ΚΡΗΤΗ

Τι ξέρουμε για τον Κρητικό χοχλιό

Οι κρητικοί χοχλιοί έχουν γίνει γνωστοί πλέον σαν είδος και σαν γαστριμαργική απόλαυση σε όλο τον κόσμο. Τα τρία τελευταία άνυδρα χρόνια όμως, η αναπαραγωγή τους ήταν προβληματική λόγω της απουσίας των βροχών και ο περιζήτητος αυτός μεζές έτεινε να αποτελέσει είδος προς εξαφάνιση.
Μετά τις πολλές βροχές του φετινού χειμώνα, οι κρητικοί χοχλιοί εμφανίστηκαν ξανά σε μεγάλους πληθυσμούς στην Ανατολική Κρήτη και σύμφωνα με τους ειδικούς σαλιγκαροσυλλέκτες κατάφεραν να γεννήσουν από τον περασμένο Σεπτέμβρη, μέχρι τον Φλεβάρη τέσσερις φορές.
Ο κάθε κρητικός χοντροχοχλιός γεννά από ένα έως 180 αυγά, τέσσερις φορές το χρόνο, από τον Σεπτέμβρη έως τον Φλεβάρη. Στην περίοδο της αναπαραγωγής του απαγορεύεται η συλλογή σαλιγκαριών και επειδή μυρίζουν και δεν είναι νόστιμοι, αλλά και επειδή δεν τον αφήνουν ορισμένοι ανεύθυνοι να διαιωνίσει το είδος του.

Η καλύτερη περίοδος για τη συλλογή σαλιγκαριών, είναι από το Μάρτη μέχρι και το καλοκαίρι. Αυτή είναι καλή περίοδος να μαζέψεις σαλιγκάρια σηκώνοντας πέτρες, σε σκιερά μέρη στα βουνά της Κρήτης.Δυστυχώς υπάρχουν πολλοί που μαζεύουν όλο το χρόνο σαλιγκάρια ακόμα και στην περίοδο της αναπαραγωγής τους. Πάρα πολλά σαλιγκάρια εξάγονται από την Κρήτη σε διάφορες χώρες. Μεγάλη ζήτηση υπάρχει για κρητικούς χοχλιούς από εταιρείες μεταποίησης και εξαγωγής σαλιγκαριών, αλλά και από βιομηχανίες καλλυντικών».

Υπάρχουν πολλά είδη σαλιγκαριών που ζητούν οι αγορές, εκτός από τον παραδοσιακό κρητικό χοντροχοχλιό.Το είδος του κρητικού χοχλιού (Helix aspersa) είναι ιθαγενές στη Μεσογειακή περιοχή από τη βορειοδυτική Αφρική και την Ιβηρική χερσόνησο έως τη Μικρά Ασία ανατολικά και έως τα Βρετανικά νησιά. Περιλαμβάνει ένα σύνολο από βορειοαφρικανικές ενδημικές μορφές και υποείδη, που περιγράφτηκαν στις αρχές του 20ού αιώνα με βάση τα χαρακτηριστικά του κελύφους. Το σαλιγκάρι αυτό πολλοί το προτιμούν για την νοστιμιά του και γι’ αυτό δεσπόζει στην αγορά. Είναι γνωστό στην Κρήτη περισσότερο ως χοχλιός.

Μεταφέρθηκε από τη Μεσογειακή περιοχή από όπου και κατάγεται, καθώς απολιθώματα από το ανώτερο πλειόκαινο στη Β. Αφρική, καθώς επίσης και στη Ν. Γαλλία, στην Ισπανία και στην Κορσική, δείχνουν κατανομή του και στη δυτική Μεσόγειο.

Το Helix αspersa έφθασε στα βρετανικά νησιά με τους Κέλτες πολύ πριν από τους Ρωμαίους, ενώ σε πολλές περιοχές της Ευρώπης διαδόθηκε από τους Ρωμαίους. Η εξάπλωσή του συνέβη κατά τη διάρκεια των σύγχρονων χρόνων, μέσω της μεταφοράς φρούτων και λαχανικών.

Πιο πρόσφατα, πάλι από τον άνθρωπο εξαπλώθηκε σε πολλές εύκρατες και τροπικές περιοχές (π.χ. Κ. Ευρώπη, Α. Ασία, Ν. Αφρική, Μεξικό, Ν. Αμερική, Ωκεανία). Το συγκεκριμένο είδος είναι ερμαφρόδιτο και υποχρεωτικά ετερογονιμοποιούμενο. Από το 1859 το είδος αυτό έχει μεταφερθεί και στην περιοχή της Καλιφόρνιας και από εκεί εξαπλώθηκε και σε άλλες δυτικές πολιτείες των Η.Π.Α.
Επειδή μεταφέρεται πολύ εύκολα (άμεσα ή έμμεσα) από τον άνθρωπο, σήμερα πλέον υπάρχει σε όλες τις ηπείρους. Είναι είδος που διαδίδεται σε διάφορες γεωγραφικές περιοχές με τον άνθρωπο εκούσια ή ακούσια. Σε βάρος μπορεί να υπερβεί τα 15 γραμμάρια. Είναι το πιο κοινό είδος σαλιγκαριού στη νότια Ελλάδα. Υπάρχει στα περισσότερα νησιά των Κυκλάδων και της ∆ωδεκανήσου.

Ζει παντού, σε όλους τους τύπους βιοτόπων, ανθρωπογενείς, όπως κήπους, πάρκα, αγρούς, διαχωριστικούς φυσικούς φράκτες και μη ανθρωπογενείς, όπως δάση. Έχει διαστάσεις 25-40mm σε διάμετρο και 25-35 mm ύψος. Εμπορικά αποκαλείται στην Ελλάδα Κρητικός κοχλιός. Το είδος αυτό χρησιμοποιείται κατά κανόνα στη μεταπρατική βιομηχανία σαλιγκαριών. Συναντάται σε βουνά με πλούσια βλάστηση και οροπέδια, μέχρι 2.000 μ., αλλά και σε χαμηλά υψόμετρα σε κήπους.

Η καταγωγή του είναι μεσογειακή, απ’ όπου διαδόθηκε στη συνέχεια στην Ευρώπη και πρόσφατα στη Ν. Αφρική, Η.Π.Α, Μεξικό, Αυστραλία. Είναι πολύ διαδεδομένο στη Ν. Γαλλία καθώς επίσης και στην χώρα μας κυρίως στην κεντρική και νότια Ελλάδα, την Πελοπόννησο. Απαντάται κυρίως στην πεδιάδα, ενώ προτιμά μικροπεριβάλλοντα με υγρασία, όπως κήπους, θάμνους, κούτσουρα, βράχους, καθώς και αμμώδη εδάφη.



ΡΟΗ ΕΙΔΗΣΕΩΝ