Ενα από τα μεγαλύτερα πλήγματα που δέχθηκε η ελληνική οικονομία από την υπερήφανη διαπραγμάτευση του ΣΥΡΙΖΑ το πρώτο εξάμηνο του 2015, οι κεφαλαιακοί έλεγχοι που τέθηκαν σε λειτουργία τα μεσάνυχτα της 28ης Ιουνίου 2015, αποτελούν από την περασμένη Δευτέρα παρελθόν, κλείνοντας μια τεράστια πληγή για την οικονομία που διήρκεσε τέσσερα έτη, δύο μήνες και τρεις ημέρες.
Ηταν Παρασκευή 26 Ιουνίου όταν ο τότε πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας αποφάσισε τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, που έχει μείνει χαραγμένο ανεξίτηλα στη μνήμη των περισσότερων Ελλήνων σαν μια βραδιά που δημιούργησε έντονα συναισθήματα ανασφάλειας. Εκτός του ότι το ερώτημα που τέθηκε ερμηνεύθηκε από ένα μεγάλο κομμάτι του ελληνικού και ευρωπαϊκού πληθυσμού ως η απόφαση για την παραμονή ή όχι της χώρας στο ευρώ η απόφαση αυτή δημιούργησε και τεράστιες επιπτώσεις στο τραπεζικό σύστημα της χώρας.
Η προειδοποίηση Στουρνάρα
Για αυτό και λίγες ώρες πριν ανακοινωθεί η απόφαση για τη διεξαγωγή του δημοψηφίσματος, ο αντιπρόεδρος της κυβέρνησης Γιάννης Δραγασάκης επικοινώνησε με τον επικεφαλής της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννη Στουρνάρα και του ζήτησε να μεταφέρει το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης να αυξήσει το όριο του ΕLA, δηλαδή του έκτακτου μηχανισμού παροχής ρευστότητας στις τράπεζες. «Παίρνετε τεράστιο ρίσκο», προειδοποίησε ο κεντρικός τραπεζίτης και μέσα σε λίγες ώρες οι χειρότεροι φόβοι του έγιναν πραγματικότητα.
Λίγα λεπτά μετά το διάγγελμα του Αλέξη Τσίπρα και παρά το γεγονός ότι ήταν μία ώρα μετά τα μεσάνυχτα, άνθρωποι ακόμα και με πιτζάμες είχαν σχηματίσει ουρές στα ΑΤΜ των τραπεζών προκειμένου να εξασφαλίσουν μετρητά.
Ο Γιάννης Στουρνάρας επικοινώνησε άμεσα με τον πρόεδρο της ΕΚΤ Μάριο Ντράγκι και με το μέλος του εκτελεστικού συμβουλίου Μπενουά Κερέ, που είχε επωμιστεί την παρακολούθηση των ελληνικών εξελίξεων. Δεδομένης της εκροής καταθέσεων ύψους 2-3 δισ. ευρώ από την πρώτη κιόλας ημέρα, ήταν ξεκάθαρο ότι ήταν αδύνατον να μείνουν οι τράπεζες ανοικτές.
Ουρές στα ΑΤΜ
Για τις επόμενες 48 ώρες τα ΑΤΜ και βενζινάδικα σε όλη την χώρα ήταν γεμάτα με ανθρώπους που προσπαθούσαν να γεμίσουν τα πορτοφόλια τους με μετρητά και τα αυτοκίνητά τους με καύσιμα. Σύντομα σχεδόν 50 δισ. ευρώ μετρητά (40% των συνολικών καταθέσεων και σχεδόν το επταπλάσιο του μέσου όρου της Ε.Ε.) βρίσκονταν εκτός τραπεζών φυλαγμένα στις πιο παράδοξες κρυψώνες.
