Για τους παλαιότερους είναι μια μοναδική ιστορία, ενός ξεχωριστού έρωτα. Για τους νεότερους είναι περισσότερο ένας όμορφος μύθος ή ένα αστείο όταν η κουβέντα φτάνει σε ένα ερωτευμένο ζευγάρι ή η υπόθεση μιας παλιάς ελληνικής ταινίας που πλέον δεν «παίζουν» τα κανάλια. Στην πραγματικότητα, ωστόσο, η ιστορία του στρατιωτικού γιατρού Μιχάηλ Μιμήκου και της γκουβερντάντας του παλατιού Μαίρης Βέμπερ, είναι πέρα για πέρα αληθινή και συνεχίζει να προκαλεί έντονα συναισθήματα σε όσους την ακούνε (ή την διαβάζουν) για πρώτη φορά, σύμφωνα με το reader.gr.
Ο Μιμήκος και η Μαίρη
Η Μάριχεν φον Βέμπερ (το Μαίρη προέκυψε από μια προσπάθεια να είναι πιο… ελληνικό το όνομα της) ήταν μια όμορφη κοπέλα, μετρίου αναστήματος, με γαλανά μάτια και ξανθά μαλλιά. Γεννήθηκε το 1871 στο Πότσδαμ, 26 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά του Βερολίνου, έφτασε στην Ελλάδα το 1892, σε ηλικία 21 ετών. Γόνος αστικής οικογένειας, εντάχθηκε στο δυναμικό του παλατιού ως παιδαγωγός του μικρού πρίγκιπα Γεωργίου, γιου του διαδόχου τότε και αργότερα βασιλιά Κωνσταντίνου. Ο πατέρας της Μαίρης Βέμπερ διατελούσε στην υπηρεσία του αυτοκράτορα της Γερμανίας Φρειδερίκου Γ’ ως κυνηγός. Η αυτοκράτειρα της Γερμανίας Βικτόρια έστειλε τη νεαρή Γερμανίδα παιδαγωγό στην κόρη της, τότε πριγκίπισσα και αργότερα βασίλισσα, Σοφία.
Η Μαίρη μαζί με μια ακόμα γκουβερνάντα από την Αγγλία περνούσαν τις περισσότερες ώρες της ημέρας στον (τότε) βασιλικό κήπο προκειμένου να απασχολούν δημιουργικά τον μικρό πρίγκηπα. Πριν καν συμπληρώσει ένα χρόνο στην Ελλάδα, σε έναν από αυτούς τους περιπάτους στον κήπο και ανάμεσα στα πολλά παιχνίδια η Μαίρη συναντά τον Μιχαήλ Μιμήκο.
Εκείνος ήταν εξαιρετικά εμφανίσιμος νέος. «Μιχαηλάγγελο» τον έλεγαν οι φίλοι του. Ήταν 22 ετών εκείνη την εποχή και δόκιμος αξιωματικός γιατρός. Καταγόταν από την Άνδρο. Γιος απόστρατού ταγματάρχη. Είχε βιώσει την απώλεια εξαιτίας της αυτοκτονίας του μικρότερου αδερφού του. Ο Μιχαήλ ήταν σεμνός και εξαιρετικά ευγενής. Μετριού αναστήματος και αυτός όπως και η Μαίρη, με μαύρα μάτια και ένα λεπτό, κομψό, μουστάκι. Έμενε σε ένα φτωχικό σπίτι, κοντά στην πλατεία του Θησείου και από εκεί καθημερινά πήγαινε μέχρι το νοσοκομείο Μακρυγιάννη για να κάνει την πρακτική του.
