4 θάνατοι αναμένονται να διαδραματιστούν στα επόμενα επεισόδια της κορυφαίας σειράς του ALPHA Σασμός. Μεταξύ αυτών της Θοδώρας και του Νικηφόρου. Οι δυο αυτοί θάνατοι, λοιπόν, θα μείνουν αξέχαστοι στο τηλεοπτικό κοινό αφού η τραγικότητά τους δεν έχει προηγούμενο…
Πιο συγκεκριμένα, τη μέρα που θα πάει με τον μελλοντικό της άντρα στον γιατρό για να δουν το φύλο του παιδιού, θα μάθει κάτι που θα την κάνει να χάσει τη γη κάτω από τα πόδια της. Ο γιατρός θα την ενημερώσει πως η καρδιά του παιδιού έχει σταματήσει να χτυπάει και πως πρέπει να της πάρουν το παιδί το συντομότερο δυνατό. Η Θοδώρα θα αναλυθεί σε κλάματα, θα χάσει κάθε ελπίδα για τη ζωή της και μοιραία θα βυθιστεί στην άβυσσο του πένθους. Ούτε ο Γιώργος ούτε ο Μανόλης ούτε και οι γονείς της δεν θα μπορούν να της πουν κάτι που θα απαλύνει τον πόνο της. Με δυσκολία θα σηκώνεται από το κρεβάτι, δεν θα τρώει, δεν θα έχει διάθεση να βγαίνει έξω από το σπίτι, ενώ δεν θα σταματά να κατηγορεί τον εαυτό της για το δεύτερο παιδί που έχασε μέσα από τα σπλάχνα της.
Το ξέσπασμά της
«Είμαι καταραμένη. Ο Θεός με τιμωρεί για το κακό που έκανα στον Πέτρο. Την αμαρτία μου πληρώνω και δεν με νοιάζει να το μάθουν όλοι. Το κρατούσα τόσα χρόνια κρυφό και πλήρωσα με τον χειρότερο τρόπο. Ισως πρέπει να το πω για να φύγει από πάνω μου», θα πει στον Γιώργο, αλλά εκείνος θα της τονίσει για μια ακόμα φορά πως μόνο κακό θα κάνει σε όλους αν μιλήσει. Εκείνη όμως έχει πάρει την απόφασή της.
Η παραδοχή της
«Θοδώρα, δεν καταλαβαίνω! Πώς φταις εσύ για τον θάνατο του παιδιού μου;», θα τη ρωτήσει η Μαρίνα όταν πάει να τη δει στο σπίτι μετά την αποβολή της. Με λίγα λόγια θα της αποκαλύψει πως αγαπούσε τόσο πολύ τον Πέτρο, που όταν τη χώρισε, ήθελε απλά να τον εκδικηθεί. Ο θυμός την είχε τυφλώσει και το μόνο που ήθελε ήταν να τον δει να πονάει. Ακουσε τον αδελφό της, που λεγόταν ότι είχε δει τον δολοφόνο του Στεφανή, να φωνάζει στον ύπνο του το όνομα του Πέτρου, τον ηχογράφησε και πήγε το αρχείο στον Αντώνη.
Ο θάνατός της
Οι έρευνες ξεκίνησαν από την αρχή, ο Αστέρης έμαθε πως ο Πέτρος ευθυνόταν για τον θάνατο του ξαδέλφου του και οι δυο τους κατέληξαν να έχουν ένα όπλο ανάμεσά τους, το οποίο και αφαίρεσε τη ζωή του Πέτρου. Η Μαρίνα δεν μπορεί να πιστέψει τα όσα της εξομολογείται, της λέει μόνο: «Ντρέπομαι για λογαριασμό σου!» και φεύγει. «Είμαι τέρας, το ξέρω και πρέπει να πληρώσω. Συγχώρεσέ με», θα φωνάζει στη μητέρα του άντρα που αγάπησε, αλλά αυτή δεν θα την ακούσει. Θα είναι πολύ αργά για να πάρει πίσω τα λόγια της.
Η Θοδώρα σκοτεινιάζει ακόμα περισσότερο και δεν αργεί να πάρει τις αποφάσεις της για τη σχέση της με τον Γιώργο. «Πρέπει να πάρουμε μια απόφαση για το καλό και των δυο μας», θα του πει όταν εκείνος γυρίσει στο σπίτι. Εκείνος θα αναρωτηθεί για ποια απόφαση μιλάει και η Θοδώρα θα του εξηγήσει πως με το να προσπαθήσουν ξανά για παιδί, όπως της έχει ζητήσει, μόνο δυστυχία θα τους φέρει αφού δεν πρόκειται να τα καταφέρουν. «Προτείνω να χωρίσουμε», θα του πει και ο Γιώργος θα συγκλονιστεί.
