Η κατάληξη -άκης εμφανίζεται πρώτη φορά σε βαπτιστικά και επίθετα στην Κρήτη επί ενετοκρατίας, ωστόσο επικράτησε κατά κόρον, σε όλες τις κατηγορίες επιθέτων, επί τουρκοκρατίας.
Φαίνεται πως το -άκης να εισήχθη ως πρόσθετη κατάληξη σε διαμορφωμένα οικογενειακά επίθετα που μπορούμε να τα κατατάξουμε σε τέσσερις γενικότερες κατηγορίες: Τα τοπωνυμικά κι εθνωνυμικά, τα επαγγελματικά, των κοινωνικών αξιωμάτων και διακρίσεων , τα παρατσούκλια και τα βαπτιστικά.
Η κατάληξη -άκης είναι ο αρσενικός τύπος της ουδέτερης κατάληξης –άκι, η οποία προέκυψε από την αρχαία υποκοριστική κατάληξη -άκιον που δήλωνε κάτι κατ αρχήν μικρού μεγέθους, π.χ. παιδάκιον – παιδάκιν – παιδάκι, αλλά χρησιμοποιήθηκε και με το βαπτιστικό του πατέρα για να δηλώσει το παιδί κάποιου, π.χ. ο Πέτρος -το Πετράκι.
Ακόμα το βλέπουμε ως έκφραση σεβασμού σε πρόσωπα κάποιας ηλικίας, π.χ. ο κύριος Μανολάκης, σε εφήβους και νέους, που ήταν παιδιά σεβαστών ανθρώπων πχ ο κύριος Γιαννάκης αλλά και περιφρόνησης , συνήθως στον ουδέτερο τύπο για παιδιά και για μεγάλους, πχ το Μανολάκι.
Στην εργασία που παρουσίασε στο Η Διεθνές Κρητολογικό Συνέδριο ο Γιάννης Ευθυβούλου Τσουδερός για την κατάληξη -άκης στα κρητικά οικογενειακά επίθετα εμφανίζει τις εξής κατηγορίες:
Επίθετα παράγωγα από τοπωνύμια που χρησιμοποιήθηκαν ως οικογενειακά επίθετα και δηλώνουν:
*Το χωριό ή την πόλη καταγωγής π.χ. Σπήλι – Σπηλιανός – Σπηλιανάκης, Κάστρο – Καστρινός – Καστρινάκης.
*Το τμήμα της επαρχίας, το νομό, το νησί, το κράτος κάποιου π.χ. Τσιρίγο – Τσιριγώτης – Τσιριγωτάκης, Μισίρι (Αίγυπτος) – Μισιρλής – Μισιρλάκης.
*Επίθετα που δηλώνουν την εθνική καταγωγή κάποιου π.χ. Αρβανίτης-Αρβανιτάκης, Αρμένης – Αρμενάκης.
*Ονόματα αρσενικά που δηλώνουν παραγωγικό επάγγελμα π.χ. Καλαθάς – Καλαθάκης, Κιτράς – Κιτράκης.
*Ονόματα αρσενικά που δηλώνουν διοικητικό κι επιστημονικό επάγγελμα π.χ. Γούμενος – Γουμενάκης, Γιατρός – Γιατράκης.
*Ονόματα που δηλώνουν χαρακτηριστικά του ανθρώπου και που από παρατσούκλια έγιναν επίθετα π.χ. Σγουρός – Σγουράκης, Κουλός – Κουλάκης.
*Επίθετα που δηλώνουν αρετές της ψυχής και του νου π.χ. Λεβέντης – Λεβεντάκης, Σπίθας – Σπιθάκης.
*Ονόματα που δηλώνουν ελαττώματα της ψυχής και του νου, δηλαδή κουσούρια, π.χ. Ατσάλης – Ατσαλάκης, Βαβούρας – Βαβουρανάκης.
*Ονόματα που έχουν διφορούμενη έννοια και έγιναν οικογενειακά επίθετα π.χ. Μπίκος – Μπικάκης.
*Ονόματα που δεν τα λες ούτε χαρίσματα ούτε κουσούρια, π.χ. Μαμούνας – Μαμουνάκης, Πετύχης – Πετυχάκης.
*Ονόματα που από παρατσούκλια έγιναν επώνυμα χωρίς όμως να ξέρουμε γιατί τα είπαν παρατσούκλια π.χ. Πυρόβολος – Πυροβολάκης.
*Παρατσούκλια που σχηματίστηκαν από λέξεις ή φράσεις που συνήθιζε να λέει κάποιος π.χ Καλησπέρης – Καλησπεράκης, Καλιώρας -Καλιωράκης.
*Ονόματα που δηλώνουν κοινωνικές σχέσεις και τα αποτελέσματα αυτών π.χ. Ακριβός – Ακριβάκης, Αναθρεφτός – Αναθρεφτάκης.
*Ονόματα πουλιών, ζώων, ψαριών κτλ εξομοιωτικά παρατσουκλιών, είτε κανονικού μεγέθους, είτε υποκοριστικά, είτε μεγεθυντικά π.χ. Γκιώνης – Γκιωνάκης, Άρκαλος – Αρκαλάκης, Κατσούλης – Κατσουλάκης, Μαμούνας – Μαμουνάκης, Πουλής – Πουλάκης, Αγρίμης – Αγριμάκης.
*Ονόματα που το θέμα τους δηλώνει εργαλεία κα αντικείμενα π.χ. Καζάνης – Καζανάκης, Σκαλίδης – Σκαλιδάκης.
