Ο Στεφανής ήταν ο πρώτος 8χρονος που εκτελέστηκε εν ψυχρώ από τους Ναζί την πρώτη μέρα, που κύκλωσαν τα Ανώγεια, στις 13 Αυγούστου του 1944.
Ο Στεφανής πήρε το δρόμο προς τα πλάγια για φύγει προς το βουνό. Οι Γερμανοί καταχτητές έδειξαν από την πρώτη στιγμή τις βάρβαρες διαθέσεις τους, σκοτώνοντας ένα 8χρονο παιδί, στην προσπάθεια του να πετάξει προς την ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ.
Το παιδί θα μείνει άταφο για πολλές μέρες μέσα στην εκκλησία της Παναγίας. Η μάνα του, η Ζαφειρένια Ξυλούρη, βρήκε κάποια στιγμή το κουράγιο και μπήκε στα ισοπεδωμένα Ανώγεια για να θάψει το παιδί. Συγκλονιστική είναι η διήγηση της ίδιας της Μπαμπακιουδένας:«Έψαξα στα χαλάσματα να βρω νερό για πλύνω το κορμί του δεν βρήκα και το έπλυνα με τα δάκρυα μου…»
Σταθμό στην ιστορία της Αντίστασης των Ανωγείων αποτελούν οι μορφές των Ανωγειανών γυναικών. Η ιστορία ακόμη δεν έχει σκύψει να καταγράψει τη μεγάλη προσφορά της γυναίκας των Ανωγείων τα χρόνια 1941-1944.
Μια σημαντική Ανωγειανή μορφή ήταν η Ζαφειρένια Ξυλούρη ή Μπαμπακιούδενα. Στο πρόσωπό της συνδέονται η γυναίκα του αντάρτη, η μάνα που μεγάλωνε τα παιδιά της με υπερηφάνεια και καρτερία, η Ανωγειανή που τροφοδοτούσε το αντάρτικο, η γυναίκα που είδε το χωριό της να εξαφανίζεται και να δημιουργείται πάλι από την αρχή, η χαροκαμένη μητέρα που είχε την «τιμή» να ξεψυχήσει το παιδί της ο Στεφανής στα χέρια της από το βόλι ενός βάρβαρου εχθρού. Βάρβαρος γιατί δε σεβάστηκε ούτε τα μικρά παιδιά, ικανοποιώντας τη δίψα του για αίμα και πόνο πατώντας πάνω στις αθώες παιδικές ψυχές. Σήμερα 30 Ιανουαρίου 2014 πέρασε στην αιωνιότητα. Αφιερώνουμε την παρακάτω αφήγηση της ίδιας στο Γιώργο Καλογεράκη την Άνοιξη του 2004.
Αφήγηση Ζαφειρένιας Ξυλούρη -Σκουλά του Εμμανουήλ ή Μπαμπακιούδαινας : …το πρωί όταν ξημέρωσε η μέρα ήρθανε και είπανε να πάνε απάνω όλα τα γυναικόπεδα. Το διατάξανε οι Γερμανοί. Ο άντρας μου ήτανε αντάρτης στο βουνό. Άντρες στο χωριό δεν υπήρχανε. Όλοι ήτανε αντάρτες. Οι Γερμανοί εβρήκανε πολλά γυναικόπεδα στο χωριό. Αν ήθελα δε βρούνε τόσα πολλά γυναικόπεδα οι Γερμανοί στο χωριό ήθελα μας εσκοτώσουνε. Άμα επήγαμε στο σχολείο μας είπανε να πάμε να πάρομε από το σπίτι μας κάτι ότι ήθελα μπορούμε να σηκώνομε. Πως ήθελα μας εφύγουνε δεν το ξέραμε βέβαια. Ήρθαμε μεις, ήρθενε και το παιδί μου, αυτό μου κλούθανε αυτό ήτονε εννιά χρονών. Το λέγαμε Στεφανή. Τότε εγώ είχα τρία παιδιά. Το άλλο βράδυ είχαμε φύγει πάλι από τα σπίτια μας και είχαμε πάει απέναντι και εξομείναμε έξω. Επεριμέναμε να έρθουνε οι Γερμανοί. Τα παιδιά ενομίζανε ότι ήθελα να πάμε πάλι έξω από το χωριό να ξομείνομε. Εγώ ήμουνε μέσα στο σπίτι και έγκυος οχτώ μηνών. Γύρευγα να πάρω ρούχα για την γέννα μου. Μπαίνει ο Στεφανής και μου λέει :
-Μάνα, ήντα να πάρω ;
Είχαμε δυο γειτονάκια, το Μιχάλη και το αδερφάκι του το Γιώργη το Μπροκάκη. Του φωνιάζανε του Στεφανή. Το παιδί εγώ δεν τ’άκουσα που φώναζε του δικού μου. Είπα του Στεφανή μου :
-Πάρε παιδί μου το πάπλωμα και πήγαινε.
