Σε έναν κόσμο μηδενικών ή και αρνητικών επιτοκίων, με τα επιτόκια των καταθέσεων να βρίσκονται κοντά στο μηδέν και τα μετρητά να μην έχουν καμία απολύτως απόδοση, στην Ελλάδα που εξέρχεται από τη 10ετή κρίση, κεφάλαια ύψους 200 δισ. ευρώ περίπου δεν «παράγουν» κανένα ουσιαστικό εισόδημα για τους κατόχους τους, ούτε μετατρέπονται σε επενδύσεις ώστε να ενισχύσουν την οικονομία.
Σήμερα η αξία των χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων (ΧΠΣ) των νοικοκυριών που είναι τοποθετημένα στο εσωτερικό κυμαίνεται στα 245 δισ. ευρώ.
Η κατανομή
Αυτά τα λεφτά, σύμφωνα με έρευνα που πραγματοποίησε το ΙΟΒΕ για λογαριασμό του Χρηματιστηρίου της Αθήνας και της Ενωσης Θεσμικών Επενδυτών, βρίσκονταν κατανεμημένα στο τέλος του 2018 ως εξής: 133 δισ. ευρώ ήταν οι καταθέσεις στις ελληνικές τράπεζες, 59 δισ. ευρώ αφορούσαν μετοχές εισηγμένες στο Χρηματιστήριο αλλά αφορούσαν και μετοχές μη εισηγμένων επιχειρήσεων, 25 δισ. ευρώ ήταν σε μετρητά, 6 δισ. ευρώ σε αμοιβαία κεφάλαια, 3 δισ. ευρώ σε ομόλογα και 19 σε άλλα χρηματοπιστωτικά στοιχεία που περιλαμβάνουν και κεφάλαια επενδυμένα σε ασφαλιστικά και συνταξιοδοτικά προϊόντα και λοιπές απαιτήσεις.
Παράλληλα, με βάση επίσημα στοιχεία, στο τέλος του 2018 υπήρχαν καταγεγραμμένες τοποθετήσεις ύψους 57,5 δισ. ευρώ εκτός χώρας, εκ των οποίων το μεγαλύτερο μέρος, περίπου 34 δισ. ευρώ ή το 59%, ήταν απλές καταθέσεις στο εξωτερικό, περίπου 10 δισ. ευρώ ήταν τοποθετημένα σε μετοχές και αμοιβαία και τα υπόλοιπα κυρίως σε ομόλογα.
Καταγραφές
Στην παραπάνω διάρθρωση της εικόνας των ελληνικών χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων του εξωτερικού δεν περιλαμβάνονται τυχόν ελληνικών συμφερόντων κεφάλαια που βρίσκονται σε διάφορα γνωστά χρηματοπιστωτικά και υπεράκτια κέντρα που σύμφωνα με ορισμένες έρευνες που έχουν κάνει τα τμήματα διαχείρισης πλούτου ελβετικών τραπεζών ξεπερνούν τα 120 δισ. ευρώ.
Πάντως από τις επίσημες καταγραφές, οι τοποθετήσεις στο εξωτερικό των Ελλήνων από το τελευταίο υψηλό των 88,5 δισ. ευρώ το 2015 (τότε που η χώρα ξαναφλέρταρε όπως και το 2012 με το Brexit) έχουν υποχωρήσει το α’ εξάμηνο του 2019 στα 55,2 δισ. ευρώ, εκ των οποίων το μεγαλύτερο μέρος, περί τα 32 δισ. ευρώ, ήταν καταθέσεις.
Αν σε αυτά (τα 32 δισ. ευρώ) προστεθούν τα 139,7 δισ. ευρώ των καταθέσεων στις ελληνικές τράπεζες σύμφωνα με τα στοιχεία της ΤτΕ στο τέλος Οκτωβρίου 2019 (έναντι πάντως των 237,8 δισ. ευρώ στο υψηλό του 2009), αλλά και τα 25 δισ. ευρώ που βρίσκονται σε μετρητά, τότε κεφάλαια 200 δισ. ευρώ περίπου δείχνουν να λιμνάζουν, «διψώντας» για καλύτερες αποδόσεις, καθώς δεν προσφέρουν κανένα κέρδος στους κατόχους τους.
