια μόνο σε Αθήνα και Πειραιά προσφέροντας ξανά το γέλιο σε μικρούς και μεγάλους.
Για το «τρελόχαρτο» εδώ ο λόγος, που θεωρούνταν άλλοτε ότι απλοποιούσε πράγματα και καταστάσεις. Με ένα τέτοιο χαρτί στα χέρια από άσυλο φρενοβλαβών, ο πτυχιούχος άνεργος Μιχάλης Βίδας (Ψάλτης) εκμεταλλεύεται την κατάσταση για να τρυπώσει σε μια εταιρία και να φέρει σε μετωπική Καίτη Φίνου και Τέτα Ντούζου για τα μάτια του.
Η νεανική ανεργία ξανά στο προσκήνιο, αλλά και η εφευρετικότητα που καλούν οι χαλεποί καιροί. Ένας Ψάλτης ξανά βγαλμένος από σουρεαλιστικό ποίημα, ένα κινούμενο θέατρο του παραλόγου που σώζει την επιχείρηση με την καθαρή τρέλα που κουβαλά. Εντός και εκτός ταινίας, αναμφίβολα.
Μια από αυτές τις χαρακτηριστικές ταινίες του ψηλού που είτε θα αγαπήσεις είτε θα μισήσεις. Και κρίνοντας από την ιστορία, ίσως αγαπήσεις να μισείς…
ΠΗΓΗ: newsbeast.gr