Δεν εκατάλαβα πως τα παιδιά δεν ήθελα γιαγύρουνε στο σχολειό μόνο να πάρουνε απάνω προς το βουνό. Το παιδί επήρε το πάπλωμα και εγώ στο σπίτι μέσα εγύρευγα τα ρούχα που μου χρειάζουνται. Τα βάνω σ’ένα τσουβάλι. Γρικώ τον πυροβολισμό κι ήμουνε μες στο σπίτι. Το παιδί μου ήτονε στο γύρο του δρόμου, στην καμάρα, εκεί που είναι ο Άγιος Νεκτάριος. Εγώ δεν άκουσα πως τους φώναξε ο Γερμανός.
Το γειτονάκι μας επήρε τον Στεφανή και πηγαίνανε προς τα πάνω να βγούνε έξω από το χωριό. Εγώ έβαλα το τσουβάλι τα ρούχα στον ώμο, το σηκώνω και εβγήκα και προχώρησα προς την μεριά της καμάρας. Εκεί που πήγαινα μου λέει του Μίχαλου η μάνα, η Ελένη Σκουλά :
-Έ καημένη, εσκοτώσα το.
Εγώ εξαφνιάστηκα, δεν εκατάλαβα και επήγαινα. Πάω και το βρίσκω πεσμένο στο δρόμο. Ήτανε πηγεμένες μερικές γυναίκες, πολλά παιδιά εστέκανε από πάνω του. Ο Γερμανός είδε τα παιδιά ότι δεν επηγαίνανε προς το σχολειό, τους εφώναξε αλλά αυτά δεν εδώκανε σημασία και επυροβόλισε. Η σφαίρα εβρήκε το δικό μου παιδί, τον Στεφανή μου.
Επήγα και το βάνω στα γόνατά μου. Η σφαίρα το βρήκε στο λαιμό. Ο Στεφανής μου άνοιξε το στόμα του και ετελείωσε. Έρχεται ο Γερμανός με το όπλο. Μου λέει να φύγω. Εγώ δεν έφευγα και τον έξύβριζα. Αυτός το καταλάβαινε πως τον έβριζα. Μου λέει ο Γερμανός ότι κι εγώ καπούτ. Εγώ δεν έφευγα μόνο έκλαιγα. Επήρα το πρόσωπο του Στεφανή μου και το καθάριζα από τα χώματα και εμοιρολογούμουνε. Του’πλυνα το πρόσωπο με τα δάκρυά μου. Ύστερα δεν μ’αφήκανε οι γυναίκες μόνο με πήρανε και φύγαμε. Το παιδί μου έμεινε εκεί πεσμένο. Έμεινε ξοπίσω η πεθερά μου και δυο τρεις άλλες γυναίκες. Εμείς οι υπόλοιπες επήγαμε στο Αρμί στο σχολειό. Οι Γερμανοί δεν εφήνανε να πάρουνε το παιδί από κια. Η πεθερά μου η Μαγδαληνή Ξυλούρη εβρήκε μια τση ανιψιά Κατερίνη Γιαννιούδαινα την λέγανε και πήγανε στους Γερμανούς και τους λένε να πάρουνε το παιδί. Ελέγανε των Γερμανών να πάρουνε το παιδί να το πάνε στην εκκλησία. Οι Γερμανοί δεν αφήνανε μόνο τση στείλανε στο φυλάκιο και τον έδωκε χαρτί ο υπεύθυνος και έτσι το πήρανε. Το πήγανε μες στην εκκλησία. Και έκαμενε έξε μερόνυχτα μες στην εκκλησία άθαφτο. Άμα το πήρανε το παιδί και το πήγανε στην εκκλησιά η πεθερά μου ήρθε κι αυτή στο σχολειό. Μας επήγανε οι Γερμανοί στο Γενή Γκαβέ. Εκεί εξωμείναμε. Το