Tα χρόνια τα παλιά στην Κρήτη οι γυναίκες που περίμεναν παιδί δεν είχαν προνομιακή μεταχείριση. Καθώς δεν ήξεραν πότε ακριβώς θα γεννούσαν, συχνά δούλευαν μέχρι την τελευταία ημέρα και δεν ήταν λίγα τα περιστατικά που η γέννα γινόταν στα χωράφια…
Στις υπόλοιπες περιπτώσεις η γέννα γινόταν στο σπίτι με παρόντες συγγενείς και φίλους. Βασικό ρόλο στην διαδικασία του τοκετού, εκτός από τη μαμή, είχαν οι γυναίκες που διάβαζαν την προσευχή του Άγιου Κυπριανού, όση ώρα κοιλοπονούσε η γυναίκα!
Για όλα αυτά μας μιλάει σήμερα ο λαογράφος Γεώργιος Χουστουλάκης, με πληροφορίες που συγκέντρωσε από τρεις παλιές γυναίκες του χωριού Γαλιά Μεσαράς: Από την 87χρονη πρεσβυτέρα Ευαγγελία Χουστουλάκη, την 77χρονη δασκάλα Βασιλεία Μαρκάκη – Σταυρακάκη και την 86χρονη Αντριάνη Μαρκάκη – Γιαννάκη.
Με τη βοήθειά τους ο κ. Χουστουλάκης κατέγραψε επίσης τους πρώτους γιατρούς της Μεσαράς και τις πρακτικές μαίες της Γαλιάς…
Διαβάζουμε το πολύ ενδιαφέρον άρθρο:
Η γέννα στην εξοχή: Έκοβαν μόνες τους τον ομφάλιο λώρο!
Έχουμε πολλές και διαφορετικές μαρτυρίες, το πώς γεννούσαν οι γυναίκες παλιά, και αυτές διέφεραν από χωριό σε χωριό στην Κρήτη. Πολλές φορές οι «βαρεμένες» γυναίκες, όπως λέγανε τις έγκυες, δούλευαν μέχρι την τελευταία στιγμή και δεν γνώριζαν την ακριβή ημέρα γέννας. Έτσι, πολλές φορές γεννούσαν στα χωράφια ή ακόμα και στο δρόμο, επιστρέφοντας από το χωράφι για το σπίτι! Όλες ή οι περισσότερες γεννούσαν σαν τα ζώα, μια και έκαναν συνήθως πολλά παιδιά, καμιά φορά και πάνω από δέκα, και έτσι είχαν εξοικειωθεί στις διαδικασίες!
«Όσα ήθελε ο Θεός να πέψει, καλοδεχούμενα!» έλεγαν τότε, αφού δεν υπήρχαν μέτρα προστασίας από ανεπιθύμητες εγκυμοσύνες!
Γνώριζαν όμως, πώς και από πού να κόψουν μόνες τους τον ομφάλιο λώρο, να περιμένουν μέχρι να βγει και το ύστερο, ακόμα κι δεν θα είχαν καμία βοήθεια.
Γνώριζαν τουλάχιστον να κάμουν κάποια στοιχειώδη πράγματα, πώς να πλυθούν και να ταχτοποιήσουν και να φροντίσουν μόνες τους το νεογέννητο.
Δυστυχώς, όμως, η γέννα στα χωράφια, δεν είχε και πολλές δυνατότητες και γι’ αυτό και οι θάνατοι ήταν συχνότεροι μωρού και λεχώνας στα χωράφια, παρά στο σπίτι, με τη βοήθεια έστω της πραχτικιάς μαμής. Το σίγουρο ήταν, πως ποτέ δεν πέταγαν το ύστερο, είτε στα χωράφια γεννούσαν, είτε στο σπίτι, το θεωρούσαν κακό να τον φάνε τα σκυλιά ή τα όρνεα και έτσι πάντα το έθαβαν στη γη.
Γέννα σε… ξεπατωμένη καρέκλα!
Οι μανάδες της εποχής του 18ου αιώνα, όσες γεννούσαν στο σπίτι, τηρούσαν κάποιες διαδικασίες, οι οποίες εγκαταλείφθηκαν με τον καιρό, ως μη αποτελεσματικές βάσει σχετικών μαρτυριών!