Παρά τα παρακάλια του και την προσπάθεια των δικών της να της αλλάξουν γνώμη, η Θοδώρα θα τον εγκαταλείψει, παραδομένη πλέον στη μαυρίλα που έχει ποτίσει την ψυχή της. Και ξαφνικά, η κοπέλα θα βυθιστεί στη θάλασσα των τύψεων. Η στοιχειωμένη της καρδιά δεν θα χτυπά κανονικά και οι σπασμωδικές της πράξεις θα της αφαιρέσουν τη ζωή. Για την ακρίβεια, η Θοδώρα Αγγελάκη θα χάσει τη ζωή της σε ένα δυστύχημα που θα πέσει σαν κεραυνός πάνω από το καταραμένο χωριό της Κρήτης, βυθίζοντας όλους σε βαρύ πένθος.
Ο Λάζαρος θα κόψει στα δύο το νήμα της ζωής του Νικηφόρου…
…στην προσπάθειά του να σώσει τον Παύλο από την επίθεση του νεαρού με όπλο. Όπως αποκαλύπτει το περιοδικό Tv24 ο χρόνος θα σταματήσει και η ζωή της Βασιλικής θα αλλάξει μέσα σε μια στιγμή, στο παγωμένο δωμάτιο του νοσοκομείου όπου θα κλείσει τα μάτια του ο μονάκριβός της. Της στέρησαν ό,τι πιο πολύτιμο είχε, τον μόνο λόγο για τον οποίο αισθανόταν περήφανη στη ζωή της και πλέον είναι αποφασισμένη εκείνος που της πήρε τη ζωή μέσα από τα χέρια να πληρώσει με τον ίδιο τρόπο, με το ίδιο του το αίμα. Αυτό λοιπόν είναι το σχέδιό της και χωρίς να χάσει χρόνο θα το ανακοινώσει στον Μαθιό.
«Απομείναμε μόνοι μας, πια. Οι δυο μας», θα της πει με βαριά καρδιά ο άντρας που σκότωσε για χάρη της πριν λίγα χρόνια και εκείνη χωρίς να χάσει χρόνο θα του πει:
«Εσύ κι εγώ είμαστε ακόμα οικογένεια. Γι’ αυτό πρέπει να είμαστε ενωμένοι και να παίρνουμε τις αποφάσεις μαζί. Πρέπει να ξεκινήσουμε Μαθιό, από τώρα κιόλας, έχουμε να πάρουμε μια απόφαση», θα του εξηγήσει αλλά το μυαλό του δεν θα πάει σε αυτό που θέλει να του πει. «Για ποιο πράγμα να πάρουμε απόφαση;», θα τη ρωτήσει ανυποψίαστος. «Πως ο φονιάς του παιδιού μας θα πληρώσει γι’ αυτό που έκανε. Με το αίμα του», θα τονίσει και αυτή θα είναι η πρώτη φορά που ο Μαθιός θα καταλάβει πως η γυναίκα του ζητά εκδίκηση.
«Μου ζητάς να κάνω έγκλημα; Εσύ μέχρι χθες…», της λέει και εκείνη τον κόβει. «Το χθες πέρασε, Μαθιό. Και όλες οι μέρες από εδώ και μπρος θα είναι αλλιώς. Μαύρες μέρες τυλιγμένες στο σκοτάδι. Και για να μπει μια στάλα ήλιος, πρέπει αυτός που μας έκανε το κακό να πληρώσει με τη ζωή του. Δεν δέχομαι τίποτα λιγότερο». Το βλέμμα της έχει σκληρύνει και ο άντρας της δεν μπορεί να την αναγνωρίσει. «Μου ζητάς να γίνω φονιάς;», θα τη ρωτήσει και η Βασιλική θα του απαντήσει ότι αυτό ακριβώς του ζητάει. «Τώρα καταλαβαίνω πως ένιωσες που πήρες τη ζωή του Στεφανή. Ετσι θα πάρεις και του Λάζαρου».
