Bρισκόμαστε στις αρχές της δεκαετίας του 1980, όταν το ελληνικό σινεμά εμφανίζει σημάδια «αναγέννησης». Η καθοδική πορεία των 70’ς δείχνει να αναστρέφεται, με τους δημιουργούς να βρίσκουν έναν απρόσμενο σύμμαχο. Την ολοένα και μεγαλύτερη ανησυχία του κόσμου για το πρόβλημα των ναρκωτικών και της βίας των νέων, που έχει ως αποτέλεσμα την εμφάνιση ταινιών όπως τα διαβόητα «Tσακάλια».
Μετρ (και) αυτού του είδους, αποδείχθηκε ο Γιάννης Δαλιανίδης. Ο Έλληνας σκηνοθέτης και σεναριογράφος είχε «γράψει» πολλά… χιλιόμετρα τα προηγούμενα χρόνια. Έγινε γνωστός και από κοινωνικά δράματα, αλλά κυρίως είχε συνδέσει το όνομά του με πιο… χαρούμενες καταστάσεις. Ιδιαίτερα στην κωμωδία, όπου υπέγραψε μερικές από τις πιο μεγάλες επιτυχίες της δεκαετίας του 1960. Βέβαια, σε παρόμοιο ύφος και αισθητική, την ίδια περίοδο περίπου, τα κατάφερε και στο μιούζικαλ που εκείνο το διάστημα είχε στην Ελλάδα την τιμητική του.
Νέα προσέγγιση μετά το 1970
Αντίθετα, μετά το 1970 τα πράγματα κινήθηκαν διαφορετικά για το ελληνικό σινεμά. Η τηλεόραση «έκλεψε» πολύ κόσμο από τις αίθουσες, γεγονός που δεν φαίνεται μόνο από τον πενιχρό αριθμό θεατών, αλλά και από τις πολύ λιγότερες παραγωγές. Ενδεικτικό είναι το γεγονός ότι από τη σεζόν 1976-1977 και μετά τα φιλμ που έπαιρναν διανομή συνήθως δεν ξεπερνούσαν τα 15, ενώ μία δεκαετία νωρίτερα υπήρχαν συχνά πάνω από 100.
Κι όμως, στις αρχές της δεκαετίας του 1980 αυτό άλλαξε. Χωρίς να είμαστε ιστορικοί του ελληνικού κινηματογράφου, ένα μέρος από αυτήν την απρόσμενη «αναγέννηση» ήταν η θεματολογία. Η μικρή οθόνη βρισκόταν ακόμη υπό τον έλεγχο του κράτους και δεν «άγγιζε» θέματα που έκαναν… τζιζ. Όπως για παράδειγμα το πρόβλημα των ναρκωτικών ή άλλων παραβατικών συμπεριφορών που θα χάλαγαν το… παραμύθι για μια χώρα-πρότυπο.
Τα «Τσακάλια» και όχι μόνο
Υπό αυτό το πρίσμα, τα διάφορα στούντιο βρίσκουν την ευκαιρία που έψαχναν. Φυσικά οι παραγωγές εκείνης της εποχής είναι γεμάτες αδιανόητες υπερβολές που στόχο είχαν μέσω της μυθοπλασίας να κρατήσουν δέσμιο τον θεατή. Τότε ήταν που εμφανίστηκαν τα «Τσακάλια» του Γιάννη Δαλιανίδη.
Χαρακτηριστικό του ενδιαφέροντος που έδειξε το κοινό για τέτοιου ύφους φιλμ είναι το γεγονός ότι η συγκεκριμένη παραγωγή έκοψε 227.581 εισιτήρια τη σεζόν 1981-1982! Έτσι κατέλαβε την τρίτη θέση της σχετικής λίστας. Πάνω από αυτήν βρίσκουμε το «Μάθε παιδί μου γράμματα» (321.571 θεατές) και το όχι και τόσο γνωστό «Η δίκη της χούντας-Κορυδαλλός-’75», με 318.655.
Βλέποντας αυτό το σουξέ ο Δαλιανίδης θα επιστρέψει τα επόμενα χρόνια με ακόμη δύο αντίστοιχης αισθητικής ταινίες. Την «Στροφή» και το «Οι επικίνδυνοι», με βασικό πρωταγωνιστή τον ωραίο της εποχής, Πάνο Μιχαλόπουλο.