Το πρωί της Κυριακής 28 Ιουνίου, η ΕΚΤ συγκάλεσε έκτακτη τηλεδιάσκεψη του διοικητικού συμβουλίου της. Ο κ. Στουρνάρας εξήγησε την κατάσταση στους ομολόγους του και διευκρίνισε τι θα προέβλεπε η νομική πράξη για τους κεφαλαιακούς ελέγχους. Οι κεντρικοί τραπεζίτες μπορεί να τον άκουσαν με προσοχή, αλλά δεν είχαν πειστεί ότι η ελληνική κυβέρνηση τελικά θα έπαιρνε τη δύσκολη αυτή απόφαση, παρόλο που στα μάτια τους ήταν πλέον μονόδρομος.
Αν δεν επιβάλλονταν όρια στις αναλήψεις, τότε οι τράπεζες θα ξέμεναν από ρευστό και θα κατέρρεαν. Και αυτό γιατί η ΕΚΤ δεν θα είχε παρά μόνο δύο επιλογές: την ανάκληση των αδειών των ελληνικών τραπεζών από τον Ενιαίο Εποπτικό Μηχανισμό SSM, αφήνοντας τη χώρα ουσιαστικά χωρίς χρηματοπιστωτικό σύστημα, ή την αποκοπή της χώρας από το Target 2, δηλαδή το σύστημα πληρωμών της Ευρωζώνης.
Κατά τη διάρκεια της τηλεδιάσκεψης, ο Στουρνάρας μετέφερε το αίτημα της ελληνικής κυβέρνησης να αυξήσει το πλαφόν του ELA. Ομως η απάντηση ήταν αρνητική. Η ΕΚΤ θα διατηρούσε στα 89 δισ. ευρώ τον έκτακτο μηχανισμό στήριξης. Η ΕΚΤ με αυτό τον τρόπο δεν έπαιρνε μια ακραία απόφαση να τραβήξει εντελώς την πρίζα στην ελληνική οικονομία ζητώντας τα λεφτά της πίσω, αλλά δεν βοηθούσε και από την άλλη τις ελληνικές τράπεζες για την αντιμετώπιση των εκροών τους. Αλλωστε οι κανονισμοί της δεν της επέτρεπαν να παράσχει ρευστότητα σε μια χώρα εκτός μνημονίου ουσιαστικά (το πρόγραμμα έληγε σε τέσσερις μέρες και ήταν ξεκάθαρο πλέον ότι δεν θα υπήρχε συμφωνία μέχρι τότε) και έτσι οι εγγυήσεις της δεν θεωρούνταν επαρκείς.
Η κρίσιμη σύσκεψη
Εκείνη την Κυριακή 28 Ιουνίου, το υπουργείο Οικονομικών και η Τράπεζα της Ελλάδος είχαν μετατραπεί σε «κέντρα επιχειρήσεων», καθώς μαζί με τους κορυφαίους τραπεζίτες της χώρας έπρεπε να αποφασίσουν πως θα εφαρμοζόταν το πλάνο κεφαλαιακών ελέγχων που είχαν συντάξει η ΤτΕ και η ΕΚΤ. Στουρνάρας, Βαρουφάκης, οι διοικητές των τεσσάρων συστημικών τραπεζών της χώρας και εκπρόσωποι της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και του Ταμείου Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας θα έπαιρναν αποφάσεις που θα άλλαζαν άρδην την ελληνική οικονομία.
Συμφώνησαν ότι οι τράπεζες θα πρέπει να παραμείνουν κλειστές για μία εβδομάδα και να επιβληθεί ημερήσιο όριο αναλήψεων 60 ευρώ την ημέρα, τα οποία θεωρήθηκαν πολύ υψηλό ποσό σε όσους είχαν κάνει τους λογαριασμούς σε Αθήνα και Βρυξέλλες, ενώ η ΤτΕ υποστήριζε ότι το όριο έπρεπε να τεθεί στα μόλις 40 ευρώ.