Οι δυο τους γνωρίστηκαν σε μια βόλτα στον βασιλικό κήπο. Ερωτεύτηκαν κεραυνοβόλα. Τόσο κεραυνοβόλα που κατάφεραν σχεδόν αμέσως να ξεπεράσουν το πρώτο μεγάλο εμπόδιο που βρέθηκε μπροστά τους. Τη γλώσσα! Εκείνος δεν ήξερε ούτε λέξη γερμανικά και εκείνη δεν ήξερε ούτε λέξη ελληνικά. Στην αρχή οι συνεννοήσεις γινόντουσαν με τα λιγοστά γαλλικά που ήξεραν και οι δυο αλλά σύντομα ο ένας είχε μάθει λίγα γερμανικά και η άλλη λίγα ελληνικά οπότε η επικοινωνία ήταν πιο εύκολη αν και έπρεπε να γίνεται προσεκτικά. Οι δυο νέοι επικοινωνούσαν κυρίως μέσω επιστολών. Εκείνη τις πήγαινε μέχρι το νοσοκομείο, εκείνος έμπαινε κρυφά από μια βοηθητική πόρτα των ανακτόρων και τις άφηνε σε ένα προκαθορισμένο σημείο.
Μέσα από αυτές τις επιστολές κανόνιζαν και τα κρυφά τους ραντεβουδάκια. Λυκαβηττός, Ακρόπολη, Θησείο, Ζάππειο είναι από τα μέρη που φιλοξένησαν τα κρυφά ραντεβού του «παράνομου ζευγαριού» που όσο περνούσε ο καιρός τόσο περισσότερο ερωτεύονταν ο ένας τον άλλο.
Η Μαίρη αποφάσισε να εξομολογηθεί τον έρωτά της σε ανθρώπους των ανακτόρων ελπίζοντας στην υποστήριξή τους. Εκείνοι, ωστόσο, την κατέκριναν. Η νεαρή κοπέλα φοβήθηκε πως ο έρωτάς της θα γίνει γνωστός στον αυστηρό πατέρα της και έτσι αποφάσισε να του γράψει και να του εξηγεί τι ακριβώς συμβαίνει και το πόσο ερωτευμένη είναι, προκειμένου να προλάβει δυσάρεστες καταστάσεις. Δυστυχώς για την ίδια, ωστόσο, δεν τις πρόλαβε. Μερικές ημέρες αργότερα, λαμβάνει την οργισμένη απάντηση του πατέρα της ο οποίος της απαγορεύει κάθε επαφή με τον Μιμήκο και της ζητά επιτακτικά να αρχίσει τις διαδικασίες επιστροφής της στη Γερμανία όπου θα την παντρέψει με έναν (άγνωστο για εκείνη) νεαρό. Η Μαίρη πικραμένη γράφει μια επιστολή στον Μιμήκο και τους εξηγεί τι έχει συμβεί. Δεν λαμβάνει καμία απάντηση. Αυτή είναι η αρχή του τέλους.
Ο τραγικό τέλος ενός σπουδαίου έρωτα
Δίχως να γνωρίζει τι έχει συμβεί η Μαίρη γράφει και δεύτερη και τρίτη και τέταρτη επιστολή προς τον έρωτά της αλλά και πάλι δεν λαμβάνει καμία απάντηση από τον αγαπημένο της! Απογοητευμένη, στις 23 Φεβρουαρίου, του στέλνει μια τελευταία επιστολή σε μορφή τελεσίγραφου και του κλείνει ραντεβού για τις 11 το πρωί της επόμενης ημέρας στην Ακρόπολη. «Ελθέ σήμερον την πρωίαν εις τας ένδεκα εις την Ακρόπολιν. Είμαι πλέον απελπισμένη. Αν δεν έλθης αυτοκτονώ» του έγραφε.
Το ζήτημα, ωστόσο, είναι πως ο Μιμήκος δεν διάβασε έγκαιρα καμία από τις επιστολές που του έστειλε η αγαπημένη του και ιδιαίτερα την τελευταία. Ήταν βαριά άρρωστος. Είχε «χτυπηθεί» από την ασιατική γρίπη που θέριζε εκείνη την περίοδο την Αθήνα.