Επίκεντρο η Αθήνα
Όπως είναι φυσικό αυτό το δυστοπικό σκηνικό μιας νεολαίας που γίνεται έρμαιο των ουσιών και της έκλυτης ζωής, με ξενύχτια, κόντρες με μηχανές, έλλειψη σεβασμού και παραβατικότητας είναι η Αθήνα.
Στα «Τσακάλια» η βασική ιστορία κινείται ακριβώς μέσα σε αυτά τα πλαίσια. Κεντρικοί ήρωες οι Πάνος Μιχαλόπουλος και Σταμάτης Γαρδέλης, με τον πρώτο να συμπαρασύρει τον δεύτερο στον δικό του προσωπικό κατήφορο. Στο φιλμ ξεφεύγουμε από τη λογική των γυρισμάτων σε ένα στούντιο και η κάμερα βγαίνει έξω. Προφανώς για να δώσει την αίσθηση της αληθοφάνειας (πώς να κάνεις κόντρες και σούζες στα πλατό άλλωστε), αλλά την ίδια ώρα επιτυγχάνει κι ένα διαφορετικό σκοπό, έστω και ακούσια.
Μας δίνει μια πολύ καλή εικόνα της πρωτεύουσας πριν από 40 χρόνια.
Η Πανεπιστημιούπολη και το ταλαιπωρημένο κέντρο
Οι πιο πολλοί όταν ακούμε την λέξη «Τσακάλια» και αναφερόμαστε στο φιλμ και όχι στο θηλαστικό, φέρνουμε στο μυαλό μας την Πανεπιστημιούπολη. Εκεί γυρίστηκαν πολλές από τις σκηνές που για την εποχή τους ήταν πολύ πρωτοποριακές. Βλέπαμε σκηνές δράσης, με μοτοσυκλέτες μεγάλο κυβισμού οι οποίες ουσιαστικά αντιπροσώπευαν έναν από τους μεγαλύτερους φόβους κάθε γονιού. Το τι θα συμβεί στο παιδί του αν καβαλήσει αυτούς τους… διαόλους.
Η Πανεπιστημιούπολη ήταν το ιδανικό μέρος για τέτοιου είδους γυρίσματα, αφού βρισκόταν μια ανάσα από το κέντρο και επιπλέον ήταν και ένα σημείο γνωστό σε όλους. Με χαμηλό κόστος, δίχως να χαθεί χρόνος, ο θεατής βρισκόταν νοερά στην περιοχή του Ζωγράφου κι ένιωθε και ο ίδιος τον κίνδυνο…
Άλλωστε αυτή είναι η προσέγγιση από την αρχή της ταινίας. Ήδη από τις πρώτες σκηνές βλέπουμε θεωρητικά ρεπορτάζ που μεταφέρουν αυτήν την αίσθηση. Το ερώτημα για το «πού πάει η κοινωνία» στο οποίο βάσει σεναρίου καλούνται να δώσουν απάντηση καθημερινοί πολίτες. Τους βλέπουμε σε αρκετές σκηνές στο κέντρο της πρωτεύουσας, όπως για παράδειγμα στο Πανεπιστήμιο και στις συνοικίες γύρω από το κέντρο της Αθήνας.
Η Αθήνα που άλλαξε και εκείνη που έμεινε η ίδια
Αντίστοιχα πλάνα μας βάζουν στις γειτονιές του Ζωγράφου ή των Ιλισίων, όπου χτυπούσε η καρδιά της νεολαίας της εποχής. Χάρη μάλιστα σε ορισμένα από αυτά τα πλάνα, διαπιστώνουμε ότι ορισμένα σημεία παραμένουν αναλλοίωτα, ακόμη και τα μαγαζιά είναι ακριβώς τα ίδια. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα όλων ίσως το θρυλικό «Jacky O.» που υπάρχει ακόμη πίσω από το ξενοδοχείο «Hilton».
Σε άλλες βέβαια, όπως η κλασική σκηνή με την μηχανή να καταπίνει χιλιόμετρα στην Κηφισιά στο ύψος του Λαϊανόπουλου ή στο καφέ μπαρ «Saloon» στα Ιλίσια, οι διαφορές είναι τεράστιες σε σχέση με το σήμερα.
Το μόνο που δεν έχει αλλάξει στο πέρασμα του χρόνου είναι ότι ο φόβος πουλούσε, πουλάει και θα πουλάει για όσο υπάρχουν άνθρωποι…
ΠΗΓΗ: menhouse.gr