Έχουν δοκιμαστεί διάφορες μέθοδοι τον 18ο αιώνα, όπως η γέννα σε καρέκλα που ήταν ξεπατωμένη (τρύπια), και η μαμή έπαιρνε το μωρό από κάτω! Δεν πέρασε η μέθοδος στον επόμενο αιώνα γιατί εγκαταλείφτηκε. Ήταν και η μέθοδος, που ήθελε τη λεχώνα να είναι καθιστή πάνω σε μια μπάλα άχυρα ή σε σακιά με άχυρα, σε στάση γέννας. Δεν ήταν όμως δυνατόν, να παραμείνουν για πολύ τέτοιες μέθοδοι και επεκράτησε τελικά, η γυναίκα να γεννά καθιστή στο κρεβάτι ή ξαπλωμένη ανάσκελα, με μαξιλάρια στη πλάτη.
Όλοι παρόντες την ώρα της γέννας!
Στις γέννες στο σπίτι, θεωρείτο ιδιαίτερη τιμή να παρευρίσκονται για συμπαράσταση την ώρα της γέννας, συγγενείς, και κυρίως «οι πρώτες θειάδες», αλλά και γειτόνισσες.
Υπήρχε λοιπόν μάζωξη γενικά στο σπίτι, από αδέρφια, πρώτα ξαδέρφια, πρώτοι μπαρμπάδες αλλά και οι γειτόνοι, που συμπαραστέκονται και στον μέλλοντα πατέρα! Κάθε που θα λα μπει μια θεία μέσα που ήταν όλες μαζεμένες, έλεγε:
-Η Παναγία γέννησε! Εμείς, ήντα ποκάμαμε?
-Εδά πολεμούμε και μείς! Απαντούσαν οι άλλες μέσα.
Όπως στη φύση ο όφις γεννούσε με τον πιο εύκολο τρόπο και γρήγορα, έτσι ευχόταν και στη λεχώνα: «Σαν τα σερνούμενα στη γη, ετσά να ελευθερωθεί κι αυτή!» Έλεγαν συχνά στις ευχές τους. Ο χώρος που θα γεννούσε η λεχώνα, ήταν συνήθως ένα μικρό τετράγωνο δωμάτιο, δεν χωρούσε και πολλούς. Άνδρας δεν υπήρχε πάντως στο δωμάτιο κανένας, ακόμα ούτε ο ίδιος ο σύζυγος!
Μάλιστα καμιά φορά, επικρατούσε και το εξής αστείο: Για τιμωρία του δήθεν του συζύγου, που έκανε τη γυναίκα του να πονάει και να βογκάει, για τιμωρία του, και αυτό είναι αληθινό, έλεγαν:
-Βγάλετέ του μωρέ του αχαίρευτου, τα στιβάνια του έξω από την πόρτα!
Όταν όμως «επογεννούσε με το καλό», η γυναίκα τους έλεγε:
-Ε, αμέτε δα να βάλετε τα στιβάνια του μέσα, μα τον άνδρα μου εγώ τον ε ξαναθέλω, γιατί θα μου ξαναχρειαστεί!
Διάβαζαν την προσευχή του Αγίου Κυπριανού!
Η πραχτική μαμή τότε, αναλάμβανε τις πιο πολλές φορές με επιτυχία να τα φέρει όλα σε πέρας. Να βγάλει γερό το παιδί, λόγω μεγάλης εμπειρίας, και γνώσεων πού έμαθε κι εκείνη από άλλη μαμή.
Συνήθιζαν τότε, μέχρι τη στιγμή που θα γεννήσει η λεχώνα, να παρευρίσκονται και άλλες θρησκευόμενες γυναίκες, και να διαβάζουν την προσευχή του Άγιου Κυπριανού, να πάνε όλα καλά, και για τη λεχώνα και για το μωρό, διότι ερχόταν σε κάποιο κίνδυνο.
Eπειδή τότε δεν υπήρχαν φάρμακα, ούτε ενέσεις, ούτε παυσίπονα, η λεχώνα είχε αφόρητους πόνους, και καμιά φορά από τις οδύνες του τοκετού ούρλιαζε δυνατά και ακουγόταν από μακριά!
-Αφήστε με μωρέ, δεν αντέχω! Αφήστε με να πάρω τα βουνά! Και άλλες παρόμοιες φράσεις.
Το γυναικείο σόι όλο ενώ περίμενε μέσα, οι άνδρες έξω έπιναν καμιά ρακή και να ευχηθούν να γεννηθεί με το καλό «εφτάγερο το κοπέλι», και δεν άφηναν να πλησιάσει κανένα παιδί, αγόρι η κορίτσι στο δωμάτιο της λεχώνας, τη στιγμή της γέννας!