Η Μαίρη, όμως, αυτό δεν το ήξερε. Και την επόμενη ημέρα, στις 24 Φεβρουαρίου 1893, πήγε στο ραντεβού της. Όταν είδε πως ούτε απάντηση έλαβε αλλά ούτε και εμφανίστηκε ο αγαπημένος της, περιηγήθηκε για λίγο ανάμεσα στα μνημεία, έκοψε μερικά λουλούδια, όπως συνήθιζε και στη συνέχεια κατάφερε και σκαρφάλωσε στο άετωμα του Παρθενώνα απ΄ όπου έπεσε από ύψος 13 μέτρων. Ο φύλακας, δυο τουρίστες και ένας αρχιτέκτονας που ήταν εκείνη την ώρα στο σημείο, προσπάθησαν να την αποτρέψουν αλλά μάταια.
Σχεδόν νεκρή μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο που νοσηλευόταν ο Μιμήκος ο οποίος όταν αντιλήφθηκε την ένταση που υπήρχε ρώτησε για να μάθει τι είχε συμβεί. Όταν του είπαν έτρεξε δίπλα στην αγαπημένη του και της φώναζε να βάλει τα δυνατά της για να μείνει ζωντανή. Η καρδιά της Μαίρης, ωστόσο, σταμάτησε να χτυπά λίγο αργότερα.
Ο Μιμήκος αργοπορημένα πήρε στα χέρια του τις επιστολές της και τότε κατάλαβε τι είχε συμβεί. Άρχισε να φωνάζει πως θα αυτοκτονήσει και αυτός. Φίλοι και συγγενείς έμειναν μαζί του στο νοσοκομείο για να μην κάνει πράξη τις απειλές του. Έξι ώρες αργότερα στο δωμάτιο είχε μείνει μόνο ο αδερφός του. Ο Μιμήκος του ζήτησε μια ακόμα κουβέρτα γιατί κρύωνε. Όταν ο αδερφός του βγήκε από το δωμάτιο για να πάει να την φέρει, ο νεαρός στρατιωτικός γιατρός πήγε μέχρι την ντουλάπα που υπήρχαν τα ρούχα του, πήρε το υπηρεσιακό του όπλο και αυτοπυροβολήθηκε στον κρόταφο.
Οι δυο νέοι τάφηκαν με διαφορά λίγων ωρών. Οι τάφοι τους ήταν σε μικρή απόσταση. Η Μαίρη τάφηκε κανονικά μετά από παρέμβαση της κοινότητας των καθολικών, ενώ ο Μιμήκος πήγε… αδιάβαστος αφού η Ορθόδοξη Εκκλησία τότε δε δεχόταν σε καμία περίπτωση να ψάλλει την εξόδιο ακολουθία σε αυτόχειρες.
Η τελευταία πράξη του δράματος παίχτηκε τα μεσάνυχτα της 1ης Μαρτίου στο Α’ νεκροταφείο της Αθήνας, όταν οι φίλοι του Μιμήκου, πήραν το φέρετρο και το έθαψαν δίπλα σε αυτό της Μαίρης σε τάφο που είχαν ανοίξει οι ίδιοι. Η κίνηση αυτή προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων και σε βάρος τους απαγγέλθηκαν κατηγορίες για τυμβωρυχία αλλά η υπόθεση έληξε με παρέμβαση της πριγκίπισσας Σοφίας η οποία συμφώνησε με την κίνηση των φίλων του και απαίτησε να παραμείνουν έτσι τα φέρετρα με τους δυο ερωτευμένους νέους. Εκεί μέχρι σήμερα υπάρχει η εξής πλάκα: «Καρδιαίς, αν σμίξουνε στη γη σαν τις καρδιαίς μας πάλι / Να μη χωρίσουν ποτέ η μία από την άλλη». Υπογράφεται: «Οι εν ουρανώ ερασταί Μαίρη και Μιχαήλ» με ημερομηνία «Μηνί φεβρουαρίω φθίνοντι εν 1893 έτει».
Πηγή: neakriti.gr