*Ονόματα παράγωγα πολύτιμων μετάλλων και πετρών που ειπώθηκαν ως επαινετικά παρατσούκλια π.χ. Αργυρός – Αργυράκης, Ζαφείρης – Ζαφειράκης.
*Ονόματα παράγωγα λουλουδιών, δέντρων, φυτών π.χ. Γαριφαλής – Γαριφαλάκης, Πρινάρης – Πριναράκης.
*Ονόματα παράγωγα βιομηχανικών προϊόντων, γλυκών και φαγητών π.χ. Μόσκος – Μοσκάκης, Τραχανάς – Τραχανάκης.
*Όλα τα κανονικά βαπτιστικά κάθε προέλευσης που έγιναν οικογενειακά επίθετα και μάλιστα κατά την ονομαστική του ενικού π.χ. Γιώργος Θεοχάρης, Γιώργης Λουκάς.
*Βυζαντινά οικογενειακά επίθετα π.χ. Βαρούχας – Βαρουχάκης, Σκορδίλης – Σκορδιλάκης.
*Βενετσιάνικα και ιταλικά ονόματα π.χ. Γάσπαρης – Γασπαράκης, Μπαρότσης – Μπαροτσάκης.
*Ονόματα βαπτιστικά ή παρατσούκλια υποκοριστικά σε -ούλης, π.χ. Γιαννούλης – Γιαννουλάκης, Ψαρούλης – Ψαρουλάκης.
*Ονόματα υποκοριστικά σε -ούδι, π.χ. Γιαννούδης – Γιαννουδάκης, Ξανθούδης – Ξανθουδάκης.
*Χαϊδευτικά βαπτιστικών π.χ. Αντρούλης – Αντρουλάκης, Γιαννίκος – Γιαννικάκης.
*Λέξεις νηπίων που έγιναν επίθετα π.χ. Τατάς (πατέρας) – Τατάκης.
*Επίθετα σε -ίτσης που είχαν διαμορφωθεί από βαπτιστικά και παρατσούκλια με την κατάληξη -ίτσι, π.χ. Μανολιτσης – Μανολιτσάκης, Μαυρίτσης – Μαυριτσάκης.
*Οικογενειακά επίθετα από παρατσούκλια σε -άλι, π.χ. Μπρόκα – Μπροκάλι – Μπροκάλης – Μπροκαλάκης.
*Μεγεθυντικά βαπτιστικών, π.χ. Γιάνναρος – Γιανναράκης, Αντώναρος – Αντωναράκης.
*Οικογενειακά επίθετα που έχουν διαμορφωθεί από βαπτιστικά με την κατάληξη -άκης κι έχουν έτσι φαινομενική κατάληξη -ακάκης, π.χ. Αντωνάκης – Αντωνακάκης, Βασιλάκης – Βασιλακάκης.
*Οικογενειακά επίθετα από επαγγέλματα με την κατάληξη -άκης, π.χ. Μάμος – Μαμάκης και Μαμακάκης, Σωμαράς – Σωμαράκης και Σωμαρακάκης.
*Ονόματα σύνθετα δύο βαπτιστικών που συνήθως το πρώτο ήταν του πατέρα και το δεύτερο του γιού, π.χ. Μαρκογιάννης – Μαρκογιαννάκης, Σηφογιάννης – Σηφογιαννάκης.
*Ονόματα από τοπωνύμιο, επαγγελματικό ή παρατσούκλι πρώτο κι ένα βαπτιστικό δεύτερο, π.χ. Καστρινογιάννης – Καστρινογιαννάκης, Δασκαλογιάννης – Δασκαλογιαννάκης.
*Οικογενειακά επίθετα από ένα βαπτιστικό και την κατάληξη -ίδης, π.χ. Αγγελίδης – Αγγελιδάκης, Παντελίδης – Παντελιδάκης.
*Οικογενειακά επίθετα από ένα τοπωνύμιο ή εθνωνύμιο ή επαγγελματικό παρατσούκλι με την κατάληξη -ίδης, π.χ. Χαλκίδης – Χαλκιδάκης και Χαλκιαδάκης, Μακρίδης – Μακριδάκης.
*Μερικά αβέβαιης αρχής σε -ίδης, π.χ. Βρουλιδάκης, Ντεντιδάκης.
*Οικογενειακά επίθετα από βαπτιστικά επαγγελματικά, παρατσούκλια και την κατάληξη -όπουλος, π.χ. Γιαννόπουλος – Γιαννοπουλάκης, Καστανάς – Καστανόπουλος – Καστανοπουλάκης.
Υπάρχει όμως και μια θεωρία περί των Κρητικών επώνυμων που λέει πως, πήραν την κατάληξη -άκης από τους Μανιάτες που πήγαν στην Κρήτη.
Μάλιστα παρατίθεται το παράδειγμα κρητικού καταλόγου του 1582 όπου υπάρχουν 33 επώνυμα όπως: Δραζίνος, Καλούδης, Στειακός, Καριώτης, Βόλτας, Κανέτος, Κατέλος, Καψής, Σακελάρης, Τζέρμιας, Ζουράρης, Κονταλάκαιρος, Πίτσικας, Ζητούνης, Σερέπετσης, Ζητούνης, Σερέπετσης, κ.α., και κανένα από αυτά δεν καταλήγει σε -άκης.
Τα εις -άκης, με βάση αυτή τη θεωρία, υιοθετούνται στην Κρήτη μετά το 1750 όταν η Μάνη είχε υπερπληθυσμό και οι Μανιάτες μετανάστευαν παίρνοντας μαζί, μεταξύ αυτών και την κατάληξη των επωνύμων τους σε -άκης.