Ειδικά δεν άφηναν κανένα παιδί να πλησιάσει, αν ήταν καλοκαίρι, που η λεχώνα ήταν σκεπασμένη ελαφρά, με ένα μονάχα σεντονάκι.
Μαίες ξεγεννούσαν ακόμα και παιδιά που ερχόταν ανάποδα!
Η έμπειρη μαμή, ήξερε περίπου και πότε θα γεννήσει η κάθε μια. Κατά τη στιγμή της γέννας, είχε σκεπάσει τη λεχώνα, και κάτω από το σεντόνι, έκανε διακριτικά τη δουλειά της, χωρίς να βλέπουν οι άλλες γυναίκες.
Μια καλή πραχτικιά, μπορούσε να βγάλει το παιδί, ακόμα κι αν ήταν ανάποδα! Κάποιες γεννούσαν πολύ εύκολα, αλλά κάποιες άλλες κοιλοπονούσαν και δύο μέρες μέχρι να καταφέρουν γεννήσουν.
Εν όσο γεννούσε, οι άλλες γυναίκες έλεγαν: “Ω Παναγία Δέσποινα και ελευθέρωσέ τηνε!” ή “Ω Παναγία μου και λευτέρωσέ τηνε!” Όταν γεννιόταν το μωρό, κι ακουγόταν το κλάμα του, όλοι επευφημούσαν από χαρά, κι αν ήταν και αγόρι, έξω ακουγόταν και αρκετές τουφεκιές!
Αλατόνερο για καλές μυρωδιές!
Αφού η γέννα πήγαινε κατ’ ευχή, και ελευθερώνονταν η λεχώνα, η μαμή έδινε τις διαταγές για τα υπόλοιπα. Ζέσταιναν νερό και έριχναν μέσα και αλάτι. Έριχνε η μαμή και μισό κρύο, για να είναι χλιαρό, και ξέπλενε τη λεχώνα και το μωρό με το αλατόνερο αυτό, στη συνέχεια το έλουζε.
Πίστευαν τότε, πως το αλατόνερο είναι η αφορμή που δεν μυρίζουν άσχημα οι χριστιανοί, ενώ άλλοι λαοί ανατολίτες μυρίζουν άσχημα, για αυτό ακριβώς το λόγο, επειδή δεν ξέπλεναν τα βρέφη τους με αλατόνερο!
Μετά τη γέννα, δεν ήταν όλα τέλεια, αν δεν έβγαινε και το ύστερο. Σαν όμως έβγαινε και το ύστερο, τότε όλα θεωρούσαν ότι είχαν γίνει σωστά, και η μαμή, έκανε καλά τη δουλειά της!
Εν όσο το ντύνανε το κοπέλι, όλες κάνανε ευχές:
-Να σας ε ζήσει! Καλό θρέψιμο, καλά σαράντα!
Όταν το ντύνανε και το φασκιώνανε, το δίνανε της μάνας του να το θηλάσει!
Η μαμή ποτέ δεν είχε αξίωση σε χρήματα ή άλλη αμοιβή. Όμως, τις περισσότερες φορές και με το ζόρι, ο πατέρας έδινε δώρα στη μαμή κατά τη δύναμή του.
Συνήθως της έδιναν με το ζόρι λάδι, πατάτες ή της έλεγαν «άνοιξε τη (μ)ποδιά σου» και της έριχναν μέσα, όσπρια σιτάρι και ότι καλό είχε το σπιτικό τους.
Τα λιχουνίκια: Τι ήταν;
Μέσα σε μια καλαθούνα ή πανέρι, είχαν καρύδια, φιστίκια, νταγκούλια σταρένια, που είχαν φροντίσει να έχουν ή είχαν φτιάξει οι ίδιες. Καμιά φορά είχαν και κάστανα ψημένα, φτάζυμα παξιμάδια κλπ. Τα παρουσιάζανε μαζί με τη ρακή, για να ευχηθούν όλοι.
Η γυναίκα έτρωγε χυλόφτα για να κατεβάσει γάλα: Κάποιες φορές ακόμα και την ώρα που κοιλοπονούσε!
Επίσης, πολλές γυναίκες είχαν φτιάξει τη παραδοσιακή χυλόφτα: Ήταν ζυμάρι γυρισμένο στο ξυλίκι, ή μπλάστρι. Έκοβαν τη ζύμη σε μικρά κομμάτια σαν μακαρόνια, την έβραζαν και την έβαζαν στο πιάτο μαζί με κανέλα και ζάχαρη.