Το 64,4% των χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων (ΧΠΣ) των νοικοκυριών πάντως στην Ελλάδα είναι σε μετρητά και καταθέσεις έναντι μόλις 31% που είναι ο μέσος όρος στην ΕΕ, με τη χώρα μας μάλιστα να κατέχει την πρώτη θέση ανάμεσα σε 30 ευρωπαϊκές χώρες με βάση το ποσοστό μετρητών στα ΧΠΣ νοικοκυριών (10,4%, έναντι 2,4% στην ΕΕ).
Σε σύγκριση με άλλες χώρες της Ευρώπης, αλλά και ακόμα περισσότερο με άλλες χώρες του ΟΟΣΑ, οι αγορές κεφαλαίου δεν αξιοποιούνται εξάλλου επαρκώς στην Ελλάδα.
Συγκεκριμένα, η αξία της κεφαλαιαγοράς προς την αξία τραπεζικού δανεισμού στον ιδιωτικό τομέα κυμαίνεται στο 17,8% στην Ελλάδα, έναντι 72,1% κατά μέσο όρο στην ευρωζώνη, 135% στον ΟΟΣΑ και 279% στις ΗΠΑ.
Τα ελληνικά νοικοκυριά παραδοσιακά επένδυαν μεγάλο μέρος των αποταμιεύσεών τους στην αγορά ακινήτων και πολύ μικρό μέρος σε προϊόντα της κεφαλαιαγοράς. Η χώρα μας βρίσκεται μάλιστα στη δεύτερη θέση ανάμεσα σε 26 ευρωπαϊκές χώρες με βάση τον δείκτη αξίας κατοικιών προς ΧΠΣ νοικοκυριών. Ως αποτέλεσμα, το μέγεθος των ελληνικών επενδύσεων σε κινητές αξίες μέσα από θεσμικούς επενδυτές είναι από τα χαμηλότερα στην ΕΕ.
Υστέρηση
Συγκεκριμένα, το συνολικό ενεργητικό των διαχειριστών αμοιβαίων κεφαλαίων περιορίζεται σε μόλις 4,2% του ΑΕΠ στην Ελλάδα και η χώρα καταλαμβάνει την προτελευταία θέση στην κατάταξη, υψηλότερα μόνο σε σχέση με τη Βουλγαρία (1,4% του ΑΕΠ). Αντίθετα, στην Ολλανδία και στη Μάλτα το ενεργητικό των θεσμικών επενδυτών ξεπερνά σε μέγεθος το ΑΕΠ των αντίστοιχων οικονομιών.
Τα στοιχεία δείχνουν μία σημαντική υστέρηση της ιδιωτικής αποταμίευσης, των επενδύσεων και του βάθους της αγοράς κεφαλαίου της Ελλάδας σε σύγκριση με την ΕΕ. Ειδικότερα, το «κενό» παραγωγικών επενδύσεων στην Ελλάδα την περίοδο 2000-2018 κυμάνθηκε κατά μέσο όρο σε 2,6% του ετήσιου ΑΕΠ, και ανήλθε σωρευτικά περί τα 94 δισ. ευρώ.
Απαιτήσεις
Το μέγεθος των ελληνικών επενδύσεων σε κινητές αξίες μέσα από θεσμικούς επενδυτές είναι από τα χαμηλότερα στην ΕΕ, ενώ τα αποθεματικά των ασφαλιστικών ταμείων που είναι επενδυμένα στην κεφαλαιαγορά αντιστοιχούν σε μόλις 8% του ΑΕΠ, το δεύτερο χαμηλότερο ποσοστό στην ΕΕ. Για την ανάκαμψη του βιοτικού επιπέδου στην Ελλάδα απαιτούνται σημαντικές νέες επενδύσεις.
Η χρηματοδότηση επενδύσεων ήταν παραδοσιακά «τραπεζικοκεντρική» στην Ελλάδα, αλλά το υψηλό ποσοστό «κόκκινων» δανείων θέτει περιορισμούς σε νέες δανειοδοτήσεις.
Συνεπώς, εκτιμάται πως είναι κρίσιμο να αναπτυχθεί η αγορά κεφαλαίων και στη χώρα μας, καθώς ιστορικά όσο πιο ανεπτυγμένη κεφαλαιαγορά έχεις τόσο πιο αυξημένο βιοτικό επίπεδο εμφανίζει μία χώρα.