Το Προεδρικό Διάταγμα
Ηταν 23.53 της 28ης Ιουνίου του 2015 όταν το Προεδρικό Διάταγμα που είχε εγκρίνει την επιβολή των capital controls έφτασε επιτέλους στο γραφείο του διοικητή της Τράπεζας της Ελλάδας Γιάννη Στουρνάρα και ένας αναστεναγμός ανακούφισης ακούστηκε στο μεγάλο του γραφείο. Ηταν μόλις επτά λεπτά πριν από τη λήξη της προθεσμίας για να εγκριθεί η επιβολή των κεφαλαιακών ελέγχων από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, και μέχρι εκείνη τη στιγμή η Τράπεζα της Ελλάδας βρισκόταν σε αναμμένα κάρβουνα, καθώς δεν ήταν σίγουροι αν ο τότε υπουργός οικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης θα την ενέκρινε, παρόλο που οι κεφαλαιακοί έλεγχοι ήταν μονόδρομος από τη στιγμή της ανακοίνωσης του δημοψηφίσματος λίγες ημέρες πριν από την εκπνοή του προγράμματος.
Από εκείνη την ώρα η οικονομία της χώρας θα άλλαζε με βίαιο τρόπο, καθώς όλες οι πληρωμές σε λογαριασμούς στο εξωτερικό απαγορεύθηκαν και για τη διεκπεραίωσή τους χρειαζόταν η έγκριση του κράτους. Τα προβλήματα που θα δημιουργούνταν στην οικονομία το επόμενο διάστημα θα ήταν τεράστια, αφού οι επιχειρήσεις που είχαν συναλλαγές στο εξωτερικό θα αντιμετώπιζαν σύντομα ανυπολόγιστο οικονομικό πλήγμα από τις καθυστερήσεις και όχι μόνο.
Εωλη βεβαιότητα
«Δίνω τόσες πιθανότητες στο να πει ο Ντράγκι ότι κόβει τη ρευστότητα στις ελληνικές τράπεζες όσες στο να μην ανατείλει ο ήλιος αύριο», είχε δηλώσει ο Γιάνης Βαρουφάκης σε συνέντευξη στον Αλέξη Παπαχελά δύο εβδομάδες πριν διοριστεί υπουργός Οικονομικών. Και παρά τις προεκλογικές υποσχέσεις, εκείνη τη Δευτέρα, ο ήλιος ανέτειλε αλλά οι τράπεζες έμειναν κλειστές.
Συνθήκες… πολέμου
Το βράδυ της Κυριακής 28 Ιουνίου και πριν ανακοινωθούν τα capital controls και η τραπεζική αργία, η Σταυρούλα Μηλιάκου, ένα από τα πιο έμπειρα στελέχη του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους, επωμίστηκε το έργο να αναλάβει την κάλυψη των στοιχειωδών αναγκών του κράτους. Επρεπε κάποιος να αναλάβει το βάρος να δώσει το πράσινο φως για αγορά τρόφιμων, καυσίμων και φαρμάκων, αλλά να αναλάβει και την ευθύνη της έγκρισης μιας σειρά αιτημάτων πολιτών που είχαν άμεση ανάγκη πληρωμών στο εξωτερικό.
Τη Δευτέρα νωρίς το πρωί και ενώ οι τράπεζες ήταν κλειστές, ο δεύτερος και ο τέταρτος όροφος του Γενικού Λογιστηρίου του Κράτους μετατράπηκαν σε κέντρο επιχειρήσεων. Υπολογιστές και τηλέφωνα μεταφέρθηκαν ακόμη και στον χώρο της κουζίνας για να αντιμετωπίσουν τα χιλιάδες αιτήματα που θα δέχονταν το επόμενο διάστημα. Είκοσι τεχνοκράτες θα έπρεπε να αντιμετωπίσουν θέματα ζωής και θανάτου.
Το ίδιο βράδυ η ομάδα κατάφερε να έχει στήσει την πλατφόρμα και άρχισε να δέχεται πληθώρα αιτημάτων, τα οποία εξέταζαν ένα προς ένα για να κρίνουν κατά πόσον ήταν αναγκαίο να παρακάμψουν τους κεφαλαιακούς ελέγχους που ίσχυαν για όλους τους Ελληνες.