Το φαγητό αυτό, η λεχώνα θα έτρωγε, για να κατεβάσει γάλα. Τη χυλόφτα την έτρωγε συχνά η λεχώνα και εν όσο κοιλιοπονούσε. Το φαγητό αυτό, άρεσε ιδιαίτερα και στα παιδιά! Μετά τον τοκετό, έφτιαχναν πολλές φορές μια καζανιά χυλόφτα και έπιναν και όλοι οι παρευρισκόμενοι!
Μέχρι να σαραντίσει η λεχώνα έτρωγε συχνά χυλόφτα, καθώς και αρκετά κρεμμύδια και από ένα ποτήρι κρασί, για να κατεβάζει γάλα. Τη δε ημέρα που θα σαράντιζε η πλέον μητέρα, πήγαινε με το μωρό στην εκκλησία. Εκεί το παρελάμβανε ο παπάς, και το έβαζε στο ιερό μέσα, και μπροστά στην εικόνα του Χριστού, διάβαζε την ευχή, και στη συνέχεια το παρέδιδε στη μάνα του.
Νηστικιά γυναίκα μπορεί να γεννήσει;
«Καλό ζαμπέτι» έχει μια γυναίκα, όταν είναι καλόφαγη και θέλει το καλό της φαγητό, ακόμα και όταν είναι να γεννήσει! Οι δουλειές μέχρι την τελευταία στιγμή, πολλές φορές την είχαν αρκετά εξασθενίσει. Έτσι έπρεπε να τρώει καλά! Βέβαια πολλές, δεν έχαναν την ευκαιρία να εκμεταλλευτούν κατάλληλα την περίπτωση! Καμιά φορά, που έπιαναν οι πόνοι, από νωρίς, ο άνδρας συχνορωτούσε:
-Μα ακόμα να’ρθει το κοπέλι?
-Μα πώς να’ ρθει άντρα μου το κοπέλι? Με το λαντουρίδι? Έλεγε η λεχώνα, νηστικιά γυναίκα μπορεί να γεννήσει? Αν είχα εδά κιαμιά όρθα σούπα, να θόργενες ετοτεσάς! Και έτσι ο άνδρας έτρεχε γερά – γερά να σφάξει μια όρθα (κότα), να πχεί η λεχώνα τη σούπα, να φάει και κανένα μεζέ, και μετά το κοπέλι ερχόταν στο άψε σβήσε! Επειδή είχαν χαρές στις γέννες, οι άνδρες δεν χάλαγαν χατήρι! Πολλές φορές, όταν ζήταγε καλό φαί η λεχώνα, έσφαζαν και κανένα γουρουνάκι και έβραζαν τη κεφαλή με τα πόδια, να ζωηρέψει η λεχώνα και να βάζει περισσότερη δύναμη! Το ίδιο έσφαζαν και κανένα αρνάκι, να φάει καλά η λεχώνα, αλλά και αργότερα οι καλεσμένοι.
Το γλέντι για τον πρωτότοκο
Μετά την γέννα, και αφού όλα πήγαν κατ’ ευχή, αν είχε δυνατότητα το ζευγάρι, στρώνανε και τραπέζι, φώναζαν και τον παπά του χωριού να δώσει την ευχή του και να διαβάσει τα σχετικά λόγια της εκκλησίας. Σε πολλά μέρη της Κρήτης, αν ήταν αγόρι το πρώτο, ακολουθούσε μεγάλο γλέντι. Έσφαζαν ένα ρίφι, η άλλο οζό, και το γλέντι κρατούσε και τρείς ημέρες! Δεν ήταν λίγες και οι φορές που το στρώνανε στο χορό, και η χαρά της οικογένειας δεν περιγράφεται. Στο καφενείο ο πατέρας κέρναγε όλο το μαγαζί, γιατί έκανε το γιό, και θα είναι ο συνεχιστής της γενιάς! Αν ήταν κορίτσι, και πάλι λέγανε: «Ε γερό να ‘ναι!». Το κορίτσι προμήνυε έξοδα για τη παντρειά, ενώ τα αγόρι, θα έφερνε έσοδα, αφού θα συμμετείχε στις δουλειές. Υπήρχαν και φορές, που συμβολικά ο παππούς, έκανε δώρο στο νεογέννητο διάδοχο «μια σκοματαριά ελιά», δηλαδή μια ελιά που θα ήταν σε αλλουνού χωράφι!
www.voltarakia.gr