πρωί μας εβάνουνε στον αμαξωτό, μας επροπατούσανε και επήγαμε στο Πέραμα. Όλα τα γυναικόπαιδα του χωριού. Εκεί μας εφήκανε σ’ένα λιόφυτο. Ήτανε σπερνό τση Παναγίας. Μας εφέρανε οι ανθρώποι ελιές ψωμί, πατάτες ότι είχανε. Μετά μας επήρανε οι Μυλοποταμίτες στα σπίτια ντως. Κάθε οικογένεια έπαιρνε και μια από τις δικές μας, μας το κάνανε πολύ καλά. Εγώ δεν επήγα στο Πέραμα. Ήρθε ένας και τονε λέγανε Σαρή και γνώριζε τον αδερφό μου τον παπά – Γιάννη.
Μας επήρε και μας επήγε σ’ένα δικό του σπίτι στο Μελιδόνι. Του άντρα μου δεν του λέγανε την αλήθεια πως εσκοτώσανε οι Γερμανοί το Στεφανή μας. Μόνο του λέγανε άλλα. Μια μέρα του λέει η Λακιώταινα :
-Έ καημένε Μανόλη, παίζουσί σε. Το κοπέλι σου σκοτώσανε οι Γερμανοί.
Ο άντρας μου εγύρευγε τότε να με βρει. Δεν εκάτεχε ούτε εγώ που ήμουνε ούτε τα παιδιά. Το κοπέλι ήταν ακόμη μες στην εκκλησία της Παναγίας εδώ στα Ανώγεια στο Περαχώρι. Το χωριό έρημο. Μόνο τρεις γυναίκες ηλικιωμένες ερχόντανε κάθε μέρα και επαίρνανε τρόφιμα από τα δικά ντως σπίτια. Η Κρυστάλλη η Σταυρακάκη, η θειά μου η Μαριόρα και η Πατάραινα. Και εκεί που είναι τώρα το κατηχητικό ήτανε νεκροταφείο παλιό. Ήρθενε ο άντρας μου στο Μελιδόνι και με βρήκε. Έμαθε που ήμουνε. Εγώ έκλαιγα. Εκεί μου’πε ότι θα’ρθει στα Ανώγεια να θάψει το κοπέλι. Οι Γερμανοί κάθε πρωί ήρχουντανε στο χωριό εγκρεμίζανε και εκαίγανε τα σπίτια και κάθε βράδυ επηγαίνανε στα Σίσαρχα. Ο άντρας μου ήρθε και ήτανε εδώ στην γειτονιά μια κοπελιά Χρυσαυγή την λένε και επήγανε μες στην εκκλησία να πάρουνε το παιδί. Το λάδι του ήτονε χυμένο μες στην εκκλησία. Και το παιδί ήτονε μαύρο κατάμαυρο. Καλλιά που δεν το’δα μου’λεγε μετά η Χρυσαυγή. Ο άντρας μου είπε στην Χρυσαυγή να τονε βοηθήσει να το πάνε στο νεκροταφείο. Εβοήθησέ ντονε η Χρυσαυγή Ξυλούρη. Ήρθε επαδέ στο σπίτι μου να βρει ένα ρούχο να του βάλει και δεν έβρισκε. Όλα τα’χανε παρμένα. Σκέψου δα που είχα όλη την προίκα μου εδώ. Δεν εβρήκε ρούχο μόνο ένα παλιό γαμπά. Το πήγανε στο νεκροταφείο. Και μόλις εφτάξανε έπιασε ο άντρας μου να βγάλει μια πλάκα και να το θάψει. Εκεί ήτανε και οι τρεις γυναίκες η Κρυστάλλη, η Μαριόρα και η Πατάραινα. Και μόλις έπιασε να σηκώσει την πλάκα να βάλει το παιδί ο άντρας μου φωνιάζει μια γυναίκα απέναντι :
-Γερμανοί μόνο φύγετε !
