Μόνο το 42% των εφήβων στη χώρα μας αναφέρει ότι έχει «πολύ καλή» σωματική υγεία, ενώ μόνο το 32% ανέφερε «υψηλά» επίπεδα ικανοποίησης από τη ζωή, σύμφωνα με την έρευνα «Έρευνα για τις Συμπεριφορές που Συνδέονται με την Υγεία των Εφήβων» (HBSC) που δημοσίευσε το Περιφερειακό Γραφείο του Π.Ο.Υ.
Ειδικότερα, όπως αναδεικνύεται στην Έκθεση του προγράμματος, δείκτες όπως το αντιληπτό επίπεδο (σωματικής) υγείας και το αίσθημα ικανοποίησης από τη ζωή παρουσιάζουν επιδείνωση τα τελευταία χρόνια, ενώ επιπλέον δείκτες όπως τα εμμένοντα ψυχολογικά και σωματικά συμπτώματα έχουν αυξηθεί κατά τη διάρκεια της τελευταίας 10ετίας—ιδιαίτερα (σε πολλές χώρες) στο πρόσφατο διάστημα.
Σε όλες μάλιστα τις περιπτώσεις, η επιδείνωση των δεικτών ψυχικής υγείας παρουσιάζεται εντονότερη στα κορίτσια, απ’ ό,τι στα αγόρια.
Σημειώνεται ότι η Έκθεση της διακρατικής έρευνας HBSC για το 2021/22 (συμμετείχαν σε αυτήν περίπου 280.000 έφηβοι ηλικίας 11, 13 και 15 ετών από 44 χώρες, περίπου 6.500 εξ αυτών στην Ελλάδα), αναδεικνύει και την ιδιαιτερότητα του εφηβικού πληθυσμού της χώρας μας έναντι των άλλων χωρών.
Δεν μιλάμε απλώς για αριθμούς
Είναι εξαιρετικά ανησυχητικό ότι το 60% των εφήβων ανέφεραν εμμένουσες ψυχολογικές ή/και σωματικές ενοχλήσεις το 2022, (πονοκέφαλο, πόνο στο στομάχι, πόνο στη μέση/πλάτη, ακεφιά, δυσθυμία, νευρικότητα, δυσκολία να αποκοιμηθούν ή/και ζαλάδα).
Και, παρόλο που η τάση στο ποσοστό αυτό ήταν πτωτική μέχρι το 2014, την τελευταία 10ετία υπήρξε ανακοπή και αύξηση, η οποία επίσης εμφανίζεται ιδιαίτερα έντονη τα τελευταία χρόνια.
«Τα στοιχεία αυτά δεν είναι απλώς αριθμοί» αναφέρει η Άννα Κοκκέβη, Ομοτ. Καθηγήτρια Ψυχιατρικής στην Ιατρική Σχολή του ΕΚΠΑ και επιστημονικά υπεύθυνη της έρευνας στην Ελλάδα.
«Απηχούν, ασφαλώς, μεταβολές στα βιώματα και τον ψυχισμό των εφήβων, αλλά δείχνουν και τον κρίσιμο ρόλο που η οικογένεια, το σχολείο και γενικότερα η κοινωνία μας παίζει στην εμφάνιση και την επικράτησή τους. Η επιδείνωση των δεικτών πρέπει να μας κινητοποιήσει προς το να κατανοήσουμε βαθύτερα την ψυχική υγεία των εφήβων -ιδιαίτερα των κοριτσιών- και τους παράγοντες που την επηρεάζουν, και να δράσουμε ταχύτερα προκειμένου να τους/τις υποστηρίξουμε αποτελεσματικότερα».
Η δυσκολία να βρίσκουν οι νέοι λύσεις
Αν και το αντιληπτό επίπεδο (σωματικής) υγείας στους Έλληνες εφήβους είναι σημαντικά υψηλότερο (42%) του διακρατικού μέσου όρου (36%), ωστόσο δεν είναι στα επιθυμητά επίπεδα.
