Σχεδόν ξημερώματα και το αντρόγυνο κοιμάται στο σπίτι του όταν ξαφνικά χτυπάει το κουδούνι. Πετάγεται ο άντρας, πηγαίνει στην πόρτα και βλέπει έναν άγνωστο.
-Τι θες άνθρωπέ μου τέτοια ώρα;
-Αν μπορείτε καλέ μου κύριε να κατέβετε να με σπρώξετε λιγάκι. Σας παρακαλώ…
-Είσαι με τα καλά σου, ρε φίλε; Εγώ αύριο δουλεύω και πρέπει να κοιμηθώ. Είναι δυνατόν να με ξυπνάς τέτοια ώρα; Άντε στο καλό μην έχουμε άλλα…
Και πάει τσαντισμένος να ξανακοιμηθεί, οπότε παρεμβαίνει η γυναίκα του:
-Βρε καλέ μου, μήπως πρέπει να πας να τον βοηθήσεις τον άνθρωπο; Δεν θυμάσαι τότε που είχαμε πάθει το ίδιο με το αυτοκίνητο και μας βοήθησε εκείνος ο καλός άνθρωπος; Αλλιώς ακόμα εκεί θα ήμασταν…
-Ναι βρε συ, έχεις δίκιο…
Φοράει μια φόρμα και παπούτσια, κατεβαίνει στο δρόμο, δεν βλέπει τίποτα. Βάζει μια φωνή.
-Ε φίλε, εσύ που ήθελες να σε σπρώξω, πού είσαι;
-Εδώ, κύριε. Εδώ πίσω στις κούνιες…!