Μόλις το’πε από πάνω από το δρόμο σ’ένα πρινάρι ήτονε οι Γερμανοί προβαρμένοι. Αφήνει ο άντρας μου το παιδί άταφο και φεύγει. Και παίρνει κάτω. Στου Σμπρουλογιώργη τα σπίτια εμέρδεψαν τα πόδια του κι εγανάχτησε να τα ξεμπερδέψει.
Και όντεν επέρνανε την εκκλησία τση Παναγίας του βάνανε με το πολυβόλο οι Γερμανοί και επήρε τση σφαίρες ο ρούκουνας τση εκκλησιάς. Ο ρούκουνας τση Παναγίας εσκότωσε τση σφαίρες. Και το παιδί το θάψανε οι τρεις γυναίκες και η Χρυσαυγή. Στο παλιό νεκροταφείο.
Ήρθε μετά ένας Παπαδογιάννης που γνώριζε ένα μου αδερφό το Λευτέρη και έρχεται και μας παίρνει και πάμε στην Αγυιά. Εκάναμε εκιά δυο τρεις ημέρες. Μετά ήρθε η κουνιάδα μου η παπα – Γιάνναινα και με πήρε και πήγαμε στον Άη –Γιάννη. Από τον Άη – Γιάννη επήγα στην Αξό. Εκεί εγέννησα και έκαμα ένα κοριτσάκι. Και επέθανε κι αυτό στο χρόνο απάνω. Όντεν ήμουνε στην Αγυιά, τα Ανώγεια εφαίνουντανε από κει και εθώριες μαύρους καπνούς και εβγαίνανε από το χωριό μας.
Οι Γερμανοί εκαίγανε πρώτα τα σπίτια και μετά τα ρίχνανε.
Μια μέρα από την Αξό εθέλανε να ρθούνε στο χωριό η πεθερά μου και η μάνα μου μήπως βρούνε τίποτα από τα σπίτια μας. Εγώ τονα ακλούθουνα και εμπήκαμε ποταμό ποταμό να ρθουμε στ’Ανώγεια. Εφτάξαμε. Εγώ δεν ήρθα στο σπίτι. Αυτές ήρθανε μα εγώ επήγα στο νεκροταφείο. Απάνω στον τάφο του παιδιού μου έκλαιγα. Κι εκιά που έκλαιγα και ήμουνε μοναχή στο νεκροταφείο θωρώ έναν άνθρωπο ψηλό με τα θερινά ρούχα και έρχεται και μ’αγκαλιάζει Στρέφομαι και βλέπω τον αδερφό μου τον παπά – Γιάννη. Ξυρισμένο. Δεν τονε γνώρισα στην αρχή γιατί δεν τον είχα θωρώντας ξυρισμένο. Από δω έφυγε παπάς και μετά έγινε στην Μέση Ανατολή αλεξιπτωτιστής.
Σαν εγίνηκα εννιά μερών λουχούνα ήρθενε ο πατέρας μου και μας επήρε και επήγαμε στο Κεραμούτσι. Από κει ήτανε τση μάνας μου ο πατέρας. Και κάμαμε στο Κεραμούτσι ένα χρόνο. Στο χρόνο απάνω ο άντρας μου επολέμησε κι έκανε ένα μικρό σπιτάκι εδώ στ’Ανώγεια και εγυρίσαμε πίσω…
candiadoc.gr
#pgnews