Η κηδεία
Η Βασιλική θα είναι εκείνη που θα πάει στον νεκροθάλαμο να ντύσει τον γιο της για την τελευταία του κατοικία. Θα του φορέσει το αγαπημένο του κοστούμι και λευκό πουκάμισο. «Παγωμένος είσαι ψυχή μου, κρυώνεις; Θα σε ζεστάνουν τα ρούχα που σου φέραμε». Ο Μαθιός θα την αγκαλιάσει και θα την αφήσει μόνη μαζί του.
Λίγες ώρες μετά, ο Μαθιός και ο Αστέρης θα κρατούν στους ώμους τους το μπροστινό μέρος του φέρετρου του Νικηφόρου, ενώ το πίσω ο Νικολής και ο Δημητρός. Θα ακολουθεί ο παπάς και από πίσω του η Βασιλική υποβασταζόμενη από την Αργυρώ. Ενα βήμα πιο πίσω η Καλλιόπη με την Κατερίνα. Οι καμπάνες θα ηχούν πένθιμα όσο η πομπή θα περνά από το χωριό, την πλατεία, το καφενείο για να καταλήξει στην εκκλησία όπου και θα ψάλλουν τη νεκρώσιμη ακολουθία. Κανείς δεν θα μπορεί να πιστέψει το άτυχο τέλος του Νικηφόρου, κανείς δεν θα μπορεί να σταματήσει τα δάκρυα που κυλούν.
Το φέρετρο θα φτάσει στην εκκλησία και η λειτουργία μοιραία θα ξεκινήσει. «Γιε μου, αγόρι μου…», θα ψελλίσει η Βασιλική.
Κανείς δεν θα μπορεί να δεχτεί την πραγματικότητα. Ολοι θα στέκουν όρθιοι και θα περιμένουν να τελειώσει η βαριά αυτή υποχρέωση που τους πλακώνει την καρδιά. Σε ένα σημείο απομονωμένη θα είναι και η Θοδώρα που δεν τήρησε τις οδηγίες του γιατρού να μείνει ξαπλωμένη και πήγε για να πει το τελευταίο αντίο στον παιδικό της φίλο. Στον νου της έχει και τον Μανόλη που νιώθει να έχει χάσει τον μισό του εαυτό. Κατά τη διάρκεια της λειτουργίας και παράλληλα με τον πόνο που θα την έχει καταβάλλει, η Βασιλική θα ορκίζεται στον γιο της πως ο δολοφόνος του θα τον συναντήσει σύντομα στον άλλο κόσμο.
Μετά τον καφέ της παρηγοριάς στο καφενείο του Παντελή και χωρίς να έχει ανταλλάξουν πολλές κουβέντες, η Βασιλική και ο Μαθιός θα πάνε στο άδειο σπίτι τους. Λίγο πιο μακριά, η Καλλιόπη τσακισμένη από τον πόνο θα δεχτεί τη φροντίδα του Αστέρη που τη βάζει για ύπνο, ενώ εκείνη δεν θα σταματά να κρατά στα χέρια της το πολύτιμο μενταγιόν του άντρα της, ο οποίος και την επισκέπτεται ως φάντασμα. Η επόμενη μέρα θα είναι ακόμα πιο δύσκολη για όλους. Και κυρίως για τον Μαθιό που υποσχέθηκε στη γυναίκα του να αφαιρέσει ακόμα μια ζωή…
Το μοιρολόι της Καλλιόπης
Ο Νικηφόρος ντυμένος με το καλό του κοστούμι μέσα στο φέρετρο, μόνο θλίψη θα φέρνει στις ψυχές όλων. Ο παπάς θα κάνει τρισάγιο από πάνω του και θα λιβανίζει. Αμέσως μετά και ενώ η Βασιλική την κοιτά με μίσος αφού όλα ξεκίνησαν από την κουβέντα εκείνης, ότι ο Παύλος σκότωσε τον άντρα της, η Καλλιόπη ξεκινά το μοιρολόι…
«Χάθηκε το αγγελούδι μου/ χάθηκε το φεγγάρι, έχασε η γη τον ήλιο της/ το νιο, το παλικάρι, η αγάπη ανοίγει το χορό/ μα ο θάνατος τον κλείνει, φωλιάζει μίσος στη καρδιά/ που ο χρόνος δεν το σβήνει, φωνάξτε μήπως και φανεί/ μήπως και μου γυρίσει, έχω πεθάνει μέσα μου/ τα μάτια έχουν μαυρίσει».