Η ομάδα λειτουργούσε χωρίς σαφείς οδηγίες από το υπουργείο Οικονομικών. Οι 20 τεχνοκράτες γνώριζαν ότι ακροβατούσαν ανάμεσα στο να δίνουν έγκριση για πληρωμές απαραίτητες, αλλά από την άλλη φοβούνταν ότι μπορούσαν να βρεθούν ανά πάσα στιγμή αντιμέτωποι με άδεια ταμεία. Ακόμη και σε αιτήματα για καύσιμα, η ομάδα είχε αποφασίσει να δίνει ημερήσιες εγκρίσεις ύψους 50 εκατομμυρίων ευρώ για να μη βρεθούν οι τράπεζες στο κόκκινο.
Σε ιατρικά αιτήματα, η ομάδα είχε αποφασίσει να δίνει εγκρίσεις χωρίς να μπορεί να είναι απόλυτα σίγουρη ότι ήταν επιβεβαιωμένες, αλλά δεν μπορούσε να πάρει τέτοιο μεγάλο ρίσκο όταν κάποιος ζητούσε τα χρήματά του για να πληρώσει κάποια επέμβαση στο εξωτερικό. Η κ. Μηλιάκου δεν θα ξεχάσει ποτέ το αίτημα ενός απελπισμένου πατέρα, που ζητούσε άδεια να στείλει λεφτά στο εξωτερικό για να φέρει πίσω τον νεκρό γιο του.
Οι Ευρωπαίοι που δεν αιφνιδιάστηκαν και το μυστικό Plan B που είχαν έτοιμο
Στις Βρυξέλλες και στη Φρανκφούρτη η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης να προχωρήσει στην επιβολή κεφαλαιακών ελέγχων δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Ηδη από την άνοιξη του 2015, και με τις καταθέσεις να μειώνονται ραγδαία μέρα με τη μέρα, πολλοί Ευρωπαίοι αξιωματούχοι περίμεναν πως η Αθήνα θα επέβαλλε ελέγχους στην κίνηση κεφαλαίων για να σταματήσει την αιμορραγία αυτή, που θα μπορούσε να αποβεί μοιραία για τις ελληνικές τράπεζες. Συγκεκριμένα, το χρήμα που κυκλοφορούσε (Μ3) στην ελληνική οικονομία είχε μειωθεί κατά 20 δισ. ευρώ από την αρχή του έτους, αποτελώντας σαφέστατη ένδειξη της έντονης ανησυχίας και δυσπιστίας των Ελλήνων πολιτών για το αν οι οικονομίες τους ήταν ασφαλείς στις ελληνικές τράπεζες.
Κάποιοι αξιωματούχοι μάλιστα είχαν προτείνει την επιβολή τους άμεσα ή έμμεσα στο οικονομικό επιτελείο, βλέποντας πως οι διαπραγματεύσεις δεν θα ολοκληρώνονταν στο προσεχές μέλλον. Η κυβέρνηση και ο τότε υπουργός Γιάνης Βαρουφάκης όμως δεν ήθελαν καν να ακούσουν για μια τέτοια εξέλιξη, θεωρώντας πως η κατάσταση δημιουργούσε πίεση και στους δανειστές, ωθώντας τους σε συμβιβασμό.
Το μυστικό Plan B
Με την πάροδο του χρόνου και όσο οι διαπραγματεύσεις των δύο πλευρών όχι μόνο δεν σημείωναν πρόοδο αλλά έδειχναν να χειροτερεύουν, για τις Βρυξέλλες οι κεφαλαιακοί έλεγχοι ήταν πλέον θέμα χρόνου. Δεν είναι τυχαίο άλλωστε ότι στο μυστικό Σχέδιο Β για πιθανή χρεοκοπία της Ελλάδας και ενδεχόμενη έξοδο της χώρας από το ευρώ το ένα από τα τέσσερα κεφάλαια επικεντρωνόταν στην επιβολή ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων.