Σύμφωνα με την έρευνα, στην Ελλάδα παρατηρούνται επιπλέον υψηλότερα ποσοστά εφήβων με αυτεπάρκεια, δηλαδή την ευχάρεια στο να βρίσκουν λύσεις σε μικρές ή μεγάλες δυσκολίες που αντιμετωπίζουν (69%, και 61%, αντίστοιχα) και να φέρνουν σε πέρας το έργο και τα καθήκοντα που έχουν αναλάβει (60% και 57%, αντίστοιχα).
Τέλος, και δείκτες όπως το αίσθημα ικανοποίησης από τη ζωή και το αντιληπτό επίπεδο ψυχικής ευεξίας (mental well-being) βρίσκονται πολύ κοντά στο μέσον όρο του προγράμματος συνολικά.
Ο ένας στους τρεις είναι στα κάτω του
Από την άλλη, σημαντικά υψηλότερο ποσοστό έφηβων αγοριών και κοριτσιών στην Έλλάδα (60%, έναντι 44% του διακρατικού μέσου όρου) αναφέρουν εμμένουσες ψυχολογικές και σωματικές ενοχλήσεις.
Ειδικότερα, περισσότεροι από τους μισούς αισθάνονται συχνά νευρικότητα (53%) και ευερεσθητότητα (51%), το 35% είναι συχνά «στα κάτω τους» (ενδεικτικό θλίψης) και σε παρόμοια περίπου αναλογία (30%) έχουν δυσκολίες ύπνου. Τέλος, ένας/μία στους/στις 4 (25%) έχει συχνά πονοκέφαλους και σε ίδια αναλογία (24%) έχει πόνους στη μέση (ενδεικτικό απουσίας άσκησης και αδράνειας).
Χρειάζονται παρεμβάσεις
Όπως και διεθνώς, έτσι και στην Ελλάδα, οι δείκτες ψυχικής υγείας και ευεξίας επιδεινώνονται με την ηλικία, το πέρασμα δηλαδή από τα 11 στα 13 και ακολούθως στα 15 έτη.
Ωστόσο, αυτό που αποτελεί ιδιαιτερότητα για την Ελλάδα είναι ότι η επιδείνωση αυτή φαίνεται να είναι σχεδόν παντού εντονότερη κυρίως κατά τη μετάβαση από το δημοτικό (ηλικία των 11) στο Γυμνάσιο (ηλικία των 13), παρά κατά τη μετάβαση από το Γυμνάσιο στο Λύκειο (ηλικία των 15).
«Τα ευρήματα της έρευνας, δεν μας δίνουν μόνο τη δυνατότητα να διαπιστώσουμε την κατάσταση στη χώρα μας και να τη συγκρίνουμε με εκείνην των άλλων χωρών» επισημαίνει ο Τάσος Φωτίου, επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας της έρευνας HBSC στο Ερευνητικό Πανεπιστημιακό Ινστιτούτο Ψυχικής Υγείας, Νευροεπιστημών και Ιατρικής Ακριβείας ‘ΚΩΣΤΑΣ ΣΤΕΦΑΝΗΣ’, που υλοποιεί την έρευνα HBSC στην Ελλάδα από το 1998.
«Μας δίνουν επιπλέον την αφορμή να δουλέψουμε μαζί με τους/τις ειδικούς στο χώρο της πρόληψης και της προαγωγής της εφηβικής υγείας για το σχεδιασμό παρεμβάσεων για το σχολείο, την οικογένεια και την κοινότητα (ψηφιακή και μη) που τεκμηριωμένα μπορούν να ανατρέψουν την διαφαινόμενη τάση επιδείνωσης και να ενισχύσουν την ευεξία τού -από κάθε άποψη- πολύ σημαντικού αυτού πληθυσμού» καταλήγει.