«Να τα πούμε;» Αυτή η φράση που ακούω χρόνια κάθε τέτοιες μέρες, μου ξυπνά περίεργες αναμνήσεις που ξεπηδούν αυθόρμητα από μια άλλη ζωή.
Εκείνη που δεν υπάρχει πια καθώς ο χρόνος πήρε τους ανθρώπους και θόλωσε τα όνειρα αλλά ευτυχώς άφησε ολοζώντανες τις αναμνήσεις.
Όταν κι εμείς παιδιά βγαίναμε στους δρόμους παρά το γεγονός ότι οι γονείς μας μάς πρότειναν να μας δώσουν περισσότερα χρήματα απ’ ό,τι θα βγάζαμε από τα κάλαντα. Εμείς ποτέ δεν δεχόμασταν. Θέλαμε να τα πούμε. Είναι βλέπετε μαγεία να χτυπάς μία πόρτα, να τραγουδάς, να ευχαριστιέσαι και να παίρνεις και χρήματα.
Καμία φορά στα χωριά, οι γριές γυναίκες δεν είχαν χρήματα. Έδιναν λοιπόν κεράσματα, λάδι ή αυγά. Ο μπακάλης του χωριού, στα κάλαντα διανυκτέρευε, για να αγοράζει το λάδι και τα αυγά από τους καλαντάδες.
Περίεργες εποχές. Τώρα δεν γίνονται τέτοια πράγματα.
Όμως εκείνη η εποχή είχε μία μαγεία. Όταν έπεφτε το σούρουπο στο χωριό και τα παιδιά παρέες-παρέες γύριζαν σαν τα φαντασματάκια μέσα στη νύχτα, επικρατούσε μία άλλη ατμόσφαιρα. Ήταν λίγο παιδιά και λίγο καλικάντζαροι, αφού οι μισές παρέες την έστηναν στις γωνιές στις άλλες μισές για να τις τρομάξουν. Ήταν και τα πρώτα παιδιάστικα ειδύλλια.
Μπορεί να μην ήταν τελικά αυτό το νόημα των Χριστουγέννων, αλλά τα κάλαντα ήταν η χαρά των Χριστουγέννων. Και θα είναι για όσο υπάρχουν παιδιά.