Το πλάνο παρέθετε με ανατριχιαστική λεπτομέρεια ένα ένα τα βήματα τα οποία θα έπρεπε να υλοποιηθούν έτσι ώστε οι έλεγχοι να τεθούν σε ισχύ με τον πιο αποτελεσματικό τρόπο, από την ενημέρωση των πολιτών μέχρι την αναγκαία τραπεζική αργία. Οι υπεύθυνοι του σχεδίου μάλιστα είχαν κάνει και διαφορετικούς υπολογισμούς για τα όρια που θα έπρεπε να τεθούν στις αναλήψεις αναλόγως με την κατάσταση των τραπεζών. Ηταν απολύτως προετοιμασμένοι για κάθε ενδεχόμενο.
Το κρίσιμο Eurogroup
Στο Eurogroup του Ιουνίου του 2015, μόλις λίγες ημέρες πριν ο Αλέξης Τσίπρας ανακοινώσει την απόφασή του να προβεί σε δημοψήφισμα, οι υπουργοί Oικονομικών είχαν μιλήσει ανοικτά για την ανάγκη επιβολής ελέγχων ύστερα από την ενημέρωση της ΕΚΤ για τη δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκονταν οι ελληνικές τράπεζες. Αν και κάποιοι δεν συμφώνησαν, αναγνωρίζοντας όχι μόνο τις πολιτικές αλλά και τις πρακτικές δυσκολίες που ένα τέτοιο βήμα θα δημιουργούσε για τις ελληνικές επιχειρήσεις, πολλοί υποστήριξαν πως οι έλεγχοι ήταν πλέον μονόδρομος αν η κυβέρνηση ήθελε να προστατεύσει τις τράπεζες από βέβαιη κατάρρευσή.
Η εμπειρία της Κύπρου
Ενώ λίγα χρόνια νωρίτερα κάτι τέτοιο θα φόβιζε τους αξιωματούχους που δούλευαν στο μυστικό σχέδιο, καθώς θεωρούσαν ότι οι κεφαλαιακοί έλεγχοι σε ένα κράτος-μέλος του ευρώ αποτελούσε το πρώτο βήμα εξόδου, η εμπειρία της Κύπρου δύο χρόνια νωρίτερα τους είχε δείξει πως υπάρχει τρόπος για μια χώρα της Ευρωζώνης να επιβάλει κεφαλαιακούς ελέγχους παραμένοντας όμως στη νομισματική ένωση.
Από πλευράς τους, τόσο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα όσο και η Τράπεζα της Ελλάδος ήταν καλά προετοιμασμένες, ενώ η ΤτΕ, και συγκεκριμένα ο διοικητής Γιάννης Στουρνάρας, είχε ενημερώσει και στελέχη του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης για το τι ακριβώς θα σήμαιναν τα μέτρα αυτά για το τραπεζικό σύστημα της χώρας.
Λίγες ημέρες πριν από το δημοψήφισμα η ΕΚΤ είχε πραγματοποιήσει ξεχωριστές τηλεδιασκέψεις με τους επικεφαλής των τεσσάρων συστημικών τραπεζών ενημερώνοντάς τους ότι σε περίπτωση χρεοκοπίας οι θυγατρικές τους σε Τουρκία και Βαλκάνια θα εθνικοποιούνταν αμέσως, με αποτέλεσμα την αυτόματη απώλεια πολύτιμων περιουσιακών στοιχείων. Αυτά θα πωλούνταν, και τα χρήματα θα πήγαιναν σε ειδικό λογαριασμό για την αποπληρωμή του ελληνικού χρέους.
Παρά τους σχεδιασμούς, όμως, κανείς δεν μπορούσε να πει με βεβαιότητα τι συνέπειες θα είχε κάτι τέτοιο και στην ήδη εξασθενημένη ελληνική οικονομία.
ΠΗΓΗ: kathimerini.gr